Πριν από πολλά χρόνια κάποιος είχε χαθεί στην επαρχία του Μεξικού και σταμάτησε να ρωτήσει έναν χωρικό πώς λεγόταν το χωριό στο οποίο είχε φτάσει. «Εξαρτάται» του απάντησε ο χωρικός. «Σε καιρό ειρήνης το λέμε «Σάντα Μαρία» και σε καιρό πολέμου «Ζαπάτα»».
Σε άλλους καιρούς, πιο ανέμελους, πιο «ειρηνικούς», η παράσταση του Σταύρου Ξαρχάκου, που ξεκίνησε την Παρασκευή στο θέατρο Ακροπόλ, θα μπορούσε να λέγεται «Ρεμπέτικη όπερα», αφού είναι και αυτό μια όπερα. Τώρα όμως, στους «πολεμικούς» καιρούς που ζούμε, είναι ένα «Αμάν Αμήν».
Αυτό το «Αμάν» που βγαίνει μέσα από την ψυχή των ανθρώπων και σημαίνει «έλεος», και που εδώ, σε αυτή την παράσταση, συναντά στο φινάλε, με έναν τρόπο εκπληκτικό, το «Αμήν» της προσευχής. Δηλαδή το «είθε, ας γίνει».
Συναντήσαμε τον Σταύρο Ξαρχάκο αφού παρακολουθήσαμε τη γενική πρόβα και μας εξήγησε: «Και το «Αμάν» και το «Αμήν» προέρχονται από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και βγαίνουν για να εκφράσουν τον ανθρώπινο πόνο, αλλά και την ελπίδα που δεν ακούγεται. Αυτό το συγκεκριμένο «Αμάν» είναι του πάθους και των παθημάτων. Ομως είναι και των ερωτημάτων, των εκπλήξεων και του θαυμασμού, του οργασμού της ψυχής και του σώματος». Και συνεχίζει: «Το «Αμήν» είναι της απόγνωσης αλλά και της προσευχής και υψώνεται σαν έσχατη απειλή. Αυτόν τον ήχο γι’ αυτό που χάνεται στη νόηση, στην παρανόηση και στην απελπισία που φέρνει αυτή η παρανόηση, τον είχα ακούσει καιρό πριν».
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη και από προχθές, 17 Φεβρουαρίου, ξεκίνησε για 20 παραστάσεις στην Αθήνα. Ο Σταύρος Ξαρχάκος έστησε και σκηνοθέτησε μια μουσική παράσταση με τραγούδια παλιά και νεότερα. Μέσα σε αυτή τη «λαϊκή Θεία Λειτουργία» – γιατί πρόκειται για πραγματική «Λειτουργία» – υπάρχουν τραγούδια με διαφορετικές θεματικές: του Χάρου, του τεκέ, της Ανατολής, της αγάπης, της φυλακής, της προδοσίας και της ξενιτιάς.
«Οι δικές μου μολότοφ είναι η τέχνη μου»
«Βλέπετε ότι υπάρχει πολλή «φωτιά» τριγύρω, τώρα που αποφασίσατε να ξαναπαρουσιάσετε για δεύτερη φορά, μετά από χρόνια, το «Αμάν – Αμήν»» του επισημαίνω. «Εγώ δεν έχω μολότοφ ούτε τανκς. Τα δικά μου όπλα είναι η τέχνη μου. Αυτή είναι οι δικές μου μολότοφ και τα τανκς μου και μέσα από αυτές μπορώ να εκφραστώ» απαντά ο συνθέτης. «Η παράσταση αυτή του «Αμάν Αμήν» είναι όντως μια «Λειτουργία» η οποία τελείται τώρα σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς για δεύτερη φορά».
Και οι δύο ήχοι που βγάζουν αυτές οι δύο λέξεις, το «Αμάν» και το «Αμήν», είναι ήχοι που προέρχονται από την Ανατολή και αυτό δημιουργεί έναν συνειρμό αυτή την εποχή, που φαίνεται να περνούν μια κρίση οι σχέσεις εμάς των Ελλήνων με μερικούς Ευρωπαίους. «Δεν ανήκουμε στη Δύση. Απλά η Δύση μάς χρωστάει. Μας χρωστάει πάρα πολλά, σχεδόν τα πάντα. Και θέλω να πω και κάτι ακόμη που έχω γράψει στο σημείωμα, για τις ανάγκες αυτής της παράστασης. Τώρα η Δύση του άγριου πολιτισμού που είχε να δώσει τόσο πολλά (μέσα από την αρχαιοελληνική της κληρονομιά, τη δική της αναγέννηση και τον δικό της διαφωτισμό), μένει βουβή μπροστά στον συντελούμενο αντιανθρωπισμό της που είναι γεμάτος μαύρη απόγνωση και ανελευθερία χωρίς να φαίνεται πουθενά ο δρόμος της σωτηρίας».
Πιστεύει όμως ότι έχουμε κάποια ευθύνη και εμείς οι Ελληνες, αφού εδώ και πολλά χρόνια έχουμε γίνει «μουγκοί» και δεν μιλάμε ουσιαστικά μεταξύ μας, και «κουφοί» αφού δεν ακούμε ο ένας τον άλλον; «Προφανώς έχουμε. Ομως εγώ απευθύνομαι στους ανθρώπους εντός και εκτός Ελλάδας. Σε όλους αυτούς τους σημερινούς και χθεσινούς «κουφούς» στους ανθρώπινους πόνους».
Η παράσταση, έτσι όπως την έχει σκηνοθετήσει ο Σταύρος Ξαρχάκος, είναι σαν ένας διαρκώς εναλλασσόμενος «πίνακας» ζωγραφικής. Το ξεκίνημα, για παράδειγμα, μας έφερε στο μυαλό εκείνη τη χαρακτηριστική εικόνα των εργατών από την ταινία «1900» του Μπερτολούτσι. «Ναι; Χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί δεν το είχα στο μυαλό μου. Και μιας και αναφέρεστε στη ταινία »1900», το θυμάμαι σαν να είναι τώρα που η πρεμιέρα της στην Αθήνα είχε γίνει στον κινηματογράφο Αττικόν, εδώ δίπλα. Σε έναν από τους τρεις κινηματογράφους που έβαλαν φωτιά οι κουκουλοφόροι την περασμένη Κυριακή».
Αυτός είναι ο μόνος χαρακτηρισμός που τους δίνει; Απλώς «κουκουλοφόροι»; «Τι άλλο; Αυτοί είναι υποκείμενα της πιο χαμηλής υποστάθμης. Αυτοί πήγαν εκεί για να κλέψουν και να λεηλατήσουν περιουσίες. Προφανώς οι συγκεκριμένοι δεν βγήκαν στους δρόμους για το μνημόνιο».
Αρα ούτε περιθωριακούς πρέπει να τους χαρακτηρίζουμε. Το «περιθώριο» παντού και πάντα δεν είχε κάποιες «αρχές»; «Φυσικά. Και οι ρεμπέτες ήταν «περιθωριακοί» άνθρωποι οι οποίοι όμως είχαν αρχές. Το πραγματικό, το «υγιές περιθώριο» έχει αρχές, δεν είναι σαν και αυτούς τους κουκουλοφόρους οι οποίοι ζητούσαν χρήματα από τον άνθρωπο, τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Αστυ, για να μην τον κάψουν. Οι ρεμπέτες, που ήταν υγιές περιθώριο, το μόνο που έκαναν ήταν να τραγουδάνε τους καημούς τους και τα βάσανά τους».
Από τον Βαμβακάρη ως τον Καλδάρα
Σε μια παράσταση όπου ο Σταύρος Ξαρχάκος «βλέπει» όλο το φάσμα του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι λογικό να είναι «παρόντες», μεταξύ άλλων, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πάνος Γαβαλάς και ο Απόστολος Καλδάρας. Μερικά από τα τραγούδια που ακούγονται έχουν πίσω τους μια πραγματική ιστορία, όπως το «Μες στης Πεντέλης τα βουνά» του Παγιουμτζή ή το «Πέντε Ελληνες στον Αδη» του Γιάννη Παπαϊωάννου.
«Στην παράσταση υπάρχουν τραγούδια τα οποία περιγράφουν μια πραγματική ιστορία, αλλά υπάρχουν και τραγούδια τα οποία ο κάθε θεατής μπορεί να ντύσει με όποια ιστορία φανταστεί ο ίδιος. Το «Καίγομαι», για παράδειγμα, είναι από αυτά τα τραγούδια» σημειώνει ο συνθέτης.
Παρεμπιπτόντως, το φινάλε που έχει επινοήσει στο τραγούδι «Καίγομαι» είναι υπέροχο: ένας εμπνευσμένος συνδυασμός ηπειρώτικου χορού και αρχαίας τραγωδίας: «Ο κυκλικός χορός ήταν πάντα ένας χορός που πάει να εξευμενίσει τα «πνεύματα» και το «κακό»».
«Εγώ εδώ και χρόνια τον άκουγα τον ήχο τον βαρύ του «Αμάν Αμήν» γι’ αυτούς που κάπνιζαν τους πόνους της ψυχής τους. Τώρα κάποιοι, στο συνεχές άκουσμα του ήχου της καταστροφής, δεν μπορούν να ακούσουν, έστω στην ύστατη ώρα, το «Αμήν», τον πόνο της ελληνικής ψυχής και της παγκόσμιας αγωνίας».
«Τα ρεμπέτικα περιφρονούν τον τρόμο και προκαλούν τη μοίρα»
Απ’ ό,τι αποδεικνύεται, το ρεμπέτικο τραγούδι μπορεί να δώσει μια παράσταση πολύ υψηλής τέχνης. «Το ρεμπέτικο ως μορφή τέχνης είναι τρόπος ζωής, και γι’ αυτό έχει αυτή τη διαχρονικότητα. Η ζωή κάνει κύκλους, οπότε είναι λογικό να βρίσκει κάθε τόσο μπροστά της το ρεμπέτικο ως τρόπο ζωής».
Δεν είναι όμως άλλο πράγμα το να έχει κανείς την τέχνη ως τρόπο ζωής και άλλο το να την έχει απλώς ως απασχόληση; Και η τέχνη του ρεμπέτικου μοιάζει να μην μπορεί να είναι μια απλή απασχόληση… «Οχι βέβαια. Αλλωστε τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια της ζωής των βασανισμένων από τον απάνθρωπο δυτικό μας πολιτισμό. Γι’ αυτό και εγώ τα ονομάζω «άγια τραγούδια»».
Ο Σταύρος Ξαρχάκος πιστεύει ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ακόμη μία απόδειξη ότι τελικά η ζωή δεν κατακτάται κυρίως με τη μόρφωση αλλά με την αμεσότητα. «Αν το σκεφτείτε, τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια που έχουν όραμα για μια καλύτερη ζωή και μια αιώνια νοσταλγία της ομορφιάς. Ταυτόχρονα – και αυτό είναι πολύ σημαντικό σήμερα – είναι τραγούδια που περιφρονούν τον τρόμο και προκαλούν τη μοίρα. Και όπως λέω και στο σημείωμά μου για την παράσταση, έχουν και μια ατάραχη αντιμαχία με τον θάνατο».
Αν θεωρήσουμε ότι ένα έργο τέχνης είναι μια βαθιά, ενδόμυχη ομολογία στην οποία προβαίνει κάποιος με το πρόσχημα μιας ανάμνησης, μιας εμπειρίας ή ενός γεγονότος, τι ακριβώς θέλει να δείξει μέσα από αυτή την παράσταση;
«Τον άκουγα τον ήχο της καταστροφής»
«Εγώ εδώ και χρόνια τον άκουγα τον ήχο τον βαρύ του «Αμάν Αμήν» γι’ αυτούς που κάπνιζαν τους πόνους της ψυχής τους. Τώρα κάποιοι, στο συνεχές άκουσμα του ήχου της καταστροφής, δεν μπορούν να ακούσουν, έστω στην ύστατη ώρα, το «Αμήν», τον πόνο της ελληνικής ψυχής και της παγκόσμιας αγωνίας».
Ενας καλλιτέχνης μέσα από το έργο του, άρα και μια παράσταση όπως αυτή, δεν μπορεί να τα βλέπει ούτε όλα μαύρα αλλά ούτε και όλα ρόδινα, διότι η ουσία της τέχνης πρέπει να είναι η δικαιοσύνη. «Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ακριβώς αυτό. Είναι τραγούδια του πάθους, του έρωτα, του αρώματος για ανθρώπινη και θεία δικαιοσύνη. Είναι και τα τραγούδια της αιώνιας αμφισβήτησης ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας».
Οι ερμηνευτές των τραγουδιών, από την εμβληματική Καίτη Ντάλη και τους πραγματικά υπέροχους Μαρία Σουλτάτου, Ηρώ Σαΐα, Νανά Μπινοπούλου, Ελίτα Κουνάδη, Κώστα Μαντζόπουλο, Κώστα Τσίγκο, Ζαχαρία Καρούνη, Μανώλη Πάππο και Ηρακλή Ζάκκα, είναι επιλεγμένοι με έναν τρόπο που δικαιολογεί απόλυτα και την παρουσία τους αλλά και τα τραγούδια για τα οποία τους επέλεξε ο Σταύρος Ξαρχάκος. «Ο Ζαχαρίας, για παράδειγμα, είναι ψάλτης. Είδατε λοιπόν πόσο ωραία συνδέει το βυζαντινό στοιχείο με το ρεμπέτικο;».
Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πάντα ταπεινός για να καταφέρει να ολοκληρώσει την αποστολή του μέσα από ένα έργο. Και ο Σταύρος Ξαρχάκος καταφέρνει κάτι εκπληκτικό στη διάρκεια αυτής της παράστασης. Να είναι ο μεγάλος παρών χωρίς να εμφανίζεται παρά μόνο στο φινάλε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ