«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία(*) ενός μεγάλου Γερμανού καλλιτέχνη και φιλέλληνα, που έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Δράματος μέσω του Λυρικού Θεάτρου. Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία το 1813 και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία. Μετά απ’ αυτόν, τίποτα στην όπερα –αλλά ίσως και στην Τέχνη γενικότερα- δεν ήταν ίδιο! Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες…) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου.
Σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα»), αναβάθμισε τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (νοοτροπία απ’ την οποία, δυστυχώς, δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι!) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, ανάλογου με τον χορό στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο. Η υστεροφημία του αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή ένας παράφρων δικτάτορας έτυχε να συμπαθεί, σε βαθμό ψύχωσης, τη μουσική του! Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, μεγαλύτερη του δέοντος σημασία στον «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα που τον καταδιώκει ακόμα, βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») που έγραψε για να εκφράσει το σύμπλεγμα που τον διακατείχε έναντι της καλλιτεχνικής επιτυχίας μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής, όπως ο Μέντελσον και ο Μέγιερμπερ. Όμως, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ανέθεσε τη διεύθυνση της τελευταίας –και κορυφαίας- όπεράς του, Πάρσιφαλ, στον νέο και ταλαντούχο Χέρμαν Λεβί, με τον οποίο ανέπτυξε στενή προσωπική φιλία, παρά την λυσσώδη αντίδραση των αντισημιτικών κύκλων της εποχής (και, ενδεχομένως, την μη-εκφρασμένη αντίθεση και της ίδιας του της συζύγου, της Κόζιμα Λιστ!).
Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ (όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του) στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού.
Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Δυστυχώς, τον πρόδωσαν οι κατοπινές γενιές των Ελλήνων… Και τον προδίδουν ακόμα οι κατοπινές γενιές των Γερμανών!
(*) Richard Wagner, “My Life” (Αγγλική Έκδοση, Cambridge University Press, 1983). (Η μετάφραση του αποσπάσματος έγινε από τον γράφοντα.)