«Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεώνει την Ελλάδα σε ακραία λιτότητα – πράγμα που θα μπορούσε να βυθίσει τη χώρα στην άβυσσο» γράφει σε άρθρο του στη “Sueddeutsche Zeitung” ο εκ των πέντε «σοφών» οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης Πέτερ Μπόφινγκερ.
Ο Πέτερ Μπόφινγκερ επισημαίνει τον κίνδυνο ενός απροσδόκητου και μεγάλης έκτασης οικονομικού και πολιτικού γεγονότος στην Ελλάδα, που μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το σύνολο της ευρωζώνης. Αν επιδιώκεται η αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου, θα πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες και να προσδιοριστεί, εάν η θεραπεία της τρόικα απέτυχε ή εάν ευθύνεται ο ασθενής για την απροθυμία του να τη δεχθεί.
Ο γερμανός «σοφός» δεν πιστεύει ότι η αποτυχία βαραίνει την Ελλάδα, καθώς μια ψύχραιμη ανάγνωση των σχετικών εκθέσεων του ΔΝΤ οδηγεί στη διαπίστωση ότι η χώρα έχει υλοποιήσει με συνέπεια μεγάλο τμήμα των επιβαλλόμενων μέτρων. Για ποιο λόγο, όμως, δεν επετεύχθη δραστικότερη μείωση του ελλείμματος; Επειδή τα έσοδα και οι δαπάνες ενός κράτους δεν εξαρτώνται μόνο από το ύψος των φορολογικών συντελεστών και από τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων.
Εξαρτώνται, επίσης, από το πώς εξελίσσεται η οικονομία. Στο σημείο αυτό οι προβλέψεις του ΔΝΤ παραήταν αισιόδοξες, καθώς η συνολική ύφεση για τα έτη 2010 – 2012 ανήλθε στο 12%, έναντι του προβλεπόμενου 5,5%. Εάν συνυπολογιστεί η ύφεση, η μείωση του ελλείμματος σκαρφαλώνει στο 11% τη διετία 2009 – 2011, κάτι που δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα κανένα άλλο κράτος.
Αξιόλογες θεωρεί ο Μπόφινγκερ και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί μέχρι στιγμής στο ασφαλιστικό, στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και του τομέα των μεταφορών, στην άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη επιχειρηματικών και την επιτάχυνση των επενδυτικών δραστηριοτήτων. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλα που μπορούν να γίνουν στο τομέα τη φορολογίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί από τη μία μέρα στην άλλη.
Η καταστροφική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί κατά συνέπεια να χρεωθεί πρωταρχικά στην ελλιπή προθυμία της χώρας για εφαρμογή προγραμμάτων δημοσονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη του, η δεινή θέση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στην ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας από το ΔΝΤ, που δεν έχει εφαρμοστεί σε τέτοια κλίμακα σε καμία άλλη χώρα, όπως αναγνωρίζει και το ίδιο το ΔΝΤ. Επιπλέον δυσκολίες προκαλεί στην Ελλάδα η μη δυνατότητά της να υποτιμήσει το νόμισμά της, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις εφαρμογής σκληρών προγραμμάτων λιτότητας.
Το αποτέλεσμα της «θεραπείας» είναι οικονομική ύφεση που έχει να σημειωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά την πενταετία 2007 – 2012 κατά 15%, ενώ οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 50%, γεγονός που είχε άμεσο αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της χώρας. Το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα λιτότητας οδήγησε σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης, ώστε να συρρικνώνονται οι πιθανότητες επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Τα μέτρα, που αποφασίστηκαν τώρα, ήτοι η μείωση του κατώτατου μισθού, οι περικοπές στις συντάξεις και οι απολύσεις 15.000 εργαζομένων στο Δημόσιιο θυμίζουν τα μοιραία μέτρα που ελήφθησαν από τον Καγκελάριο Χάινριχ Μπρίνινγκ τη διετία 1930 – 1932 στη Γερμανία. Τα μέτρα αυτά θα μειώσουν ακόμη περισσότερο την κατανάλωση επιβαρύνοντας περαιτέρω τα δημοσιονομικά και την ανταγωνιστικότητα.
Η διέξοδος βρίσκεται στην αναθεώρηση αυτής της συνταγής και στον τερματισμό των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής μέχρις ότου η οικονομία πετύχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η επιλογή αυτή μπορεί να οδηγήσει προσωρινά σε αύξηση του ελλείμματος, που θα πρέπει να συγχρηματοδοτηθεί με αλληλεγγύη από τα άλλα κράτη της ΕΕ. Οι διαρθρωτικές μεταρυθμίσεις πρέπει, ωστόσο, να εφαρμοστούν με συνέπεια, αλλά θα πρέπει να εξευρεθεί επειγόντως τρόπος για διάθεση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ώστε να δοθούν πραγματικά κίνητρα για ανάπτυξη.
Απαντώντας στις αντιρρήσεις των γερμανών φορολογουμένων, ο Μπόφινγκερ τούς καλεί να αναλογιστούν τις ολέθριες πιθανές επιπτώσεις μιας κατάρρευσης της δημόσιας και οικονομικής ζωής της Ελλάδας. Η επιλογή να δοθεί ένα «τέλος με τρόμο», που θέλει τους Γερμανούς να μη συμμετέχουν πλέον στη διάσωση της Ελλάδας, αποτελεί αυταπάτη. Και σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα των 11 εκ. κατοίκων θα συνεχίζει να υπάρχει στον ευρωπαϊκό χάρτη. Η ΕΕ δεν θα μπορεί να στέκεται αδιάφορη, εάν παρουσιαστούν φαινόμενα αναρχίας, πείνας και σοβαρότατων ελλείψεων στον τομέα της Υγείας. Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο να πραγματοποιηθεί τώρα μία αλλαγή στρατηγικής αντί να υποστεί κανείς το κόστος της πολιτικής του καγκελάριου Μπρίνιγκ επί δεκαετίες.
Ο Μπόφινγκερ τονίζει, τέλος, ότι οι Έλληνες αξίζουν να λάβουν και στη συνέχεια στήριξη παρά το ότι μένουν ακόμη πολλά να γίνουν. Έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για βελτίωση της κατάστασης στη χώρα τους. Εάν αυτή η προσπάθεια δεν είχε τα προσδωκόμενα αποτελέσματα, φταίει η εφαρμοζόμενη «θεραπεία», καθώς υποτιμήθηκαν παντελώς οι κίνδυνοι για το «κυκλοφορικό» του ασθενούς.