Και η σιωπή απάντηση είναι. Αυτήν επέλεξε ο Κώστας Σημίτης για να απαντήσει στις κατηγορίες που εξαπέλυσε εναντίον του μια εκπρόσωπος της ομάδας «Πραγματική Δημοκρατία» στο πλαίσιο συζήτησης για την Ελλάδα τη νύχτα της Δευτέρας στο Βερολίνο.

Ωστόσο ατάκες του τύπου, ο πρώην πρωθυπουργός είναι «συνυπεύθυνος για τη σημερινή κατάσταση» στην Ελλάδα και ότι κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, η διαφθορά «έφτασε σε νέο, υψηλότερο επίπεδο», τoν άφησαν προφανώς ασυγκίνητο. Ή, αμήχανο – όπως το πάρει κανείς.

«Θέλετε να απαντήσετε σε όλα αυτά;» τον ρώτησε η συντονίστρια της συζήτησης Κριστιάνε Σλέτσερ. «Όχι» ήταν η ξερή απάντηση. Το υπόλοιπο ήταν διαμαρτυρίες από μέλη της ομάδας, που διακόπηκαν όμως αμέσως ύστερα από παρέμβαση εκπροσώπων των διοργανωτών της συζήτησης – του ινστιτούτου ελληνικών σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του πολιτικού ιδρύματος των Πράσινων Χάινριχ Μπελ.

Κατά τα άλλα, ο κ.Σημίτης ξεπερνούσε χθες στο λέγειν ακόμη και τον γνωστό για την ευφράδειά του πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πράσινων στην Ευρωβουλή, Ντανιέλ Κον Μπέντιτ, ο οποίος ήταν και ο κύριος συνομιλητής του.

Η συζήτηση άρχισε με την ομιλία του κ.Σημίτη με θέμα «Ελλάδα quo vadis?» (βλ. το κείμενο του λόγου του στο τέλος του άρθρου) και συνεχίστηκε με τοποθετήσεις των δύο ομιλητών, καθώς και με τις απαντήσεις τους σε ερωτήσεις των ακροατών, ο αριθμός των οποίων υπερέβαινε τους 300.

Ο πυρήνας αυτού του λόγου, που αναφέρεται στα πεπραγμένα των δύο τελευταίων ετών, συνοψίζεται χοντρικά σε δύο σημεία:

Πρώτον, στο ότι το μνημόνιο με την τρόικα «συντάχθηκε χωρίς ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση» στην Ελλάδα.

Και δεύτερον, στο ότι οι συντάκτες του μνημονίου έκαναν το «μοιραίο πολιτικό λάθος» να μη συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα το εφαρμοζόμενο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, αντί να φρενάρει, «να επιτείνει την ύφεση».

Με τις πρόσθετες τοποθετήσεις του στο Βερολίνο, ο κ.Σημίτης έκανε ακόμα πιο ριζοσπαστική την κριτική του στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και το σημερινό ΠαΣοΚ.

Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα γι’ αυτό:

– Σχετικά με το μνημόνιο, ο κ.Σημίτης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα έπρεπε να είχε υποβάλει δικές της προτάσεις και να το υπόγραφε μόνο εφόσον θα είχε διασφαλίσει προηγουμένως την ανάπτυξη. Η διαπραγμάτευση, είπε, έγινε από δύο άνισους εταίρους, από την Ελλάδα, που ήταν το αδύναμο μέλος και δεν διέθετε τους «κατάλληλους διαπραγματευτές» και από τους πανίσχυρους εταίρους της, ιδιαίτερα τους Γερμανούς, που επέλεξαν τη μέθοδο της «τιμωρίας» για να συνετίσουν τους «απείθαρχους» Ελληνες με μέσο την υπερβολική ύψωση των επιτοκίων στα πακέτα βοήθειας. «Πρόκειται για μαύρη παιδαγωγική» ήταν το σχόλιο του κ. Κον Μπέντιτ, που έχει εξαφανιστεί από καιρό από τα σχολεία – και δεν θα έπρεπε φυσικά να μπαίνει τώρα από την πίσω πόρτα στις διακρατικές σχέσεις.

– Αναφορικά με το ΠαΣοΚ προέβλεψε, λίγο ή πολύ, τέλος εποχής. «Θα έλθει κάτι άλλο» στη θέση του, είπε, αυτό θα είναι όμως (όπως συνέβη και την περίοδο 1974-81, όταν εδραιώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με το ΠαΣοΚ, η «μη-κομμουνιστική Αριστερά») το αποτέλεσμα μιας «εσωτερικής δυναμικής» και όχι πιέσεων απ΄έξω.

Ο κ.Σημίτης τάχθηκε κατηγορηματικά εναντίον της επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή. Αυτό θα ισοδυναμούσε με οικονομική καταστροφή, δεδομένου ότι η νέα δραχμή θα υποτιμούνταν τουλάχιστον κατά 75% έναντι του ευρώ – κάτι που θα προκαλούσε την έκρηξη των κρατικών και ιδιωτικών χρεών, που βρίσκονται σήμερα σε ευρώ. «Αυτοί που θέλουν τη δραχμή είναι οι λαϊκιστές» πρόσθεσε. Σε αυτούς ανήκει και «το κόμμα» εκείνων των επιχειρηματιών, που έχουν ήδη μεταφέρει τα λεφτά τους στο εξωτερικό και προσβλέπουν στην εισαγωγή της δραχμής για να εξοφλήσουν με τα επανεισαγμένα ευρώ τους πολύ φτηνότερα τα χρέη τους. «Πρόκειται για άθλιους, αποτυχημένους επιχειρηματίες» τόνισε. «Όμως δεν θα τους κάνουμε τέτοια χάρη».

Ταυτόχρονα απέκρουσε τις κατηγορίες ότι η Ελλάδα μπήκε με κίβδηλα στοιχεία στην ευρωζώνη. «Εντάσσαμε τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την αγορά όπλων όχι στη χρονιά υπογραφής της συμφωνίας, αλλά στο έτος της παράδοσής τους σε εμάς» είπε. Αυτή η μέθοδος, πρόσθεσε, δεν ήταν τότε αποδεκτή από όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Υστερα από τη γνωστή καταγγελία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το 1974, η Επιτροπή των Βρυξελλών διερεύνησε το θέμα και αποφάνθηκε τελικά ότι η δήθεν «δημιουργική λογιστική» της κυβέρνησης Σημίτη είναι η δέουσα μέθοδος καταγραφής τέτοιων δαπανών στον προϋπολογισμό – κάτι που αποδέχθηκαν στη συνέχεια και οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών-μελών. Στο ότι σε αυτές δεν ανήκε η ελληνική οφείλεται στο γεγονός ότι τυχόν αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με ομολογία των ψευδών της στοιχείων περί χάλκευσης.

Αναφορικά με την εκρίζωση των πελατειακών σχέσεων στην Ελλάδα, ο κ. Σημίτης φάνηκε απαισιόδοξος. «Στους Έλληνες αρέσει αυτό το σύστημα» είπε. «Αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε».

Ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ απέρριψε κάθε ιδέα επιστροφής στην πρωθυπουργία. «Τα οκτώ χρόνια, που ήμουν εκεί, ήταν υπεραρκετά» είπε. «Έπρεπε να δώσω τη θέση μου σε νεότερους».

Γι’ αυτό και δεν θέλησε να απαντήσει στο ερώτημα, ποια θα ήταν τα τρία πρώτα πράγματα που θα έκανε, αν ξαναγινόταν πρωθυπουργός.

Ως «απλός πολίτης» όμως προθυμοποιήθηκε να πει τη γνώμη του για την οικονομική ανασυγκρότηση τόσο της Ευρώπης (εφαρμογή του σχεδίου Ντελόρ για την ανάπτυξη του Νότου μέσω μεγάλων ευρωπαϊκών επενδύσεων σε νευραλγικούς τομείς, όπως η ενέργεια) όσο και της Ελλάδας: έναν ρόλο-κλειδί γι’ αυτό στην τρέχουσα συγκυρία, είπε, θα έπαιζε η δραστική μείωση των τόκων για τα χρέη.

Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν κατά τη διάρκεια της βραδιάς εμφανώς συγκρατημένες – λίγα χειροκροτήματα, σποραδικές αποδοκιμασίες. Ορισμένοι νεαροί επισκέπτες δήλωναν μάλλον απογοητευμένοι. «Ούτε ίχνος αυτοκριτικής για τη δική του οκταετία» είπε ένας από αυτούς. «Αλλά και η κριτική του άργησε να έλθει. Ότι είπε σήμερα, θα έπρεπε να το πει την αρχή του μνημονίου. Αυτό δεν θα επηρέαζε τις εξελίξεις, θα έκανε όμως τον ίδιο πιο αξιόπιστο».


Η ομιλία του Κ. Σημίτη