Τα τσιγάρα έχουν ανάψει, το ίδιο και η κουβέντα. «Ποιος ήταν ο πρώτος αγανακτισμένος, ρε; Ξέρεις, ρε, ποιος ήταν;» αναρωτιέται με φανερή αγανάκτηση ένας κύριος με παχύ μουστάκι μέσα στην παγωνιά. Η απάντηση έρχεται από ένα ηχείο δίπλα του, καθώς ένας καημός του παρελθόντος με μακρόσυρτο, περίτεχνο «α» υπογραμμίζει την κουβέντα του. Δίπλα του, ένας άλλος κύριος φιλοσοφεί καθώς το χνώτο του βγαίνει παγωμένο: «Ο άνθρωπος έκανε θόρυβο με τη σιωπή του, όχι με τη φωνή του. Η σιωπή ήταν πιο δυνατή από τη φωνάρα του». Πρόσωπα σκεπτικά, λίγη σιωπή και συγκατάβαση. Μιλώντας για το σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη στη Νέα Ιωνία που είναι παρατημένο και δεν έχει γίνει «ακόμη μνημείο», κάποιος αγανακτεί με τον παλιομοδίτικο τρόπο, τότε που ακόμη υπήρχε κράτος για να κατηγορήσει κανείς: «Πού είναι το κράτος; Πού είναι οι αξίες; Πού είναι η Μαρινέλλα; Γιατί δεν λέει κουβέντα πια; Εχει ξεχάσει ποιος την ευεργέτησε;» ξεσπά, πηγαίνοντας την κουβέντα σε άλλο επίπεδο. Οι μυρωδιές από την κουζίνα φτάνουν έξω από την ταβέρνα μπερδεμένες. Τσίκνα, πατάτα και σαλάτα. Με 20 ευρώ, το κρασί σερβίρεται χωρίς όριο. Κόκκινο, λευκό, ροζέ. Η ορχήστρα κουρδίζει τα όργανα. Τα τσιγάρα ανάβουν, το γλέντι αρχίζει,οι διηγήσεις σταματούν. Οσο γίνεται να σταματήσουν οι διηγήσεις στις προετοιμασίες του «1ου Συνεδρίου Στέλιος Καζαντζίδης».

Η λέξη «συνέδριο» είναι αλήθεια ότι ακούγεται περίεργα δίπλα στο όνομα «Στέλιος Καζαντζίδης». Μοιάζει λίγο παράταιρη, για κάποιους κωμική, για άλλους ενδιαφέρουσα. Ο Νικόλαος Παναγόπουλος, οργανωτής του επερχόμενου συνεδρίου, προσπαθεί να εξηγήσει τι ακριβώς θέλει να κάνει: «Δεν υπάρχει άλλος καλλιτέχνης με τόση μετά θάνατον αποδοχή. Οι σύλλογοι φίλων Στέλιου Καζαντζίδη είναι εκατοντάδες σε όλη την Ελλάδα. Μόνο αυτοί που έχουν καταμετρηθεί είναι 140, υπάρχουν σίγουρα και άλλοι, ανεπίσημοι. Η εποχή είναι δύσκολη, μπερδεμένη. Οταν κάποτε ο Καζαντζίδης τραγουδούσε «Ερχονται χρόνια δύσκολα», μπορεί να είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του». Η αφίσα, ένα πολύχρωμο συνονθύλευμα, με το μελαγχολικό χαμόγελο του Καζαντζίδη να δεσπόζει, πάει την κουβέντα πιο μπροστά: «Είναι ο σύγχρονος Τειρεσίας» γράφει με μια μπλε γραμματοσειρά και καλεί σε συστράτευση.

Αυτή τη συννεφιασμένη Παρασκευή, δεν γίνεται το συνέδριο. Αυτό έχει προγραμματιστεί για τον επόμενο Νοέμβριο, στο πολυκέντρο «Ηλέκτρα Αποστόλου». Ο πανεπιστημιακός Βασίλης Φίλιας θα μιλήσει, μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, για το «πολιτιστικό κίνημα Στέλιος Καζαντζίδης», ένα κίνημα που περιγράφεται – λίγο ματαιόδοξα είναι η αλήθεια – στην προκήρυξη που κυκλοφορεί από τραπέζι σε τραπέζι ως «ένα κίνημα διαφωτισμού, ένα κίνημα συναδέλφωσης όλων των Ελλήνων. Επειδή πρέπει να σπάσει ο κόσμος ο γυάλινος, ο κόσμος της υποταγής, και να γεννηθεί μια κοινωνία αλήθειας και δικαιοσύνης». Η επιρροή του Στέλιου Καζαντζίδη σε συγκεκριμένα ηλικιακά γκρουπ είναι μοναδική. Η προσωπολατρεία κάνει τον όρο «ροκ σταρ» να μοιάζει λίγος. Κάθε χρόνο στο τρισάγιο που τελείται στη μνήμη του εμφανίζονται μεσήλικες με Τ-shirts τα οποία κοσμεί το πρόσωπό του για να κλάψουν πάνω από ένα μνήμα, καφενεία στο κέντρο της Αθήνας, όπως ο «Μάνος» στη Λεωχάρους, είναι γεμάτα φωτογραφίες του, και στο Facebook, κάτι που ο ίδιος πιθανότατα δεν θα καταλάβαινε και δεν θα αποδεχόταν, τα μέλη στο γκρουπ του είναι χιλιάδες.

Μέσα στη σάλα της ταβέρνας, οι καρέκλες είναι ντυμένες με ένα άσπρο ύφασμα, παρόμοιο με το τραπεζομάντιλο, ο βήχας από το τσιγάρο καλύπτει τα κενά ανάμεσα στα τραγούδια και μια υπερβολικά περιποιημένη κυρία χορεύει με κλειστά τα μάτια. Ο πρώτος αγανακτισμένος τη συντροφεύει με τη φωνή του. Δίπλα στο σβηστό τζάκι, την ώρα που ακούγεται το «Υπάρχω», ένας κύριος αναρωτιέται με υπαρξιακό προβληματισμό: «Τα ήξερε, λες, όλα αυτά; Φανταζόταν πως θα γίνουν έτσι;». Η πιθανότατα καταφατική απάντηση θα δοθεί στο συνέδριο. Εν τω μεταξύ, έξω βραδιάζει. Το λέει, άλλωστε, και ο Στέλιος. v

ΜΕ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ

Τον Ιούλιο του 1963 ο Στέλιος Καζαντζίδης ομολογούσε στο «Φως των Σπορ» και στον Πάνο Γεραμάνη το κύριο χαρακτηριστικό του: «Είμαι ένα άτομο που ρέπει στη μελαγχολία, στον πόνο».