Είναι σχεδόν προφανής η διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία στις αρχές του 2012 πλήττεται από την καθολική εισβολή ενός πνεύματος «οικονομισμού» που προσπαθεί να δει και να εξιστορήσει μια κοινά αποδεκτή συνθήκη: την άμεση οικονομική βία που ασκείται στον μέσο πολίτη αυτής της χώρας.
Σε μια κοινότητα πληροφόρησης που τις περισσότερες φορές οργανώνεται μέσα από το Διαδίκτυο, μεταφέρεται στις οθόνες και τα υπόλοιπα μέσα πληροφόρησης καθημερινά, ο ίδιος ο απλός πολίτης στα όρια της απελπισίας από την «άδικη» μείωση του εισοδήματος του προσπαθεί να οχυρωθεί και να αρθρώσει λόγο, ενστερνιζόμενος τη χρήση οικονομικών δεικτών που του παρουσιάζουν, θεωρώντας ότι μπορούν να θέσουν τους όρους συζήτησης για τα τεκταινόμενα και να τον καταξιώσουν ως ισότιμο συνομιλητή για την οικονομική κατάσταση της χώρας του.
Την ίδια στιγμή τείνουν να ακυρωθούν στην πράξη όλοι οι όροι που στη συστημική οικονομική σκέψη αποτελούν όρους ανάπτυξης της κοινωνίας :η παραγωγικότητα, η αστική αντίληψη περί ελεύθερης αγοράς, το ηθικό συμβόλαιο μεταξύ εργαζομένων και κεφαλαίου που αποτυπώνεται στο κοινωνικό κράτος, ο σεβασμός του δικαιώματος στην εργασία.
Οι στατιστικοί δείκτες, ο οικονομικός μεσσιανισμός ως παράγωγο της μη διαφαινόμενης οικονομικής λύσης, η συνωμοσιολογία που αφορά τα διεθνή κέντρα και η απαρίθμηση στοιχείων που τεκμηριώνουν την «πραγματική» οικονομική διαπλοκή γίνονται καθημερινά σημεία αιχμής σε μια συζήτηση που απουσιάζουν δυο βασικά στοιχεία: η ύπαρξη συλλογικών προταγμάτων με θετικό περιεχόμενο και η διαμόρφωση στην βάση της κοινωνίας μιας ρεαλιστικής πολιτικής βούλησης.
Στην ουσία του πράγματος: Η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν προχώρησε με ουσιαστικούς όρους αστικής αντίληψης˙ η ανάπτυξη της συλλογικής και της ατομικής ευθύνης, η ευελιξία στην αναζήτηση εργασίας, η θεμιτή απόκτηση πλούτου ήταν πάντα μειοψηφούσες παράμετροι.
Ολα αυτά βέβαια συνάδουν σήμερα με το γενικότερο κλίμα απαξίωσης του πολιτισμού: η ανάδειξη της ανομικής συμπεριφοράς ως αντίδραση στην κρατική και κρατούσα λογική, πολιτικά επιμύθια αντιεξουσιαστικού περιεχομένου (που φτάνουν να αποτελούν σημεία αυτοανάλυσης ακόμη και του πρώην πρωθυπουργού), πολιτικός μεσσιανισμός που προαναγγέλλει την πτώχευση την καταστροφή ή την εθνική υποδούλωση από τους γείτονες.
Σε μια Ευρώπη όπου το βιβλίο και η τέχνη είναι καθημερινή απόδειξη του αυταξίας του ατόμου, ο Έλληνας διαμορφώνει καθημερινά αγχώδεις όρους διαλόγου με σκοτεινά κέντρα που σκοπό έχουν την καταστροφή της χώρας και απομνημονεύει οικονομικά στοιχεία που το αποδεικνύουν˙ την ίδια στιγμή που κάνει κρυφά τον ισολογισμό της μίζερης υπαρξιακής του ταυτότητας.
Ομως η πραγματικότητα ευνοεί κάτι άλλο; Και αλήθεια ποια είναι η πραγματικότητα; Πάντως όχι αυτή της απελπισίας των ανέξοδων και συχνά ασύνδετων οικονομικών αναλύσεων που συνεχώς αλλάζουν και περιγράφουν, κατά τους επαΐοντες, την ανάγκη επιστροφής ή όχι στην δραχμή.
Οπως δεν θα έπρεπε να είναι βέβαια και αυτή του κυνισμού που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των πολιτικών, του αριστερίστικου καιροσκοπισμού που επιδεικνύουν τώρα οι συνδικαλιστές. Ας την ορίσουμε λοιπόν δυναμικά ως τον ορθολογικό πυρήνα πνεύματος και πολιτισμού που ενυπάρχει σε κάθε συλλογικό μόρφωμα, που αναζητά την αυθεντικότητα απορρίπτοντας κάθε εργαλειακή ερμηνευτική λογική.
Το πολιτικό πεδίο πάσχει εγκλωβισμένο στις μίζερες οικονομίστικες προσεγγίσεις την ίδια στιγμή που η έλλειψη πολιτικής φαντασίας εμποδίζει την απεμπλοκή από την κρίση. Σε ένα εμφανές έλλειμμα πολιτισμού βέβαια που διακονεί σύσσωμη η ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας επάλληλες μυθολογικές παρακαταθήκες για τις νέες γενιές. Ας ελπίσουμε σ΄ αυτό που είχε στο βάθος του μυαλού του ο Γκράμσι, όταν μιλούσε για μια αιφνίδια ανάταση της συνείδησης των μαζών.
Ο κ. Ν. Ιωαννίδης είναι εκπαιδευτικός, διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, διευθυντής 4ου λυκείου Βόλου