Ισχυρή ώθηση στις ευρωπαϊκές μετοχές έδωσε σήμερα η εντυπωσιακά φθηνή δημοπρασία ομολόγων που διενήργησε η Γαλλία, παρά την υποβάθμισή της από την S&P. Η εξέλιξη στήριξε και το ευρώ, το οποίο ευνοήθηκε (όπως και οι αγορές εμπορευμάτων) και από την ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι την περασμένη εβδομάδα τριπλασίασε τις παρεμβάσεις της στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.

Η ΕΚΤ ανακοίνωσε συγκεκριμένα ότι την περασμένη εβδομάδα αγόρασε ομόλογα ευρωπαϊκών κρατών συνολικής αξίας 3,77 δισ. ευρώ, ενώ την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα είχε αγοράσει ομόλογα αξίας 1,1 δισ. ευρώ. Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Ισπανίας, υποχώρησαν, ωστόσο η S&P την περασμένη Παρασκευή υποβάθμισε 13 οικονομίες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων της γαλλικής και της αυστριακής, που εξέπεσαν από την κορυφαία βαθμίδα αξιολόγησης.

Σήμερα, πάντως, η απώλεια του «τριπλού Α» δεν επηρέασε αρνητικά το κόστος δανεισμού της Γαλλίας. Τουναντίον, η γαλλική κυβέρνηση πούλησε ομόλογα έτήσιας διάρκειας συνολικής αξίας 1,895 δισ. ευρώ με επιτόκιο 0,406%, ενώ στην αντίστοιχης διάρκειας έκδοση της 9ης Ιανουαρίου είχε αναγκαστεί να καταβάλει επιτόκιο 0,454%.

Πρόκειται για μια εξέλιξη που έσπειρε τουλάχιστον την αμηχανία στους κύκλους των οικονομικών ρεπόρτερ και των αναλυτών, καθώς άλλοι εκτιμούσαν ότι έπειτα από δύο χρόνια κρίσης χρέους στην ευρωζώνη οι επενδυτές είχαν προεξοφλήσει την υποβάθμιση και άλλοι ότι η Γαλλία εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι είναι η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης με μια ρευστότητα 1,3 τρισ. ευρώ στις αγορές ομολόγων.

Κάποιοι, τέλος, έφθασαν να συγκρίνουν τη Γαλλία με τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι η πρώτη φορά που μια χώρα μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας από την S&P βλέπει το κόστος δανεισμού της να υποχωρεί!

«Τον περασμένο Αύγουστο οι επενδυτές είχαν αγνοήσει την υποβάθμιση των ΗΠΑ στο ΑΑ+ από την S&P, ρίχνοντας επτά εβδομάδες μετά την υποβάθμιση το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της αμερικανικής κυβέρνησης στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο 1,6714%», γράφουν στο Bloomberg οι ρεπόρτερ του αμερικανικού πρακτορείου Μαρκ Ντιν και Ανσαλί Βορασάτ.

Τότε την υποβάθμιση των ΗΠΑ από την S&P δεν ακολούθησαν οι άλλοι οίκοι. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν η επιρροή του Παρισιού στους οίκους θα είναι ανάλογη με εκείνη της Ουάσιγκτον, που «φρέναρε» τη Moody’s και την Fitch εκθέτοντας, κατά κάποιον τρόπο, την… αποκοτιά της S&P. Διότι συνήθως την απόφαση ενός εκ των τριών μεγαλυτέρων και διασημοτέρων (σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση δημοσίων χρεών) οίκων αξιολόγησης ακολουθούν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και οι άλλοι δύο.

Η Moody’s, ωστόσο, ανακοίνωσε σήμερα ότι «η γαλλική κυβέρνηση έχει πλέον λιγότερα περιθώρια χειρισμών» σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό της και πρόσθεσε ότι ο οίκος εξακολουθεί να εκτιμά την οικονομική προοπτική της χώρας ως σταθερή και να διατηρεί την υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης για το γαλλικό χρέος.

Αναλυτές της Fitch, η οποία σημειωτέον ότι είναι γαλλικών συμφερόντων, είχαν ανακοινώσει την περασμένη εβδομάδα ότι η Γαλλία είναι η πλέον ευάλωτη χώρα της ευρωζώνης από αυτές που διατηρούν το «τριπλό Α» στην αξιολόγησή τους, ωστόσο πρόσθεσαν ότι το ποσοστό του γαλλικού ελλείμματος είναι χαμηλότερο από εκείνο του βρετανικού ή του αμερικανικού.

«Δεν έχουμε την πρόθεση να υποβαθμίσουμε τη Γαλλία το 2012, εκτός κι αν υπάρχει σημαντική επιδείνωση της κρίσης στην ευρωζώνη», είχε δηλώσει στις 10 Ιανουαρίου ο Ντέιβιντ Ρίλι, επικεφαλής του κλάδου αξιολογήσεων κρατικών χρεών της Fitch Ratings.

Εν πάση περιπτώσει, πτώση κατά 3 μονάδες βάσης σημείωσε σήμερα και η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου, υποχωρώντας στο 3,05%.

Η γαλλική κεφαλαιαγορά πανηγύρισε την εντυπωσιακή δημοπρασία. Ο δείκτης CAC-40 στο Παρίσι έκλεισε ενισχυμένος κατά 0,89%, ενώ ακόμη περισσότερο επωφελήθηκαν στην Φραγκφούρτη ο DAX, που εκτινάχθηκε κατά 1,25% υψηλότερα και ο ΜΙΒ στο Μιλάνο, που έκλεισε με ακόμη μεγαλύτερη άνοδο (1,40%). Στο Λονδίνο ο FTSE-100 έκλεισε επίσης ενισχυμένος κατά 0,37%, ενώ ο ΙΒΕΧ στη Μαδρίτη έκλεισε καταγράφοντας οριακή πτώση κατά 0,1%.

Κλειστή παραμένει σήμερα η Wall Street. Στην προθεσμιακή αγορά εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης, ωστόσο, τα συμβόλαια αργού με παράδοση Μαρτίου ενισχύονταν το βράδυ κατά 96 σεντς στα 99,66 δολάρια το βαρέλι, ενώ στο Λονδίνο η τιμή του Brent ενισχυόταν κατά 70 σεντς στα 111,14 δολάρια το βαρέλι.