Μέχρι τη στιγµή που πρωτοεµφανίστηκε στο προσκήνιο ο Γούλιαµ Εγκλεστον, το 1976, η φωτογραφική «αλήθεια» ήταν ασπρόµαυρη. Κανείς ως τότε δεν έπαιρνε στα σοβαρά την έγχρωµη φωτογραφία. Το χρώµα ήταν η γλώσσα των διαφηµίσεων και των περιοδικών. Η σειρά φωτογραφιών του Εγκλεστον, «Guide», ανέτρεψε αυτό το καθεστώς. Επρόκειτο για την πρώτη ατοµική έκθεση έγχρωµων φωτογραφιών που εκτέθηκε ποτέ στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης, αλλά δεν είχε την αναµενόµενη κριτική αποδοχή. Το έργο του χαρακτηρίστηκε βαρετό και τετριµµένο. Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να εκτιµηθεί. Και τότε ξαφνικά, σε µια δεύτερη ανάγνωση, οι συνθέσεις που έδειχναν τυχαίες ή απλοϊκές διακρίθηκαν για τη φωτογραφική ακρίβειά τους. Το φαινοµενικά τυχαίο και µπανάλ κάδρο απέκτησε συµµετρία, ισορροπία και λυρισµό.
Η νέα τρίτοµη έκδοση που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Steidl, «Chromes», περιλαµβάνει µια επιλογή φωτογραφιών από 5.000 έγχρωµα Kodachrome και Ektachrome σλάιντ που βρέθηκαν σε χρηµατοκιβώτιο στο Eggleston Artistic Trust. Το «Chromes» αναδεικνύει, µεταξύ άλλων, τις πρώτες απόπειρες του Εγκλεστον µε το χρώµα. Περιλαµβάνει στιγµιότυπα που συνοψίζουν το ακριβοδίκαιο βλέµµα του φωτογράφου: ακόµη και στο πιο κοινότοπο θέµα, δίνει ισότιµη σηµασία. «Φωτογράφιζα µε δηµοκρατικό τρόπο», παρατηρεί σήµερα, «τίποτε δεν ήταν περισσότερο ή λιγότερο σηµαντικό». Αυτή η τολµηρή αντίληψη αποτέλεσε σηµείο τοµής και επέδρασε στην εξέλιξη της φωτογραφίας.
Ο Εγκλεστον γεννήθηκε και µεγάλωσε στον αµερικανικό Νότο. Ποτέ δεν παρέκκλινε από τον άξονα Μισισιπή – Μέµφις και άρχισε να φωτογραφίζει µε έγχρωµα σλάιντ το 1965. Συνήθως στρέφει τον φακό του στην οικογένεια, σε φίλους και γείτονες. Καταγράφει µοναχικές φιγούρες, γυναίκες που ονειροπολούν σε diners, το εσωτερικό ψυγείων, τα ράφια των σουπερµάρκετ, διαφηµιστικές πινακίδες, λεωφόρους και ορίζοντες. Ο αµερικανός δανδής φωτογράφος, το ατσαλάκωτο στυλ του οποίου παραπέµπει σε άγγλο αριστοκράτη παρά αµερικανό φωτογράφο, φωτογραφίζει αδιάκοπα µέχρι σήµερα, στα 72 του, και δεν έπαψε να εξερευνά τον κόσµο για να δει πώς δείχνει φωτογραφηµένος.