Oλα άρχισαν με τον Γούντι Αλεν. Ηταν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι οι άντρες θα τον λάτρευαν. Αστείος, με τη θαυμάσια ματιά του στραμμένη στις αντρικές νευρώσεις, με ένα σωρό τσιτάτα για το σεξ, προσέγγισε τον έρωτα και τη θνητότητα με πρωτόγνωρη οξυδέρκεια. Ο Γούντι καταχωρίστηκε αρχικά ως φίλος. Μα ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι οι γυναίκες θα ενθουσιάζονταν τόσο μαζί του; Συγκεκριμένα, οι (τόσες!) γυναίκες του, καθώς και οι γυναίκες μας. Τον βρήκαν γλυκούλη, ευφυέστατο και θέλησαν να δουν τον εαυτό τους να ανακλάται στα κοκάλινα γυαλιά του και να λικνίζεται στην τζαζ που θα τους παίξει. Ωστόσο, το ημερολόγιο βρισκόταν ακόμη στη δεκαετία του ’60 και ως ωραίοι πόζαραν περισσότερο γυμνασμένοι και φωτογενείς άντρες όπως ο Στιβ Μακ Κουίν, ο Κλιντ Ιστγουντ ή ο Σον Κόνερι.

Η αλήθεια είναι ότι έκτοτε ό,τι αποκαλούμε «αστέρας του σινεμά» έγινε ένα επάγγελμα με υπερπληθυσμό. Ξεπετάχτηκαν πρωταγωνιστές για όλα τα γούστα, μα εκείνη η μαύρη τρύπα των επιχειρημάτων που έκανε τον Γούντι Αλεν επιθυμητό στις γυναίκες παρέμεινε ανεκμετάλλευτη. Ολα αυτά τουλάχιστον ως τις μέρες μας.

Εκείνος που ψυλλιάστηκε εκ νέου τη δουλειά ήταν και πάλι κωμικός. Δεν ήταν, όμως, ηθοποιός ή σκηνοθέτης – ήταν παραγωγός. Ο Τζαντ Απατοου («Με την πρώτη» και «Οι φιλενάδες», μεταξύ άλλων), που εν πολλοίς ευθύνεται για την αναγέννηση της mainstream αμερικανικής κωμωδίας σε κάτι αξιοπρεπές στα μέσα των 00s, ευθύνεται εξίσου για την αναβίωση του «άσχημου ωραίου» στο σινεμά. Από τότε που η γοητευτική Ελίζαμπεθ Μπανκς άλλαξε ζώδιο στον «Παρθένο ετών 40» Στιβ Καρέλ, κάμποσα πράγματα μοιάζουν να άλλαξαν – ο κάπως κακομούτσουνος ηθοποιός πλάγιασε με τη Ζιλιέτ Μπινός και με την Αν Χάθαγουεϊ στις επόμενες ταινίες του.

Στο παραγεμισμένο με κομψά outfit και δυσλειτουργικές οικογένειες παράλληλο σύμπαν του, ο σκηνοθέτης Γουές Αντερσον προσπάθησε επανειλημμένα να καταστήσει sex symbol τον κοντό, τριχωτό Τζέισον Σουόρτσμαν και τον χοντροκομμένο Λουκ Γουίλσον. Και τα κατάφερε. Μετά τον «Πρωτάρη» και την «Οικογένεια Τενενμπάουμ» αντιστοίχως, και οι δυο τους ποζάρουν σαν φιγουρίνια σε editorial μόδας των κορυφαίων αντρικών περιοδικών, συμπρωταγωνιστούν με γυναίκες της κλάσης της Νάταλι Πόρτμαν και της Γκουίνεθ Πάλτροου· αρέσουν, βρε παιδί μου.

«Είσαι τόσο cool χωρίς να προσπαθείς καν!» λέει η Τζούνο στον Πόλι, στο «Juno» (2007) του Τζέισον Ράιτμαν. «Μην το λες, προσπαθώ», ανταπαντά ο νεαρός, όπως τον υποδύθηκε ο Μάικλ Σέρα. Μάλιστα, ο Μάικλ Σέρα είναι μία ακόμη αντίστοιχη περίπτωση. Ξερακιανός, με πρόσωπο αποστερημένο από κάθε αρμονία, με ατημέλητα ξανθά μαλλιά και με φωνή που αντηχεί σαν φθαρμένη μαγνητοταινία – και όμως, θεωρείται απολύτως cool. Και το εξαργυρώνει σε κατακτήσεις.

Η συνέχεια είναι γνωστή, μέσες άκρες. Ο Ζακ Γαλιφιανάκης αναμετρήθηκε με την τίγρη στο «Hangover», ο Κίλιαν Μέρφι υποδύθηκε έναν από τους κακούς στον «Μπάτμαν», ο Εντριεν Μπρόντι προστέθηκε στα δυσλειτουργικά καστ του Γουές Αντερσον, ο Πολ Τζιαμάτι τού «Πλαγίως» μεγάλωσε και άλλο τη λίστα του cool και ο Κρεγκ, ο Ντάνιελ Κρεγκ, μόνο πρόσωπο μοντέλου δεν έχει. Αν επεκταθούμε στο αντρικό πρότυπο που κυριαρχεί στις αμερικανικές σειρές, ο κατάλογος μακραίνει ακόμη περισσότερο.

Σε λίγες ημέρες θα κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες το «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν. Στην ταινία που κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας πρωταγωνιστεί ο νέος ωραίος του κινηματογράφου, Μάικλ Φασμπέντερ. Παρατηρώντας τον θόρυβο γύρω από το όνομά του, είναι σαφές ότι είναι ο νέος γόης του σινεμά. Τα περιοδικά τον θέλουν για τα εξώφυλλά τους, τα σχετικά μπλογκ δημοσιεύουν φωτογραφίες του να παίρνει τον καφέ του από τα Starbucks, οι γυναίκες γύρω μας σε διάφορες εκρήξεις γελοιότητας κάνουν προτάσεις γάμου στην εικόνα του στην οθόνη του υπολογιστή. Ωστόσο, παρατηρήστε τον λίγο καλύτερα. Ναι, διάολε: Εχει πρόσωπο με ουλές, με αλλόκοτη συμμετρία. Ωραίο δεν τον λες.