Στην πρώτη αυθεντική τραγωδία του ο Σαίξπηρ έµελλε να καθορίσει τον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε ακόµη και σήµερα, τετρακόσια χρόνια αργότερα, τον ιδανικό έρωτα. Το «Ρωµαίος και Ιουλιέτα» «παραµένει απαράµιλλο στην παγκόσµια λογοτεχνία ως όραµα µιας ασυµβίβαστης, αµοιβαίας αγάπης που χάνεται από τον ίδιο της τον ιδεαλισµό και την ένταση» γράφει ο Χάρολντ Μπλουµ.
Πράγµατι. Εχουµε εδώ να κάνουµε µε αυτή την αγάπη που δεν νοιάζεται να κρυφτεί, να προσποιηθεί, να καταφύγει σε τεχνάσµατα ανάφλεξης: είναι εκρηκτική από τη στιγµή που γεννιέται. Και γεννιέται, φυσικά, µε ένα βλέµµα. Αυτή την αγάπη που δίνει φτερά, υπερπηδάει τα πιο ψηλά εµπόδια και προσφέρεται κάθε στιγµή ασθµαίνοντας από προσµονή. Που βλέπει αστέρια αντί για µάτια και µετράει µαρτυρικά τα λεπτά µακριά από τ’ αστέρια αυτά σαν να ήταν χρόνια. Που ποτέ δεν µαραζώνει, ποτέ δεν αµφιβάλλει, ποτέ δεν φθείρεται. Που πεθαίνει µόνο όταν πεθάνουν οι ίδιοι οι εραστές.
Μπορεί όλα αυτά – τα φτερά και τ’ αστέρια – να φαντάζουν ως αξεσουάρ ερωτικού λόγου µιας άλλης, περασµένης εποχής, ο λυρισµός της ποίησης όµως εκπορεύεται µε τόσο αφοπλιστική αθωότητα και αµεσότητα στο έργο ώστε δεν επιτρέπει ακόµη και στον πιο κυνικό κριτή να εκφέρει την παραµικρή αντίρρηση. Ο µόνος που το κάνει, ο Μερκούτιος, καταλήγει νεκρός.
«Η γενναιοδωρία µου δεν έχει όρια, όπως η θάλασσα, / Η αγάπη µου είναι το ίδιο βαθιά: Οσο περισσότερη σου δίνω / τόση περισσότερη έχω, αφού και οι δύο είναι ανεξάντλητες» λέει η Ιουλιέτα στον Ρωµαίο και πότε τέθηκε πιο αφοπλιστικά το ζήτηµα της ερωτικής παράδοσης;
Παρ’ όλο το σθένος και το πάθος των δύο νέων, οι πιθανότητες δεν παύουν να λειτουργούν εναντίον τους. «Αυτό που αποδεικνύεται διακριτικά εξωφρενικό στο δράµα του Σαίξπηρ είναι ότι άπαντες στρέφονται εναντίον των εραστών: οι οικογένειές τους και το κράτος, η αδιαφορία της φύσης, οι ιδιοτροπίες του χρόνου και οι παλινδροµικές κινήσεις των συµπαντικών αντιθέτων». Οπως αναφωνεί ο Ρωµαίος, όταν πλησιάζει το χάραµα και πρέπει να χωρίσει µε την Ιουλιέτα για να µην τον συλλάβουν: «Φως, όλο και περισσότερο φως: σκοτεινές, όλο και πιο σκοτεινές οι συµφορές µας». Το 1996 ο αυστραλός σκηνοθέτης Μπαζ Λούρµαν βάλθηκε να αποδείξει ότι µια τραγωδία καταραµένων εραστών που γράφτηκε το 1596 µπορεί κάλλιστα να ανήκει στο σήµερα. ∆ιατηρώντας το αυθεντικό σαιξπηρικό κείµενο, επιτάχυνε ευφυώς τους ρυθµούς της δράσης ώστε να αντανακλούν τη σύγχρονη ποπ ευαισθησία. Στην οµότιτλη ταινία του (µε τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και την Κλερ Ντέινς) η Βερόνα µεταµορφώθηκε σε Μαϊάµι, τα άλογα έγιναν γρήγορα σπορ αµάξια και τα ξίφη όπλα. Η δε µουσική, ένα ροκ σάουντρακ µε τρα γούδια από τρέντι συγκροτήµατα των 90s. Η τάση αυτή που δηµιούργησε ο Λούρµαν βρήκε πολλούς µιµητές, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο εµπνευσµένους. Τον αναφέρω ως παράδειγµα επειδή η προσπάθεια των συντελεστών της παράστασης «Ρωµαίος και Ιουλιέτα (teen sπrit)» µοιάζει να διαπνέεται από παρόµοιες φιλοδοξίες: απευθυνόµενη κυρίως σε εφηβικό κοινό (µην ξεχνάµε πως στο έργο η Ιουλιέτα δεν έχει καν κλείσει τα 14) επιδιώκει να το εξοικειώσει µε τον – δύσκολο στα αµάθητα αφτιά – σαιξπηρικό λόγο εντάσσοντάς τον σε σηµερινό, νεανικό πλαίσιο.
Μέσα στον µακρόστενο σκηνικό χώρο ελάχιστα αντικείµενα χρησιµοποιούνται: δύο-τρία κυλιόµενα κιβώτια, δύο σκοινιά που κρέµονται από το ταβάνι και µια ξύλινη κούνια που εξυπηρετεί τις ανάγκες του «µπαλκονιού» στην περίφηµη σκηνή. Ο σκηνογράφος ∆ηµήτρης Τάταρης εξασφάλισε µε αυτόν τον τρόπο ευελιξία στην κίνηση των ηθοποιών, οι οποίοι πότε τσουλάνε, πότε κρύβονται, πότε ξαπλώνουν πάνω στα κιβώτια και πότε κρέµονται από τα σκοινιά επιδιδόµενοι σε χαριτωµένα ακροβατικά. Υπάρχει σίγουρα φρεσκάδα στο εγχείρηµα, η αίσθηση νέων ανθρώπων που προσπαθούν να µεταδώσουν το κείµενο σε παρθένους θεατές (οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ ήταν κάτω των δεκαοκτώ ετών) µε διάθεση απλή, καθηµερινή, σαν να επρόκειτο για µια ιστορία που θα µπορούσε να συµβεί δίπλα τους. Τα µπλου τζινς και τα αθλητικά παπούτσια που φορούν οι ηθοποιοί εντείνουν αυτή ακριβώς την εντύπωση.
Η σκηνοθέτις Νάντια Φώσκολου απέφυγε κάθε επιτήδευση και επεδίωξε γρήγορες εναλλαγές που εξασφαλίζουν ανάλαφρη ατµόσφαιρα και οµαλή ροή. ∆υστυχώς δεν αρκούν αυτά για ένα επιτυχηµένο ανέβασµα της τραγωδίας: ο σαιξπηρικός λόγος, που θα έπρεπε να αποτελεί το πρωταρχικό µέληµα, αποδεικνύεται ο πιο παραµεληµένος. Οι ηθοποιοί αδυνατούν να τον εκφέρουν, τα νοήµατα δεν έχουν γίνει κτήµα τους, πλατσουρίζουν πάνω τους βιαστικά και χωρίς συναίσθηση. Ως αποτέλεσµα, οι ερµηνείες διαγράφονται ως επί το πλείστον κακές ή αδιάφορες (µε εξαίρεση µια συµπαθητική Ιουλιέτα, τη Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη) υπονοµεύοντας έτσι την κάθε απόλαυση του θεατή. Τα άχρωµα τραγούδια καθόλου δεν ωφελούν τη µουσική διάσταση της παράστασης.
Στα θετικά, τέλος, θα αναφέραµε την ιδέα των βιντεοπροβολών, στις οποίες εµφανίζονται οι γονείς των δύο ηρώων, σαν φιγούρες εξουσίας που δρουν από ψηλά, άυλες και απρόσιτες, χωρίς καµία ουσιαστική επαφή µε τα παιδιά τους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ