Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο στον κ. Αλέκο Αλαβάνο και τους συμπορευόμενους του να δουν με μεγαλύτερη προσοχή τις δημόσιες θέσεις του Βίκτωρος Ουγκώ. Θα ήταν φτηνή εκ μέρους μας η αναφορά στην προλεταριακή εξέγερση του 1848, όπου ο λογοτέχνης πήρε μέρος ενισχύοντας την εθνοφρουρά ενάντια στους ξεσηκωμένους εργάτες. Θα ήταν φτηνή γιατί το μετάνιωσε. Αφήνουμε τα περιστατικά για να πιάσουμε το ζουμί της σκέψης του. Ο Βίκτωρ Ουγκώ αφιερώθηκε στο δίπολο επανάσταση-πολιτισμός. Δεν ήταν υποστηρικτής της λογικής «τα σπάζουμε και σφάζουμε» έτσι για να περνάει η ώρα ούτε αποδεχόταν τα άνευ στόχου ξεσπάσματα οργής. Επεισόδια σαν τα προχθεσινά τα έβρισκε «αξιοθρήνητα» και τη βία των οδοφραγμάτων «απεχθή». Τόνιζε δε ότι οι καταστροφές πρέπει να καταδικάζονται από όποια πλευρά κι αν έχουν προκληθεί. Σε αυτό το πλαίσιο ο ρομαντικός στοχαστής κατάγγειλε την καταστροφή των τυπογραφείων από τα κυβερνητικά στρατεύματα, που έγινε με στόχο να μην τυπώνουν οι προλετάριοι προκηρύξεις.
Ο επικεφαλής του «Μετώπου Αλληλεγγύης» αποδέχεται ως φυσική αντίδραση των νέων τον εμπρησμό του «Αττικόν». Σαν να έχουν το ακαταλόγιστο επειδή είναι απελπισμένοι. Τι θα έλεγε σήμερα ο κ. Αλαβάνος αν ήταν άλλοι οι δράστες της καταστροφής; Αν τα ΜΑΤ είχαν κάψει τυπογραφεία; Αν επισήμως οι αστυνομικοί, με τις στολές τους, έμπαιναν στα βιβλιοπωλεία κι άναβαν φωτιές, αν έκαιγαν κινηματογράφους; Μάλλον θα αντιδρούσε διαφορετικά. Θα θυμόταν τον πολιτισμό, τη σημασία του κινηματογράφου στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, την αισθητική αξία ενός ιστορικού κτηρίου. Αν η αστυνομία είχε κάψει επισήμως το σινεμά, ο κ. Αλαβάνος θα έλεγε ότι το κράτος περιορίζει την πρόσβαση του λαού στον πολιτισμό. Επειδή όμως οι δράστες είναι κουκουλοφόροι, η βία γίνεται αποδεκτή. Δύο μέτρα και δυο σταθμά. Καλά πάντως τα έλεγε ο ποιητής. Οι επαναστάτες έχουν ανάγκη τους δυστυχείς. «Δεν πετύχατε τίποτε όσο το πνεύμα της επανάστασης έχει βοήθημα τη δυστυχία του κόσμου. Δεν πετύχατε τίποτε όσο στο έργο της καταστροφής και του σκότους, που συνεχίζει υπογείως, ο κακός άνθρωπος έχει ως μοιραίο σύμμαχο τον δυστυχισμένο άνθρωπο».