Ο Ιταλός νομπελίστας Ντάριο Φο, στο έργο του Mistero buffo, τέλη του ’60, αρχές του ’70, μια θεατρική, σατιρική παρλάτα, αποδίδει στον Ιταλό Κομμουνιστή ηγέτη Παλμίρο Τολιάτι, μια φράση. «Δεν θα κάνουμε, όπως οι Έλληνες σύντροφοι». Είναι οι δραματικές ώρες της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με δράστη ένα νεαρό φοιτητή, από την Κατάνια της Σικελίας. Οι κομμουνιστές είχαν κατέβει στους δρόμους της Ρώμης και άλλων κόκκινων πόλεων, οι παρτιζάνοι είχαν ξεθάψει τα όπλα της Αντίστασης, ο κίνδυνος του εμφυλίου πολέμου ήταν άμεσος. Ο Τολιάτι, αν πιστέψουμε τον Ντάριο Φο, απέτρεπε τους συντρόφους του να μπουν σε έναν εμφύλιο, όπου, εκείνα τα χρόνια, το ’48, είχαν εμπλακεί οι Έλληνες Αριστεροί. Δεν ξέρω αν ειπώθηκε έτσι η φράση από τον ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ξέρω πως το ΙΚΚ και ο Τολιάτι προσωπικά, συμμετείχε, μετά την πτώση του Μουσολίνι, στις πρώτες κυβερνήσεις του Μπαντόλιο και του ντε Γκάσπερι, κι επίσης, σημαντικά στελέχη του, όπως ο Ιταλο-εβραίος Ουμπέρτο Τερατσίνι, ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Δημοκρατικής, Αντιφασιστικής Ιταλίας. Και βέβαια με την «Στροφή του Σαλέρνο», το Ι.Κ.Κ απομακρύνθηκε από την μετωπική και συγκρουσιακή αντίληψη του παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος, το ζήτημα της δημοκρατίας και της ένταξης στην δημοκρατική κανονικότητα αποτέλεσε θεμελιακό συστατικό του.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, όταν ο νέος Ιταλός Πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, απέσυρε την υποψηφιότητα της Ρώμης για την οργάνωση των Ολυμπιακών του 2020, με μια ανάλογη φράση. «Δεν θα κάνουμε όπως οι Έλληνες».
Ελλάδα και Ιταλία είναι δύο χώρες του ευρωπαϊκού νότου, βρέχονται από θάλασσα κι έχουν πολύ ήλιο, λάδι και κρασί, πορτοκάλια και λεμόνια, ψάρια και τραγούδια. Οι μεταξύ τους σχέσεις είναι πανάρχαιες. Μέχρι, πάνω, στην Βενετία υπάρχουν ίχνη των Βυζαντινών, μέχρι κάτω στην Πελοπόννησο, αντίστοιχα ίχνη των Γενοβέζων, να μην μιλήσουμε για τους Αρχαίους Έλληνες στον Ιταλικό Νότο και τους Ρωμαίους, στην ευρύτερη Ελληνική επικράτεια. Ως και το όνομα της μαφιόζικου τύπου, εγκληματικής οργάνωση «Ντράγκετα», που δρα στην Καλαβρία, αποικία κι αυτή των Ελλήνων, έχει ελληνική ρίζα, σημαίνει το ανδραγάθημα.
Η Ιταλία είναι μια χώρα βαθύτατα διχασμένη, ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, τους καθολικούς και τους κομουνιστές ή τους άθεους, τους μαφιόζους και τους διώκτες τους. Όπως κάθε χώρα έχει κι αυτή τις γελοίες πλευρές της, την κυριαρχία της ευτελούς τηλεόρασης, που επέβαλε για χρόνια τον Μπερλουσκόνι ή την πορνοστάρ, παλαιότερα, που ακκιζόταν μέσα στο Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα είναι κι αυτή διχασμένη και δεν είναι ώρα να καταγράψουμε τους μακρυκωσταίους και κοντογιώργηδες της. Σήμερα ο διχασμός είναι ανάμεσα στους οπαδούς της επιστροφής στην δραχμή και στους ευρωπαϊστές.
Παρά τις πολλές και σοβαρές συγγένειες, σε δύο καθοριστικές στιγμές για την Ιταλία και την Ελλάδα, ο κομουνιστής Τολιάττι και ο τραπεζίτης Μόντι, απαρνήθηκαν, με κατηγορηματικό μάλλον τρόπο, την δοξασία περί κοινής ράτσας και φάτσας.
Κάτι περισσότερο γνωρίζουν: στην Ελλάδα οι πιο δυσφημισμένες έννοιες είναι ο συμβιβασμός και η συνεννόηση. Ο γραμματέας του μεγαλύτερου κομουνιστικού κόμματος της Δύσης, του Ι.Κ.Κ, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, όταν η Χιλή έχασε το στοίχημα με τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό και στην Ελλάδα κυριαρχούσαν οι συνταγματάρχες, σχεδίασε, μαζί με τον δολοφονημένο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο, τον «Ιστορικό Συμβιβασμό». Ήταν μια στρατηγική συνάντησης, στο πεδίο των δημοκρατικών θεσμών και κατακτήσεων, των δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων της γειτονικής χώρας. Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα, ο Λεωνίδας Κύρκος, αντιμετώπισε αρκετή χλεύη και πολλή άρνηση όταν τόλμησε να μιλήσει για Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα. Οι απροσκύνητοι Έλληνες θα κατοχύρωναν πιστοποιητικά αντιστασιακής δράσης, με ένα περασματάκι έξω από το Πολυτεχνείο και μετά, πάλι εκ του ασφαλούς, θα έβαζαν στο ίδιο τσουβάλι τους πραγματικά γενναίους του αντιδικτατορικού αγώνα, με όσους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπεξαίρεσαν την εξέγερση του Νοέμβρη.
Αυτήν την περίοδο, για να αναφερθούμε μόνο σ’ αυτόν τον τομέα, το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα δίνει μάχες οπισθοφυλακής, που εξατμίζονται από τον χαλασμό που προκαλούν οι μπαχαλάκηδες. Όταν υπήρξαν ευκαιρίες να μπει μια στοιχειώδης τάξη στο Ασφαλιστικό, όλος ο καημός ήταν η κατοχύρωση των προνομίων όσων εργάζονταν στις ΔΕΚΟ και στον Δημόσιο. Μετανάστες, άνεργοι, γυναίκες ήταν πάντα έξω από την ομπρέλα των Ελλήνων συνδικαλιστών. Μια προσπάθεια που έγινε στα πρώτα χρόνια του ΠαΣοΚ, από τον αείμνηστο Ορέστη Χατζηβασιλείου, για ένα συνδικάτο κάπως αυτονομημένο από την κυβερνητική πολιτική σκοπιμότητα, υπονομεύτηκε πολύ γρήγορα και από κάτι κομματικούς, που ήξεραν την διαδρομή. Συνδικαλισμός, ο πιο σύντομος και σπαρμένος με ρόδα δρόμος, για την Βουλή.
Στην Ιταλία, που δεν κατατάσσουν την συνεννόηση και τον συμβιβασμό στον χώρο των αμαρτημάτων, υπήρξε κιόλας μια συμφωνία ανάμεσα στον Μοντ και το αριστερό και μαζικότερο Συνδικάτο. Οι Ιταλοί δεν… τόλμησαν να εμπλακούν σε εμφύλιο, ο δικός μας ήρωας έχει κιόλας αποκατασταθεί από το ΚΚΕ, γιατί έσυρε το μεγαλύτερο αντιστασιακό κίνημα της Ευρώπης, στην συντριβή. Αρνήθηκαν, τέτοιες εποχές, την σπατάλη των Ολυμπιακών, όταν εμείς σεληνιαστήκαμε για την «Νέα Μεγάλη Ιδέα» και είπαμε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, «γκρινιάρη», γιατί προέβλεπε, έναν από τους βασικούς λόγους, της οικονομικής μας καταστροφής. Και σήμερα ο αυστηρός Πρόεδρος της ΓΣΕΕ παρακολουθεί την ανεργία να φθάνει εκεί που φθάνει και το μόνο που κάνει, είναι να «ντύνει» με βαρύγδουπες λέξεις την αμήχανη αδιαλλαξία του. Η Ιταλίδα συνάδελφός του, δεν «ντρέπεται» να συνομιλεί και να συμφωνεί με τον Πρωθυπουργό της χώρας της.
Ξέρω. Σήμερα πάλι το ζήτημα είναι μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, προσκυνημένοι και καθυστερημένοι, ρεαλιστές και υπερήφανοι, κλπ, κλπ. Τα γεφύρια στον τόπο μας είναι πάντα γκρεμισμένα. Ευτυχώς το έργο έγινε στο Ρίο-Αντίριο, ενώθηκε ο Μοριάς με την Ρούμελη. Γιατί, επειδή και οι γείτονες έχουν τα στραβά τους, η Καλαβρία ακόμα να ενωθεί με την Σικελία και λένε, πως τα λεφτά που φαγώθηκαν για τις μελέτες, είναι περισσότερα από τον αρχικό προϋπολογισμό της κατασκευής του έργου. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: ούνα φάτσα, ούνα ράτσα;