Μπροστά στο δίλημμα, να αφήσουν τη χώρα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό ή να παραμείνουν εδώ και να παλέψουν ώστε να οικοδομήσουν μία καλύτερη πατρίδα, βρίσκονται σήμερα όλο και περισσότεροι νέοι. Η κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ποδοπατούν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των νέων ανθρώπων, που οι περισσότεροι, μάλιστα, εξ’ αυτών διαθέτουν πτυχία, μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες. Από τη μία η μετανάστευση φαντάζει μονόδρομος, καθώς η ανεργία για εργαζόμενους από 18-28 αγγίζει το 50%.

«Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι τι δουλειά θα βρεις, αλλά αν θα βρεις δουλειά», αναφέρουν πολλοί νέοι. Βλέπουν στη σημερινή Ελλάδα μία χώρα αφιλόξενη, μίζερη, με ελάχιστες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Τα συναισθήματα της απογοήτευσης και της θλίψης είναι κυρίαρχα. Χειρότερο όλων είναι το γεγονός ότι δεν βλέπουν να υπάρχει κάποια προοπτική βελτίωσης στο άμεσο μέλλον. Σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης η πλειοψηφία υποστηρίζει ότι η φετινή χρονιά θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη. «Κάθε πέρυσι και καλύτερα», είναι η φράση που ακούγεται διαρκώς. Ο αριθμός των νέων ανθρώπων που αφήνουν την Ελλάδα, ώστε να κυνηγήσουν τα όνειρα τους στο εξωτερικό, αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Ακόμη περισσότεροι είναι αυτοί που σχεδιάζουν να φύγουν στο άμεσο μέλλον. Γνωρίζουν ότι όπου και αν πάνε δεν θα είναι όλα ρόδινα, αλλά τουλάχιστον θα υπάρχουν κάποιες καλύτερες προοπτικές.

Η σημερινή Ελλάδα θυμίζει τη χώρα της ραγδαίας μετανάστευσης, αμέσως μετά τον πόλεμο. Υπάρχει, βέβαια, μία στοιχειώδη διαφορά με εκείνη την εποχή: κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950, στο εξωτερικό έφευγαν κυρίως ανειδίκευτοι εργάτες. Σήμερα φεύγουν επιστήμονες: γιατροί, μηχανικοί, προγραμματιστές, οικονομολόγοι, φυσικοί. Η Ελλάδα, πλέον, εξάγει όχι εργατικά χέρια, αλλά τα καλύτερα μυαλά της. Κάτι που θα κάνει ακόμα δυσκολότερη την προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας. Από την άλλη υπάρχει και μία άλλη ομάδα που επιμένει ελληνικά. Πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν εδώ και να παλέψουν. Θέλουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, ώστε να δημιουργήσουν μία καλύτερη κοινωνία και μία σύγχρονη χώρα.

«Μέσα από τις κρίσεις αναδύονται νέες ευκαιρίες και αλλάζει η καθεστηκυία τάξη», υποστηρίζουν γεμάτοι αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Γνωρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Ωστόσο, δεν θα παρατήσουν εύκολα τα όπλα και θα συνεχίσουν να ονειρεύονται, να παλεύουν και να ελπίζουν. Η απόφαση να μείνουν στην Ελλάδα είναι το ίδιο δύσκολη με το να αφήσουν τη χώρα. Παρόλα αυτά επιμένουν. «Η Ελλάδα του αύριο δεν θα είναι ίδια με τη σημερινή. Η μιζέρια θα δώσει τη θέση της στην αισιοδοξία και η απογοήτευση θα αντικατασταθεί από την ελπίδα. Θα είναι μία χώρα φιλόξενη, όπου θα χαίρεσαι να ζεις και να εργάζεσαι. Αρκεί να το πιστέψουμε», τονίζουν οι υποστηρικτές του «Μένουμε Ελλάδα».

Ο κάθε ένας έχει τις δικές του απαντήσεις στο παραπάνω δίλημμα. Κάνει τις δικές του σκέψεις και αποφασίζει με βάση τα δικά του θέλω. Όποια απόφαση και αν πάρει κάποιος, κανένας δεν μπορεί να του εγγυηθεί εκ των προτέρων την έκβαση της επιλογής του. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρέπει να πάρουμε μία απόφαση. Όσο δύσκολη και αν είναι αυτή, όσο ρίσκο και αν εμπεριέχει. Μένουμε ή φεύγουμε; Στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορώ να δώσω μία ξεκάθαρη απάντηση, γιατί απλούστατα δεν έχω καταλήξει σε μία οριστική απόφαση.

Άλλωστε η Ελλάδα της κρίσης τυγχάνει να συμβαδίζει και με την κρίση ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Σε κρίση είναι όχι μόνο η παγκόσμια οικονομία, αλλά και ένα ολόκληρο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης. Από την κρίση κινδυνεύει η ίδια η ταυτότητα της Δύσης, το πολιτιστικό της παράδειγμα και η υπεροχή του έναντι άλλων αξιακών συστημάτων. Μέχρι πρότινος πιστεύαμε ότι το πρόβλημα είναι ελληνικό. Χωρίς αυτό να αποτελεί άλλοθι για τις δικές μας ευθύνες, τώρα διαπιστώνουμε ότι εδώ κυρίως μας οδήγησε η απληστία κάποιων. Οπότε πριν αποφασίσουμε, καλό είναι να συνυπολογίσουμε και τις αλλαγές που συντελούνται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Γιάννης Μανώλης

Υπ. δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών