Χρειάστηκαν δύο δικτατορίες, δύο πόλεμοι και ένας εμφύλιος για να καταρρεύσει το κομματικό σύστημα δύο φορές από το 1936 μέχρι το 1967. Την πρώτη φορά η δικτατορία του Μεταξά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος συνέβαλαν στην εξαφάνιση των κομμάτων του Μεσοπολέμου, του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος Φιλελευθέρων. Οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά πάνω στη διαίρεση που προκάλεσαν το τραύμα της εμφύλιας σύγκρουσης και ο Ψυχρός Πόλεμος. Τριάντα χρόνια αργότερα, η δικτατορία των Συνταγματαρχών και η τραγωδία της Κύπρου έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κατάρρευση των παλαιών κομμάτων. Το νέο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης επιδίωξε την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Ευτυχώς πάντως, αν καταρρεύσει τώρα το κομματικό σύστημα, δεν θα είναι απόρροια αιματοκυλίσματος ή εξαιτίας κάποιας ερπύστριας. Ευτυχώς σίγουρα, αλλά κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα.
Αρκετοί εκτιμούν πως το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης πιθανόν να ζει τις τελευταίες του στιγμές. Η εξασθένηση των κομματικών σχηματισμών εντός του Κοινοβουλίου είναι αναμφίβολα πρωτοφανής. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια οι ανεξάρτητοι βουλευτές έχουν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση! Οι πολιτικές ηγεσίες χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθοδολογίες, όπως αυτή της κομματικής πειθαρχίας, αδυνατούν να συγκρατήσουν τις απώλειες. Τόσο το μαστίγιο της διαγραφής όσο και το καρότο της εκ νέου τοποθέτησης στη λίστα δείχνουν να έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους.
Πάντως κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια τι μπορεί να συμβεί στο κομματικό σύστημα μέσα στους επόμενους μήνες. Η αιτία είναι πως πολλά εξαρτώνται, πρώτα και κύρια, από μια σειρά πολύπλοκες αποφάσεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια αποτυχία της χώρας να ξεπεράσει τους σκοπέλους που θα βρεθούν μπροστά της θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στο παραπαίον κομματικό σύστημα. Μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία θα ήταν κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτικό σεισμό ισοδύναμου μεγέθους με αυτόν της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ακόμη όμως και αν δεν συμβεί κάποιο ατύχημα στα δημόσια οικονομικά της χώρας τους επόμενους μήνες, τα πράγματα παρουσιάζονται ιδιαίτερα αβέβαια για το κομματικό σύστημα. Η δημοσκοπική φθορά των δύο μεγάλων κομμάτων τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή (κυρίως βέβαια του ΠαΣοΚ). Οι έρευνες γνώμης καταγράφουν την ύπαρξη μιας Βουλής με 7 ή και 8 κόμματα και με το άθροισμα ΝΔ και ΠαΣοΚ να μην ξεπερνάει το 50%. Τα παλιά μεγάλα κόμματα δεν είναι πια ελκυστικά.
Τι σημαίνει όμως πρακτικά μια τέτοια κατάσταση; Είναι απολύτως βέβαιο πως έτσι εισερχόμαστε ως κοινωνία στον κόσμο της πολιτικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Θα πρέπει ίσως να ξεχάσουμε για κάποιο διάστημα τις σταθερές κυβερνήσεις και κυρίως τις ισχυρές πολιτικές ηγεσίες.
Το ζουμί πάντως της υπόθεσης βρίσκεται στο παρακάτω απλό ερώτημα: Το πιθανό τέλος του δικομματισμού θα αποτελέσει μια θετική εξέλιξη για τη χώρα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, και το πιο σώφρον θα ήταν να απαντήσει κάποιος: Εξαρτάται. Εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα και τα γενικότερα χαρακτηριστικά των κομμάτων που θα εισέλθουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο ως αποτέλεσμα της απώλειας ισχύος των μεγάλων κομμάτων.
Ο κατακερματισμός όμως του κομματικού συστήματος έχει σήμερα αριστερόστροφη διεύθυνση. Η ενίσχυση των κομμάτων της άκρας Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) στο Κοινοβούλιο, σε συνδυασμό με την ανάδυση των κομμάτων της δυσαρεστημένης σοσιαλδημοκρατίας (ΔΗΜΑΡ, νέο κόμμα από τον χώρο των διαγραμμένων του ΠαΣοΚ) και την ενίσχυση – έστω και χωρίς κοινοβουλευτική παρουσία – ακραιφνών ακροδεξιών και ρατσιστικών κομμάτων (Χρυσή Αυγή), θα έχει ως συνέπεια να ενταθούν οι αντισυστημικές πιέσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως το ΚΚΕ έφτασε πλέον να δηλώνει ανοιχτά πως επιδιώκει την άμεση μετατροπή της χώρας σε Λαϊκή Δημοκρατία. Είκοσι μόλις χρόνια μετά την πτώση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, η ευκολία με την οποία ένα πολιτικό κόμμα μιας χώρας, που συνόρευε με ένα από τα αθλιότερα παραδείγματα του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος (Αλβανία), διατυμπανίζει δημόσια τέτοιου είδους στόχους είναι, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, εντυπωσιακή.
Είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, λαμβάνοντας υπόψη την κουλτούρα της ελληνικής πολιτικής ζωής, ότι ένα τοπίο αριστερόστροφου ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού είναι δύσκολο να εγγυηθεί στους πολίτες μερικά βασικά δημόσια αγαθά, όπως είναι η πολιτική σταθερότητα και η ασφάλεια. Η ανησυχία για την ικανότητα να διακυβερνηθεί η χώρα σε ένα τέτοιο κοινοβουλευτικό περιβάλλον πρέπει να θεωρηθεί λοιπόν απολύτως κατανοητή.
Μας αρέσει ή όχι, ο δικομματισμός, που απέτυχε παταγωδώς σε πολλά άλλα, πέτυχε για τρεις δεκαετίες να διατηρήσει ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας. Ενσωματώνοντας αιτήματα και κοινωνικές δυνάμεις μέσα στους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς και λειτουργώντας με κεντρομόλο τρόπο, ο δικομματισμός κατάφερε να περιορίσει τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Απλώς αυτό έγινε με λάθος τρόπο.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ