Ο Μπακάρ, ο Iργάν και ο Μπερκάτ στη σκηνή του Εθνικού

Εξι ηθοποιοί, τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες, και τρεις μετανάστες, τρεις ξένοι, τρεις άνδρες («γιατί άνδρες μεταναστεύουν συνήθως»), από τη Συρία, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, που δεν είναι ηθοποιοί, συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία της παράστασης. Μέσα από μικρά προσωπικά κείμενα, μέσα από καλές και κακές εμπειρίες, μέσα από αναμνήσεις και μνήμες ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από την πόλη ή το χωριό τους για να βρουν κάπου αλλού «μια καλύτερη ζωή».

Ο Μπακάρ, ο Iργάν και  ο Μπερκάτ στη σκηνή του Εθνικού
Εξι ηθοποιοί, τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες, και τρεις μετανάστες, τρεις ξένοι, τρεις άνδρες («γιατί άνδρες μεταναστεύουν συνήθως»), από τη Συρία, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, που δεν είναι ηθοποιοί, συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία της παράστασης. Μέσα από μικρά προσωπικά κείμενα, μέσα από καλές και κακές εμπειρίες, μέσα από αναμνήσεις και μνήμες ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από την πόλη ή το χωριό τους για να βρουν κάπου αλλού «μια καλύτερη ζωή».
Κάποτε ήταν οι Ελληνες που πήγαν στην Αυστραλία, στην Αμερική, στον Καναδά, στη Γερμανία, στο Βέλγιο – και όταν γύρισαν πίσω ένιωσαν και πάλι ξένοι. Τώρα είναι οι «άλλοι», εκείνοι που ήρθαν στην Ελλάδα, πέρασαν και περνούν δύσκολα – δικαιολογημένα ή όχι. Ολοι μαζί συναντώνται τελικά πάνω στην ίδια γραμμή.
Τη γραμμή που τους ενώνει όταν βρίσκονται μακριά από την πατρίδα. Αποδεικνύοντας ότι ο ξεριζωμός και ο νόστος είναι έννοιες πανανθρώπινες και διαχρονικές.
Για τους Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, τους συγγραφείς που υπογράφουν και τη σκηνοθεσία στις «Πατρίδες», ήταν σαφές ότι οι τρεις ξένοι δεν έπρεπε να είναι ηθοποιοί, ούτε να μοιράζονται το ίδιο χρώμα ή την ίδια θρησκεία με εμάς.
Με τη βοήθεια των θεατρολόγων του Εθνικού Θεάτρου ήρθαν σε επαφή με ανθρώπους που ήθελαν να πουν τις ιστορίες τους.
Το «Συνεργείο» της Γιολάντας Μαρκοπούλου, ένας χώρος όπου συναντώνται άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες και μέσα από το θεατρικό παιχνίδι, επικοινωνούν μεταξύ του, εντόπισαν τον Μπακάρ, τον Ιργάν και τον Μπερκάτ – μουσουλμάνοι και οι τρεις. Γνώριζαν ήδη ελληνικά.
Μέσα από την επαναληπτικότητα των διηγήσεών τους καταγράφηκε η προσωπική περιπέτεια καθενός εξ αυτών.

«Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να μοιραστούν μαζί μας ακόμη και πολύ προσωπικά τους πράγματα. Δεν είχαν επιφυλάξεις, δεν φοβήθηκαν ν’ ανοιχτούν. Το γεγονός ότι θα βγουν στο προσκήνιο να πουν ό,τι βίωσαν φάνηκε πως ήταν πολύ σημαντικό».
Οπως και το να υποκλιθούν στο τέλος της παράστασης, για να δεχθούν ο Σύρος, ο Πακιστανός και ο Αφγανός το χειροκρότημα του κοινού.

Ημι-νόμιμοι
Ο Μπακάρ, ο Ιργάν και ο Μπερκάτ γνωρίζονταν προτού βρεθούν μαζί στο Εθνικό. Είχαν μοιραστεί την εμπειρία στο «Συνεργείο», κάποιες παραστάσεις στους δρόμους. Είχαν μοιραστεί επίσης τον φόβο, είχαν ζήσει το κυνηγητό. Είχαν τραγουδήσει, παίξει, γελάσει μαζί. Και τώρα, ανεβασμένοι στη σκηνή, στο σκηνικό ενός λιμανιού, ενός σταθμού, ανάμεσα σε βαλίτσες, στο transit μιας περιπέτειας, στο transit της ζωής, μοιράζονται με τους έλληνες ηθοποιούς την εμπειρία του μετανάστη που έφυγε από την Ελλάδα. Η οποία μοιάζει πολύ με τη δική τους, που ήρθαν στην Ελλάδα.
Στην πρόβα ο Μπακάρ, ο Ιργάν και ο Μπερκάτ υπακούν σε κάθε παρατήρηση των σκηνοθετών, σε κάθε διόρθωση.
Παρατηρούν και προσέχουν όλα όσα γίνονται επί σκηνής, είτε αφορούν τους ίδιους είτε τον υπόλοιπο θίασο.
Ευγνωμονούν την τύχη και τη συγκυρία που τους έφερε στο Εθνικό, αλλά νιώθουν ικανοποιημένοι και με τον εαυτό τους που τα κατάφεραν – ως τώρα τουλάχιστον.
Ημι-νόμιμοι και οι τρεις, με χαρτιά που τους επιτρέπουν να ζουν και να εργάζονται στην Ελλάδα, χωρίς ωστόσο να μπορούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό ή να επισκεφθούν τις πατρίδες τους, πιστεύουν στη χώρα που τους υποδέχθηκε.
Με απόψεις για την πολιτική στο θέμα της μετανάστευσης, θεωρούν ότι μπορούν να προσφέρουν: «Κοίτα να δεις όμως», μου λέει σε κάποια στιγμή ο Μπακάρ, «που τώρα η Ελλάδα περνάει δύσκολα…».

Βασισμένο σε γραπτά ντοκουμέντα
«Ντοκουμέντο» χαρακτηρίζουν ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου τις «Πατρίδες». «Ούτε μία λέξη δεν είναι επινοημένη από εμάς» υπογραμμίζουν και αναφέρουν τις πηγές από τις οποίες άντλησαν το υλικό τους, ξεκινώντας από τα βιβλία που αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο της δουλειάς τους. Πρώτα στη λίστα τα «Ελληνες εργάτες στη Γερμανία» (1974) και «Οπου κι αν είμαι, ξένος» (2000) του Γιώργου Ματζουράνη, όπου οι «ήρωές του» μιλούν εν θερμώ, χωρίς να προσέχουν τα λόγια τους, αγράμματοι ίσως, με την αφέλεια και τις λεπτομέρειες να συνοδεύουν γράμματα και αναμνήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα περιλαμβάνει επίσης υλικό από ντοκυμαντέρ και έρευνες που έχουν καταγράψει το ελληνικό κύμα μετανάστευσης του παρελθόντος, καθώς και αποσπάσματα από μυθιστορήματα και διηγήματα. Τέλος, χρησιμοποιήθηκε και η ιδιόχειρη ανέκδοτη βιογραφία του παππού της ηθοποιού Ελένης Κοκκίδου (που συμμετέχει στον θίασο), Δημητρίου Παπούλια, με κείμενα δικά του και ενός άλλου έλληνα μετανάστη, του Γεωργίου Μαντά. Οσο για το σύγχρονο πρόσωπο της μετανάστευσης που γνωρίζει η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, πηγή στάθηκε το αυτοβιογραφικό υλικό των τριών ξένων που αφηγούνται τη ζωή τους στις «Πατρίδες».

ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥΣ:

Μπακάρ Χουσεΐν αλ Μπακάρ,
Σύρος, 28 ετών, 7 χρόνια στην Ελλάδα
«Όταν πεινάς, πονάς»
«Στην Ελλάδα κατάφερα να μπω τη δεύτερη φορά. Πρώτα είχε έρθει ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Τον ακολούθησα λίγο μετά. Την πρώτη φορά με έπιασαν στην Τουρκία, πήγα φυλακή και μετά με έστειλαν πίσω στη Συρία. Ξανάφυγα και τελικά κατάφερα να φθάσω στον Εβρο. Με ένα φουσκωτό μπήκαμε στο ποτάμι και συνεχίσαμε μέσα από τις λάσπες ή με τα πόδια. Ηταν πολύ δύσκολο. Εζησα την πείνα. Η πείνα έχει πόνο. Οταν πεινάς, πονάς. Το θέατρο μου άρεσε πάντα και εδώ παρακολουθώ παραστάσεις. Εγώ θέλω να ζήσω εδώ, αλλά θέλω να μπορώ να πηγαίνω να βλέπω τους δικούς μου στη Συρία. Γι’ αυτό και πήγα σχολείο, έμαθα ελληνικά. Θα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η άλλη μου δουλειά είναι υδραυλικός και ψυκτικός… Τον έχω νιώσει τον ρατσισμό. Βλέπω τους ανθρώπους στο λεωφορείο να απομακρύνονται από μένα, μήπως και με ακουμπήσουν. Μαζεύονται όταν μας βλέπουν. Είχα ένα κορίτσι, την Κατερίνα, που δεν ήθελε να με δείχνει, γιατί ντρεπόταν για μένα. Χώρισα. Είμαι κι εγώ άνθρωπος, αλλά οι άλλοι δεν το βλέπουν έτσι».

Αρίφ Μουχαμάντ Ιργάν,

Πακιστανός, 30 ετών, 6 χρόνια στην Ελλάδα
«Ψάχνω, ψάχνω συνέχεια»
«Τους πρώτους έξι μήνες που ήρθα στην Ελλάδα δεν είχα τίποτα και φυσικά ούτε χαρτιά. Η αστυνομία με κυνηγούσε στους δρόμους. Εμενα και εγώ μαζί με πολλούς άλλους μέσα σε ένα δωμάτιο. Μετά ήρθε και ο αδελφός μου. Δούλεψα μαρμαράς. Υστερα πήγα στα χωράφια, στην επαρχία. Δούλεψα και σε αποθήκη με έπιπλα. Τα τρία τελευταία χρόνια δούλευα σε αποθήκη με ρούχα – καλά ρούχα, γνωστές μάρκες. Από το 2010 μπήκα στον ΟΑΕΔ. Παράλληλα μαθαίνω ελληνικά… Είδα μια μέρα μια παράσταση από το »Συνεργείο» στον δρόμο. Αυτό ήταν. Στη ζωή μου λέω πάντα μια φράση. «Try, try again». Και ψάχνω, ψάχνω συνέχεια. Δεν κάθομαι να περιμένω. Με το »Συνεργείο» άνοιξε μια πόρτα. Μου αρέσει πολύ το θέατρο, έχω πάρει μέρος και σε ταινίες, όπως στη «Λούφα»… Προσωπικά δεν με έχουν πειράξει ποτέ. Αλλά δεν τριγυρνώ κιόλας. Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Το Σαββατοκύριακο πάω στο τζαμί. Μένω στο Αιγάλεω, κάνω παρέα και με Ελληνες. Θέλω να μείνω εδώ. Πριν από αυτό όμως θέλω να γυρίσω στην πατρίδα μου, να μου βρει ο μπαμπάς μου γυναίκα, όπως το συνηθίζουμε, να παντρευτώ και να γυρίσω εδώ μαζί της».

Μπερκάτ Χοσεϊνί,
Αφγανός, 24 ετών, 7,5 χρόνια στην Ελλάδα
«Το ίδιο άνθρωποι είμαστε»
«Ηρθα πολύ δύσκολα. Δούλεψα σε οικοδομές, έκανα οτιδήποτε. Από το 2011 είμαι στο »Συνεργείο» της Γιολάντας Μαρκοπούλου. Θέλω να πω στον κόσμο ότι δεν είμαστε όλοι οι μετανάστες το ίδιο. Μπορεί να είμαστε ξένοι, αλλά όχι, δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Το λέω και το υπογράφω. Και αυτό το κατάλαβα μετά από εκείνο το περιστατικό που συνέβη τον περασμένο Μάιο, όταν σκότωσαν για μια βιντεοκάμερα τον άντρα της εγκύου. Για μία εβδομάδα δεν βγήκα από το σπίτι. Και όταν πια βγήκα, νόμιζα ότι όλοι με κοιτούσαν, ακόμη κι από μακριά, και φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ. Και ήθελα να κρυφτώ. «Βρωμιάρη ξένε, γιατί ήρθες εδώ;» τους ακούω να μου λένε. Αλλά εγώ δεν θέλω να τους ακούω και δεν τους ακούω… Θέλω να τους πω ότι το ίδιο άνθρωποι είμαστε κι εμείς. Γι’ αυτό κι εγώ τους το λέω με τον δικό μου τρόπο. Θέλεις να σου πω; Ουρανός και θάλασσα έχουν το ίδιο χρώμα. Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι στο ίδιο χώμα».

πότε & που
«Πατρίδες» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Παίζουν: Θανάσης Ευθυμιάδης, Ελένη Κοκκίδου, Ταξιάρχης Χάνος, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Παναγιώτης Τσεβάς, Σταύρος Καραγιάννης, Μπακάρ Χουσεΐν αλ Μπακάρ, Αρίφ Μουχαμάντ Ιργάν, Μπερκάτ Χοσεϊνί.
Πρεμιέρα στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου την Τετάρτη στις 21.00. Ως τις 13 Μαΐου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.