Θα πρέπει να μάθουν τζούντο και καράτε, αν δεν ξέρουν ήδη, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη συμπλοκή, να χειρίζονται άριστα τα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας, να φορούν στολές, επιτέλους, και αν υπάρχουν και «μυστικοί» ανάμεσά τους ακόμη καλύτερα. Οι καιροί άλλαξαν και αυτά που ως πριν από λίγα χρόνια θα θεωρούνταν υπερβολικές απαιτήσεις από έναν αρχαιοφύλακα τώρα τίθενται επιτακτικά.
Η κλοπή στην Αρχαία Ολυμπία προκαλώντας απότομη προσγείωση στη νέα πραγματικότητα έρχεται να ανατρέψει όσα ίσχυαν και να υπαγορεύσει σύγχρονους κανόνες στην προστασία των αρχαιοτήτων. Γιατί ο τρόπος και τα μέσα φύλαξης των μουσείων αποδείχθηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό διάστημα παιδαριώδη. Στην Εθνική Πινακοθήκη ένας νυχτοφύλακας έτρεχε να προλάβει τους ψεύτικους συναγερμούς. Και στην Αρχαία Ολυμπία μία και μόνη υπάλληλος προσπαθούσε να ανοίξει ένα μουσείο.
Με τέτοιες συνθήκες ήταν απλώς θέμα χρόνου όσα συνέβησαν. Το έγκλημα προχώρησε αλλά εμείς είχαμε μείνει στη νιρβάνα ότι τα μουσεία μας φυλάσσονται καλά. Ετσι τώρα είναι το υπουργείο Πολιτισμού εκείνο που τρέχει για να καλύψει το χαμένο έδαφος ώστε να βρεθεί μπροστά από ληστές και αρχαιοκάπηλους, αλλά και από όσους για οποιοδήποτε άλλον λόγο επιβουλεύονται την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ομάδα κρούσης αποτελούμενη από τον απόστρατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. κ. Σωτήρη Τσενέ, που είχε συμμετάσχει στην οργάνωση της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων – στην ακτίνα της οποίας συμπεριλαμβάνονταν και τα μνημεία – και στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού (Κώστας Φρησίρας, Νίκος Χαρμαλιάς, Ελένη Κουρίνου, Αγγελική Κοτταρίδη και Σουζάνα Καπελώνη-Χούλια) συστάθηκε την επομένη της κλοπής προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα της φύλαξης πάνω σε εντελώς νέες βάσεις. Κύριο αίτημα πλέον δεν είναι η απλή ασφάλεια, αλλά η αναζήτηση, σε συνεργασία και με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, νέων τρόπων προστασίας μνημείων και ανθρώπων. Τα πρώτα μέτρα ήδη έχουν προταθεί και σε αυτά σημαντικός εμφανίζεται ο ρόλος της Αστυνομίας.
Μεγάλα μουσεία και χώροι ιδιαίτερης σημασίας, όπως το Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης και η Βεργίνα, φυλάσσονται ήδη και από αστυνομικούς επί 24ώρου βάσεως, ενώ Εφορείες Αρχαιοτήτων άλλων περιοχών συνεργάζονται με τα τοπικά αστυνομικά τμήματα. Τόσο αφύλακτα λοιπόν ήταν τα μουσεία ώστε να χρειάζονται και «αστυνομικά» μέτρα για την προστασία τους;
«Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι έχουμε άλλου είδους έγκλημα, αλλά και έλλειψη σεβασμού σε αξίες» λέει η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. Η ίδια θυμίζει το εκτεταμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που οδήγησε πράγματι σε αναβάθμισή τους, με την τοποθέτηση σύγχρονων συστημάτων ασφαλείας. Μόνο που τώρα και αυτά εμφανίζονται ανεπαρκή και χρειάζονται επέκταση.
Το ωράριο και οι φύλακες
Μία ένοπλη ληστεία άλλωστε ήταν ικανή να αποκαλύψει πόσο διάτρητο είναι το ισχύον σύστημα φύλαξης περιλαμβανομένων του ανθρώπινου δυναμικού και του τεχνολογικού εξοπλισμού.
«Δεν τηρούνται ούτε το πρωτόκολλο ούτε το ωράριο φύλαξης» λέει ο κ. Παναγιώτης Ηλίας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Νυχτοφυλάκων – Αρχαιοφυλάκων. «Από τις 6 το πρωί που τελειώνει η δική μας βάρδια ως τις 07.30 που θα αναλάβουν οι αρχαιοφύλακες υπάρχει κενό φύλαξης στα μουσεία, τα οποία προστατεύονται μόνο από τα συστήματα ασφαλείας» προσθέτει.
Αλλο ευαίσθητο σημείο είναι ότι ένα μουσείο δεν ανοίγει μόνο από έναν άνθρωπο. Απαιτούνται τουλάχιστον δύο, ενώ κατά την απενεργοποίηση του συναγερμού η πόρτα προφανώς πρέπει να είναι κλειστή, αφού μεσολαβούν 40 δευτερόλεπτα. Πολύς χρόνος δηλαδή, που αφήνει περιθώρια για εγκληματική ενέργεια.
Η μείωση του αριθμού των φυλάκων εμφανίζεται ως ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα, αφού όπως λέει ο κ. Γιάννης Μαυρικόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Υπαλλήλων Φυλάξεως Προσωπικού, αυτή τη στιγμή υπηρετούν σε όλη τη χώρα περί τα 1.800 άτομα, ενώ απαιτούνται γύρω στα 3.000. Αντίστοιχα, για τη νυχτερινή φύλαξη υπάρχουν 285, ενώ θα έπρεπε να είναι διπλάσιοι. «Ακόμη και το μικρότερο μουσείο χρειάζεται δύο νυχτοφύλακες, γιατί υπάρχουν οι άδειες, τα ρεπό κτλ.» λέει ο κ. Π. Ηλίας. Σε κάθε περίπτωση εξάλλου η εφαρμογή εκ νέου της εφεδρείας θα αποψιλώσει εντελώς τις υπηρεσίες φύλαξης.
Γι’ αυτό τον λόγο αποτρεπτική θεωρεί την παρουσία αστυνομικών ο κ. Μαυρικόπουλος υπενθυμίζοντας τον ρόλο της Τουριστικής Αστυνομίας παλαιότερα, που παρείχε ασφάλεια για επισκέπτες και εργαζομένους.
Οπως λέει η κυρία Μενδώνη ωστόσο «η πραγματική λύση για μένα δεν είναι ο μεγάλος αριθμός ατόμων αλλά το μόνιμο προσωπικό, το οποίο όμως θα διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και την ειδική εκπαίδευση, που θα επαναλαμβάνεται κατά τακτικά διαστήματα σε συστήματα ασφαλείας, ακόμη και σε αυτοάμυνα».
Μεταξύ των προτάσεων που συζητούνται τώρα περιλαμβάνεται και η εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού του υπουργείου Πολιτισμού από την Αστυνομία. Διότι ούτε εκπαίδευση, πόσω μάλλον μετεκπαίδευση, έχει υπάρξει για τους φύλακες. Αν και στην πραγματικότητα, άπαξ τουλάχιστον, συνέβη αυτό με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μόνο που τότε δεν μετείχαν οι μόνιμοι φύλακες αλλά κυρίως οι εποχικοί! Και αυτοί στη συνέχεια έφυγαν από το υπουργείο.
Χαμένοι στην εκπαίδευση
Πώς έχουν εκπαιδευθεί λοιπόν οι φύλακες; Από τους παλαιότερους, είναι η απάντηση, εκτός από λίγους νεοπροσληφθέντες από ΙΕΚ, όπου υπάρχει η ειδικότητα του «φύλακα μουσείων και αρχαιολογικών χώρων». Σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής οι απόφοιτοί της θα πρέπει να γνωρίζουν ιστορία του πολιτισμού και της τέχνης, μουσειολογία, κανόνες πρώτων βοηθειών, τη χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων (ανίχνευση κίνησης, μαγνητικές επαφές, πύλες προσπέλασης, κλειστά κυκλώματα αντιμετώπισης αναίτιων συναγερμών), πώς να αντιδρούν σε περίπτωση κινδύνων (σεισμοί, φωτιά, πλημμύρα), ένοπλης συμπλοκής (πόλεμος, βομβαρδισμός, κλοπή, βανδαλισμός) και τέλος να κατέχουν τεχνικές αυτοάμυνας.
Η πολιτεία επομένως γνωρίζει τι χρειάζεται για τη σωστή κατάρτιση των φυλάκων, αρκεί να αποφασίσει ότι πρέπει αυτή να επεκταθεί σε όλους. Βέβαιο είναι εξάλλου ότι αναβάθμιση απαιτείται και στα συστήματα ασφαλείας, όπως π.χ. η ενδοσυνεννόηση των φυλάκων. Και τέλος το ερώτημα είναι ποιος θα μετεκπαιδεύσει προϊσταμένους Εφορειών Αρχαιοτήτων, διευθυντές μουσείων και τους απλούς αρχαιολόγους, καθώς τα λάθη και οι παραλείψεις από κεφαλής αρχίζουν.
Ουδεμία σκέψη υπάρχει πάντως αυτή τη στιγμή στο υπουργείο Πολιτισμού για την ανάθεση της φύλαξης σε ιδιωτικές εταιρείες, κάτι το οποίο βρίσκει ούτως ή άλλως αντίθετους τους αρχαιοφύλακες. «Εμείς ορκιστήκαμε στο Ευαγγέλιο να φυλάμε τα αρχαία, αυτοί θα τα πουλήσουν» λένε, ισχυριζόμενοι ότι θα διαρρεύσουν σε ιδιώτες τα μυστικά της φύλαξης και τα ασθενή σημεία κάθε τόπου, καθιστώντας τον ευάλωτο. Κάτι αληθές μόνον εν μέρει, καθώς κάθε χρόνο το υπουργείο Πολιτισμού προσλαμβάνει μεγάλο αριθμό εποχικών φυλάκων, οι οποίοι αναγκαστικά μαθαίνουν όλα τα «μυστικά»…
Η επόμενη ημέρα στο υπουργείο Πολιτισμού ζητεί επιτακτικά ανασύνταξη. Για τη γενική γραμματέα του εξαιρετικά επιτυχημένο είναι το παράδειγμα της Ιταλίας, χώρα που διαθέτει ειδική Αστυνομική Διεύθυνση για την Πολιτιστική Κληρονομιά, η οποία αποτελεί τμήμα του υπουργείου Πολιτισμού και από το 1969 (!) που ιδρύθηκε έχει σημειώσει μεγάλες επιτυχίες. Κατά τη δεκαετία του 2000 εξάλλου ο τομέας της φύλαξης και προστασίας των αρχαίων στην Ιταλία επιχορηγήθηκε με μεγάλα κονδύλια, έτσι ώστε σήμερα αυτή η διεύθυνση να διαθέτει ελικόπτερα, δορυφόρους κτλ.
Εν Ελλάδι η υστέρηση χρημάτων δεν μπορεί να επιτρέψει σήμερα τέτοια επέκταση. Δύσκολα εξάλλου θα υπάρξει και υπουργός που θα παραχωρήσει σε άλλον δικές του αρμοδιότητες. Εκτός αν μεσολαβήσει άνωθεν εντολή.

Αναβάθμιση εδώ και τώρα
Στην Ακρόπολη εργάζονται τον χειμώνα σε διπλοβάρδια 80 φύλακες. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 120 αρχαιοφύλακες και πέντε νυχτοφύλακες (αν και θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον οκτώ), ενώ στο νέο Μουσείο Ακρόπολης ο αριθμός τους είναι 100 (για ημέρα και νύχτα). «Δεν είναι μόνον αριθμητικό το θέμα» λέει ο πρόεδρος του μουσείου καθηγητής κ. Δημήτρης Παντερμαλής. «Κανείς δεν μπορεί να επαίρεται ότι έχει το τέλειο σύστημα, όμως η αναβάθμιση του ρόλου των φυλάκων, η συνεχής εκπαίδευση, η εγρήγορσή τους, οι σωματικές ικανότητες και η ψυχική σύνδεση με τη δουλειά τους είναι σημαντικά στοιχεία».
Οπως σημειώνει εξάλλου ο ίδιος έγινε αυστηρή επιλογή των φυλάκων, κατ’ αρχάς θέτοντας χαμηλό όριο ηλικίας (τα 45 χρόνια), ενώ δόθηκε μεγάλη σημασία στην κατάρτισή τους.
«Πάντα υπάρχουν προβλήματα στη φύλαξη, αλλά μία ένοπλη ληστεία είναι άλλο πράγμα» λέει ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κ. Νίκος Καλτσάς. Και προτείνει, για τα μεγάλα μουσεία τουλάχιστον, την παρουσία της Αστυνομίας όταν ανοίγουν και κλείνουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ