Ο δολοφόνος αισθανόταν ασφαλής. Λίγο μετά τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας βάζει το γραμμόφωνο να παίζει. Όμως ο εφησυχασμός δεν είναι δικαιολογημένος. Ο κίνδυνος καραδοκεί. Έξω από το παράθυρο του δωματίου του, τρεις άντρες παρακολουθούν άγρυπνα το δράμα. Και στο διπλανό χολ, δυο αστυνομικοί, ο ένας με ένα δίχτυ, ο άλλος με ένα ρόπαλο στο χέρι, ετοιμάζονται να τον συλλάβουν.
Θα πέσει στα δίχτυα τους ο «απειλούμενος δολοφόνος», όπως λέγεται ο ήρωας αυτού του πίνακα; Ή έχει κάποιο σατανικό σχέδιο, με το οποίο θα μπορέσει τελικά να τους ξεφύγει;
Το πιο πιθανό είναι, ότι θα μείνουμε με την απορία. Όχι μόνο επειδή ο δημιουργός του πίνακα, ο βέλγος ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ, δεν προδίδει τη συνέχεια. Αλλά και επειδή τα στοιχεία που συνθέτουν το έργο κάνουν αδύνατη κάθε λογική απάντηση.
Από πότε, για παράδειγμα, συλλαμβάνουν οι αστυνομικοί τους δολοφόνους (εκτός και αν είναι Κλουζώ) με δίχτυα και ρόπαλα, και όχι με χειροπέδες και ρεβόλβερ;
Πως είναι δυνατόν, οι μάρτυρες του εγκλήματος να αιωρούνται σαν μπαλόνια μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού;
Και γιατί να μην μπορεί ο ζωγραφιστός εγκληματίας να ξεγλιστρήσει από τα χέρια των διωκτών με τον ίδιο απίστευτο τρόπο που το έκανε και το πρότυπο του ζωγράφου, ο «Φαντομάς», ο ήρωας μιας σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν στο γαλλόφωνο χώρο κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο;
Κεφάτοι γρίφοι
Ο Μαγκρίτ είναι ο μαέστρος της απορικής σκέψης, εκείνης δηλαδή που θέτει εξ ορισμού αναπάντητα ερωτήματα.
Ο Μαγκρίτ ήταν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σουρεαλισμού, του σημαντικότερου καλλιτεχνικού ρεύματος του μεσοπολέμου. Η αφετηρία του ήταν, επιστημονικά, η ψυχαναλυτική θεωρία του Σίγκμουντ Φρόιντ, καλλιτεχνικά, μια φράση του γάλλου συγγραφέα ντε Λοτρεμόν: «Ωραίο, όπως η τυχαία συνάντηση μιας ομπρέλας με μια ραπτομηχανή πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι».
{{{ moto }}}
Από το συνδυασμό τους γεννήθηκε μια νέα αισθητική, που δεν πηγάζει πλέον – όπως ήταν μέχρι τότε ο κανόνας – από την αρμονική σύζευξη όμοιων στοιχείων, αλλά από τη συνάντηση ανόμοιων, η σύγκρουση των οποίων βγάζει, όπως έλεγε ο Μάξ Έρνστ, «σπίθες ποίησης».
Αλλά και σύγχυσης. Ο συσχετισμός εντελώς ετερόκλητων πραγματικοτήτων, που είναι το σήμα κατατεθέν των έργων, προσβάλει βίαια τις αισθήσεις μας, θέτοντας υπό αίρεση τον συνήθη τρόπο ανάληψης των πραγμάτων και τις καθιερωμένες έννοιες που έχουμε γι’ αυτά.
Παράδειγμα, ο πίνακας «Οι προσωπικές αξίες»: Στους τοίχους ενός υπνοδωματίου έχει μπει ο ουρανός, ενώ μικρά αντικείμενα, όπως μια τσατσάρα, ένα πινέλο ξυρίσματος, ή ένα σπίρτο, έχουν ξεπεράσει σε μέγεθος το κρεβάτι.
Κομπλεξικά μικρά αντικείμενα που παριστάνουν τους γίγαντες; Ίσως. Χωρίς αυτά όμως θα μέναμε, ως θεατές, καταδικασμένοι στην ανία μιας συμβατικής κρεβατοκάμαρας.
Σκεπτόμενα όνειρα
Η μέθοδος του ορθόδοξου σουρεαλισμού, όπως τον είχε διατυπώσει ο Αντρέ Μπρετόν, ήταν παρμένη από το όνειρο: ελεύθεροι συνειρμοί, παιχνίδι με τη σκέψη, αυτόματη γραφή.
Ταυτόχρονα βέβαια αξιοποιούσε και ο ίδιος τους βασικούς μηχανισμούς λειτουργίας του ονείρου, όπως τη συμπύκνωση και τη μετάθεση των εικόνων.
Έτσι παρήγαγε τα περίφημα «σκεπτόμενα όνειρα» που έχουν ρεαλιστικό περιεχόμενο.
Αν και κομουνιστής, ο Μαγκρίτ απέφευγε να εκπονήσει μεγαλεπήβολες «ρεαλιστικές ουτοπίες» (Ερνστ Μπλοχ) για την οικονομία και το κράτος – είτε επειδή του έλειπε η φαντασία, είτε οι κατάλληλες γνώσεις γι’ αυτό.
Το πιθανότερο είναι όμως, ότι του έλειπε το ενδιαφέρον. Ο ίδιος ζούσε μόνο στο εδώ και τώρα. Γι’ αυτό και η κριτική του στρεφόταν αποκλειστικά κατά των κλισέ και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο.
Η προδοσία των εικόνων
Από πρώτη ματιά, όπως ειπώθηκε, τα έργα του Μαγκρίτ είναι εύληπτα, παιχνιδιάρικα. Η δυσκολία αρχίζει με τη δεύτερη ματιά, όταν αρχίζει να γίνεται αντιληπτό, ότι τα αινίγματα δεν είναι απλώς «στημένα», αλλά αποτελούν οργανικό στοιχείο της πραγματικότητας.
Πάνω στον πίνακα, τα αινίγματα είναι εικονογραφημένα. Ο Μαγκρίτ τα ανέλυε όμως και θεωρητικά. Προς το σκοπό αυτό είχε στενή επαφή με τους κορυφαίους θεωρητικούς της σημειολογίας και γλωσσολογίας, όπως τον Μισέλ Φουκό.
Ο χωρισμός των εκθεμάτων σε μπλοκ με θεματικό και μορφολογικό περιεχόμενο κάνει πιο προσιτό το από άποψη αρχής «απρόσιτο» νόημά τους.
Μερικά παραδείγματα:
*Οι «ομιλούσες εικόνες», με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα έναν πίνακα με μια πίπα στη μέση και την επιγραφή από
Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για ένα «εικαστικό δοκίμιο» με δυο επίπεδα: Στο πρώτο, η εικόνα και η ονομασία ενός αντικειμένου πηγαίνουν μαζί, συνιστούν δηλαδή απλώς διαφορετικές όψεις του ίδιου πράγματος.
Στο δεύτερο επίπεδο αυτό αλλάζει: Το αντικείμενο, η εικόνα και το όνομα μετατρέπονται σε εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους οντότητες. Η ανεξαρτητοποίηση αυτή οδηγεί στην «προδοσία των εικόνων» (και των ονομάτων) έναντι του αντικειμένου.
*«Εικόνες μέσα στις εικόνες» που όπως η «Έμμονη Ιδέα» συνδυάζουν απεικονίσεις της πραγματικότητας με απεικονίσεις των απεικονίσεων της πραγματικότητας. Αυτό διπλασιάζει το αίνιγμα, αλλά το κάνει και πιο συνειδητό.
Σε ιδιαίτερο μπλοκ έχει τεθεί η σειρά «Το βασίλειο του φωτός», που έχει ως κύριο θέμα την συνύπαρξη, ή, καλύτερα, την πορεία της ημέρας μέσα στη νύχτα σε έναν και μοναδικό πίνακα, καθώς και οι πίνακες «Vaches» (Αγελάδες) από το 1948, που στρέφονται ευθέως εναντίον των ορθόδοξων σουρεαλιστών.
Ο Μαγκρίτ αναζητούσε παθιασμένα το άγνωστο, το «μυστήριο της πραγματικότητας», όπως το αποκαλούσε. Όχι το μυστικό πίσω από τα πράγματα, αλλά εκείνο στην πρόσοψή τους, που εκτίθεται άμεσα στη ματιά μας.
Μόνο που είχε μεγάλες δυσκολίες να το εντοπίσει στην καθημερινή ζωή. Το κυριότερο εμπόδιο γι’ αυτό, έλεγε, ήταν η υπεροργάνωση του σύγχρονου κόσμου.
Γι’ αυτό και ενίοτε φρόντιζε να το επαναφέρει ο ίδιος στην πραγματικότητα. Έργα, όπως «Ο θεραπευτής» (ένα αντίγραφό του σε γλυπτή μορφή βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας) είναι μπολιασμένα με τόσα πολλά απρόοπτα, που, όπως τόνιζε ο ίδιος, «τα κάνει αμέσως μυστηριακά».
Γενικά πάντως, έλεγε, και το πιο λείο
Ο τελευταίος ήταν κατά τα άλλα το πρότυπο του Μαγκρίτ και στον τρόπο ντυσίματος: Σκούρο κοστούμι, γραβάτα, κυλινδρικός πίλος – το σήμα κατατεθέν του εύπορου μικροαστού στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα.
Ο Μαγκρίτ κάνει το αντίθετο: ολοκληρώνει μια διήγηση χωρίς να έχει ποτέ τη λύση. Ούτε έτοιμη, ούτε υπό προετοιμασία. Το μυστήριο φαίνεται να έχει στοιχειώσει για πάντα στα έργα του – αδύνατο να εξορκιστεί, όσο υπάρχει πραγματικότητα.
Η έκθεση «Μαγκρίτ» στη γκαλερί «Albertina» της Βιέννης διαρκεί ως τις 26 Φεβρουαρίου.
Σύντομη βιογραία του Ρενέ Μαγκρίτ: Σουρεαλιστής κομμουνιστής κόντρα στον σουρεαλιστικό κομμουνισμό
1913: Γνωριμία με την Ζωρζέτ Μπερζέρ, η οποία έμελλε να γίνει μούσα, μοντέλο, σύζυγος και κληρονόμος του.
1916-1918 σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών.
1923: Πώληση του πρώτου του πίνακα, ένα πορτρέτο της τραγουδίστριας Εβελίν Μπρελιά.
1927: Η πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί των Βρυξελλών «Le Centaure».
1927-1930: Μετακόμιση στο Παρίσι, όπου μυείται στο σουρεαλισμό.
1930: Επιστροφή στις Βρυξέλλες, τις οποίες δεν εγκαταλείπει πλέον μέχρι το θάνατό του. Η παλέτα του είναι στημένη στην τραπεζαρία του οικογενειακού διαμερίσματος στη Rue Esseghem 135 δίπλα από την κουζίνα της Ζωρζέτ. Συνεχής επικοινωνία όταν αυτός ζωγραφίζει και εκείνη μαγειρεύει.
1929-1966: Το 1929 μπαίνει στο κομουνιστικό κόμμα, από το οποίο αποχωρεί λίγους μήνες αργότερα. Αυτό επαναλαμβάνεται συχνά ως τα γεράματά του. Η κομματική ηγεσία αποκρούει τα σχέδιά του για κομματικές αφίσες – δείχνοντας έτσι ότι ήταν πιο σουρεαλιστική από τους σουρεαλιστές.
1950: Διεθνής αναγνώριση. Ο Μαγκρίτ ήταν ο ποπ-καλλιτέχνης ανάμεσα στους σουρεαλιστές. Αργότερα αναγνωρίζεται και από τους πραγματικούς ποπ ως ο μεγάλος πρόδρομος τους.
1955: Οι ντουλάπες της Ζωρζέτ υπερεκχειλίζουν από πίλους.
1956: Κερδίζει το βραβείο Guggenheim στο Βέλγιο.
1957: Πίλοι γεμίζουν και τα ράφια της κουζίνας.
1967: Θάνατος από καρκίνο στις Βρυξέλλες.