Η Ελλάδα δεν είναι ικανή να θρέψει τους Ελληνες με αποκλειστικά δικά της διατροφικά προϊόντα, καθώς υστερεί στην παραγωγή βασικών τροφίμων, όπως κρέας, δημητριακά, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, κ.ά., σε σχέση με την κατανάλωση. Παρ’ όλο που το κλίμα της χώρας μας είναι εύφορο για καλλιέργειες, η κακή χρήση επιδότησης από την ΕΕ και άλλοι λόγοι έχουν κάνει την Ελλάδα να μην είναι αυτάρκης στα βασικά είδη διατροφής και να αναγκάζεται να εισάγει μεγάλες ποσότητες από τα περισσότερα προϊόντα τροφίμων.
Μπορεί συνολικά 1 στα 4 κορυφαία 100 εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας μας να προέρχονται από τον κλάδο των τροφίμων-ποτών, με συνολικές εξαγωγές στο 9μηνο του 2011 που αγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ (11,95% του συνόλου των εξαγωγών στην ίδια περίοδο), αλλά δεν είναι αυτάρκης σε πολλά βασικά διατροφικά προϊόντα.
Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης της ΠΑΣΕΓΕΣ (Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών) για μια σειρά βασικών αγροτικών – διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2010 στην Ελλάδα, η αυτάρκεια στο μαλακό σιτάρι ανέρχεται στο 32%, στα όσπρια φθάνει το 39%, στο κρέας η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (30%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%).
Οπως ανέφερε ο κ. Κ. Καραγεωργίου, διευθυντής προμηθειών πρώτων υλών της εταιρείας 3αλφα, με αντικείμενο την επεξεργασία – τυποποίηση οσπρίων & ρυζιών, «η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα είχε στραφεί σε προϊόντα που είχαν επιδοτήσεις, π.χ. βαμβάκι, καλαμπόκι, με αποτέλεσμα τα όσπρια, παρ’ όλο που υπάρχει μεγάλη ποικιλία στη χώρα μας, να μην επαρκούν για τους Ελληνες και να εισάγουμε από Καναδά, ΗΠΑ, Μεξικό, κ.α.».
Πάντως, υπάρχουν και τα παραδοσιακά ελληνικά πρoϊόντα που καλύπτουν την κατανάλωση των Ελλήνων και εξάγονται αλλά είναι αρκετά; Αυτά αφορούν τη φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147%, τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, το ρύζι (171%), στο μέλι και στα αβγά καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92% και 91% αντίστοιχα, ενώ στο ελαιόλαδο και στις ελιές η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, δεδομένου ότι η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δύο αυτά προϊόντα.
Ενα ακόμη ελληνικό προϊόν που εξάγεται είναι η μαύρη σταφίδα, την οποία εμπορεύεται και η εταιρεία τροφίμων Παπαδημητρίου (ελληνικό βαλσαμικό ξίδι Καλαμάτας, μουστάρδες, μαύρη σταφίδα Κορινθίας), η οποία έχει μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα και σκοπεύει να την αυξήσει καθώς στη χώρα μας η κατάσταση είναι προβληματική, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της κ. Χρ. Παπαδημητρίου. Βέβαια, κάποτε η Ελλάδα, συνεχίζει ο ίδιος «παρήγαγε και λευκή σταφίδα σε μεγάλες ποσότητες μαζί με την Τουρκία αλλά τώρα η παραγωγή έχει σταματήσει, λόγω κακής χρήσης των επιδοτήσεων και εισάγει από τη γειτονική χώρα. Πάντως, η μόνη λύση για την επιβίωση των ελληνικών εταιρειών είναι οι εξαγωγές».
Επιπλέον, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, για τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, προκύπτει ότι σήμερα η Ελλάδα είναι πλεονασματική στα ψάρια, στα φρούτα-λαχανικά και στα επεξεργασμένα έλαια, (καθώς και στον καπνό). Αντίθετα, η χώρα μας είναι ελλειμματική σε προϊόντα όπως κρέατα, γαλακτοκομικά, δημητριακά, ζάχαρη & προϊόντα μελιού, καφέ, τσάι και μπαχαρικά, φυτικά λάδια (αλλά και στις ζωοτροφές).
Από πλευράς εισαγωγών, μεταξύ των πρώτων 100 εισαγώγιμων προϊόντων συναντά κανείς 22 διατροφικά προϊόντα, συνολικής αξίας 2,09 δισ. ευρώ (ήτοι 6,48% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών). Και αν σε επίπεδο κορυφαίων διατροφικών προϊόντων παρατηρείται σχετική ισορροπία μεταξύ ελληνικών και ξένων προϊόντων, σε επίπεδο συνόλου το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό για τη χώρα μας.
Οπως τονίζει η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη «ο κλάδος των τροφίμων απέδειξε ότι είναι εξαιρετικά ανθεκτικός σε περιόδους κρίσεων και έχει θέσει ισχυρά θεμέλια σε μεγάλες αγορές. Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής αγορά εμπιστεύεται τα ελληνικά προϊόντα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να δημιουργήσουμε ένα κίνημα αυτοκατανάλωσης και ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων».

Η αγορά του κρέατος
Μια από τις πιο σημαντικές κατηγορίες τροφίμων που καταναλώνουν οι Ελληνες είναι το κρέας, όπου το μεγαλύτερο μέρος του εισάγεται και η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP, η εγχώρια ανθρώπινη κατανάλωση κρέατος το 2010 εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στους 905,3 χιλ. τόνους, μειωμένη κατά 0,9% έναντι του προηγούμενου έτους. Η καθαρή εγχώρια παραγωγή ανήλθε σε 503.300 τόνους το 2010, οι εισαγωγές σε 432.000 τόνους και οι εξαγωγές μόλις που άγγιξαν τους 30.000 τόνους.

Παράγουμε αρκετό κρασί, αλλά πίνουμε ουίσκι
Ενα είδος που μπορεί να καλυφθεί από την παραγωγή της Ελλάδας και μάλιστα εξάγεται είναι το κρασί. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΠΕ (Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών) η Ελλάδα παράγει 3 με 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει 3 εκατ. λίτρα ετησίως, ενώ εξήγαγε κρασί αξίας 54,5 εκατ. ευρώ το ενδεκάμηνο του 2011. Παρ’ όλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων, πραγματοποιήθηκαν και εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ το 2010, καθώς είναι στη φύση του καταναλωτή κρασιού να επιθυμεί να δοκιμάσει και άλλα είδη και ποικιλίες. Οσον αφορά γενικά τα ποτά, αναφέρεται ότι μπορεί το κρασί να καλύπτει τις ανάγκες των ελλήνων καταναλωτών, αλλά αυτοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ουίσκι (το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης ποτών, καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 42% το 2010, σύμφωνα με έρευνα της ICAP), το οποίο εισάγεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ