Ηπιαµε εκείνο το πρωί ελληνικό καφέ, « ξέρετε τώρα, τον πρώην τούρκικο », και κουβεντιάσαµε στο µικρό τραπεζάκι της ηλιοφώτιστης σάλας της που βλέπει στην πλατεία Δεξαµενής στο Κολωνάκι. Η 84χρονη Αθηνά Κακούρη, η ακάµατη γιαγιά της ελληνικής λογοτεχνίας σήµερα, συγγραφέας µε αναγνωρισµένη πορεία στο ιστορικό και στο αστυνοµικό µας µυθιστόρηµα (και διήγηµα), έχει ένα γάργαρο γέλιο και βάζει µπροστά από κάθε της πρόταση το ρήµα «νοµίζω». Δύο είδη ανθρώπων υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσµο, σύµφωνα µε µία διασκεδαστική θεωρία που θα βρείτε στο καινούργιο της βιβλίο: οι πασαδόροι και οι βαστάζοι. Οι πρώτοι « περνούν µια ζωή να πασάρουν τις υποχρεώσεις τους στους άλλους », ενώ οι δεύτεροι µια ζωή « να τις δέχονται υποµονετικά στους ώµους τους ». « Επρόκειτο για το αστείο ενός φίλου » µου αποκάλυψε η συγγραφέας εξηγώντας µου πώς, εµπνευσµένη από τα «Παραµύθια της Χαλιµάς», «έδεσε» σ’ ένα µυθιστόρηµα έντεκα παράταιρες ιστορίες, αλλά απολύτως αντιπροσωπευτικές του έργου της. Η παλαιότερη, «Ο Κόκκινος Γίγαντας», µε τις ξεκαρδιστικές ψυχροπολεµικές παρανοήσεις, δηµοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ταχυδρόµος» (όπου και εργάστηκε) το 1963, ενώ η πιο πρόσφατη το 2007, όπου « το δάσος εκδικείται » για τις πυρκαγιές στην Πάρνηθα. Η ιδέα που συνδέει τις διαφορετικές (θεµατικά και υφολογικά) ιστορίες του βιβλίου είναι η ανάγκη µας να λέµε και να ακούµε ιστορίες. « Η απεργία της Εταιρείας Ηλεκτρισµού κράτησε εβδοµήντα δύο µέρες » µαθαίνουµε στην πρώτη κιόλας γραµµή του βιβλίου. Η ζωή των ηρώων εκείνο το καλοκαίρι πήρε για λίγο µια άλλη τροπή αναγκαστικά. Μία µεγάλη και ετερόκλητη παρέα µαζεύεται κάθε βράδυ στην πλακόστρωτη αυλή της κυρίας Φλώρας, που τη λούζει µόνο το φως του φεγγαριού και την αρωµατίζουν οι γαρδένιες, και µε τη σειρά του ο καθένας αφηγείται από µία ιστορία. « Το συζητάνε το κάθε διήγηµα λιγάκι οι ήρωες ούτως ώστε να µπαίνει µε άνεση ο αναγνώστης στην επόµενη ιστορία. Αυτή η µακρύτατη απεργία της ∆ΕΗ υπήρχε ανέκαθεν στη µνήµη µου » είπε η Αθηνά Κακούρη, πράγµα που τη βοήθησε να φτιάξει αυτό το κοµπολόι µε τις « πολλές χρωµατιστές πετρούλες », όπως ονοµάζει τις ιστορίες της. « Επειτα, θυµηθείτε τον Βοκάκιο, τι κάνανε αυτοί τότε για να ξεχάσουν την πανώλη; Ελεγαν ιστορίες! » συνέχισε εξιστορώντας µου τη ζωτική δύναµη της παρέας στα δύσκολα. « Μέσα στον πόλεµο, δώδεκα χρονών εγώ τότε, βρεθήκαµε µε την οικογένειά µου περίπου σαν πρόσφυγες στην Αθήνα. Η Πάτρα είχε βοµβαρδιστεί και δεν µπορούσαµε να γυρίσουµε πίσω, καθώς οι Ιταλοί κυνηγούσαν τον πατέρα µου. Στην Κατοχή όµως, η πολυκατοικία στην οποία µέναµε, όλη η γειτονιά, έγινε µια παρέα και ο ένας έδινε µια χείρα βοηθείας στον άλλο – σήµερα αµφιβάλλω αν ξέρουµε ποιος µένει δίπλα µας. Γινόµαστε παρέες τη δύσκολη στιγµή. Τείνουµε να δηµιουργούµε συσπειρώσεις και αλληλεγγύη. Εκείνο που δείχνει περισσότερο το ζωντανό κύτταρο µιας κοινωνίας είναι τι µπορούµε να πετύχουµε ας πούµε πέντε άτοµα µαζί, µια παρέα ».
Οταν της είπα ότι προφανέστατα έζησε µεγαλύτερες κρίσεις απ’ την παρούσα, στο πρόσωπό της σχηµατίστηκε ένα αµφίσηµο χαµόγελο και µου είπε «ουουου», χαϊδεύοντας µε την παλάµη της τον αέρα. Η κρίση µας αυτή τι το διαφορετικό έχει σε σχέση µε τις προηγούµενες; « Τούτη τη στιγµή, αυτό που είναι πάρα πολύ πικρό για έναν άνθρωπο της ηλικίας µου, είναι ότι δεν έχουµε καµία εµπιστοσύνη στην ηγεσία µας. Οι κυβερνώντες έκαναν επί πολλά χρόνια ό,τι µπορούσανε για να κλονίσουνε τη δική τους αξιοπρέπεια και επιπλέον αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ικανοί ούτε για τα αυτονόητα. Εχουµε απίστευτο έλλειµµα ηγεσίας, δεν έχουµε ηθική ηγεσία. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά συνολικά δεν βλέπουµε µπροστάρηδες τους ανθρώπους που θα έπρεπ ε» µου τόνισε επιχειρώντας αναδροµές στην ιστορία µας της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και του Μεσοπολέµου. « Ξέρετε υπάρχει κόσµος που νοµίζει ότι η Ελλάς υπάρχει απ’ το Πολυτεχνείο και πέρα, πράγµα αδιανόητο. ∆εν γνωρίζουµε την ιστορία µας. Επιπλέον τη διαστρέφουµε συνεχώς, την κάνουµε πολιτική κι αυτό είναι φθοροποιό φαινόµενο » µου υπογράµµισε κάπως θυµωµένη για τη Μεταπολίτευση που, πέρα από τα καλά, µας φόρτωσε « και φοβερές ιδεοληψίες ».
Αρχίσαµε να αναζητούµε µε την Αθηνά Κακούρη τις αιτίες της ελληνικής κακοδαιµονίας και φτάσαµε στον πρώτο κυβερνήτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ετοιµάζει µάλιστα ένα ιστορικό βιβλίο όπου η δολοφονία του θα εξετάζεται ως µια άσχηµη τοµή, µια αρχή χρόνιων στρεβλώσεων για τον τόπο. «Αυτό που µπορώ να πω εκ πείρας και εξ όσων δύναµαι να γνωρίζω απ’ τα διαβάσµατά µου είναι το εξής: στην Ελλάδα δεν αφήσαµε να δηµιουργηθεί κράτος. Οταν δηµιουργήθηκε και είχαµε αυτό το δώρο του Θεού που λεγόταν Καποδίστριας, συσπειρώθηκαν τέτοιες δυνάµεις εναντίον του που στο τέλος τον εξόντωσαν. Το πρώτο πράγµα για τον οποίο τον µίσησαν ήταν επειδή προσπάθησε να φτιάξει κτηµατολόγιο. Εκτοτε, νοµίζω, εδώ και περίπου 200 χρόνια, ανάλογες δυνάµεις συσπειρώνονται και εναντιώνονται σε οποιονδήποτε θέλει να δηµιουργήσει κράτος. Κοιτάξτε, πάντα σε αυτόν τον τόπο έβαζαν την ουρίτσα τους οι ξένοι, αλλά δεν µας φταίνε αυτοί, εµείς φταίµε που τους δεχόµαστε». Μαθαίνουµε εν τέλει από την Ιστορία; «∆εν ζητάµε απαντήσεις από την Ιστορία. Η Ιστορία είναι ό,τι η σαβούρα σε ένα πλοίο, το έρµα που λέµε, που του δίνει µια σταθερότητα, την εµπειρία της πλεύσης. Η Ιστορία δεν µας λέει πού θα στρίψουµε το τιµόνι, ποιο πανί θα ανεβάσουµε και ποιο θα κατεβάσουµε, µας δείχνει όµως τα λάθη µας. Η µνήµη εποµένως δεν σου λέει τι να κάνεις, σου λέει τι να µην κάνεις, σου αποκαλύπτει τους κινδύνους και σου θυµίζει ποιος είσαι».
Της είπα σε ανύποπτο χρόνο ότι κάποιος ακρωτηρίασε τη µύτη σ’ ένα άγαλµα του Κωστή Παλαµά. «Οποιος καταστρέφει τα µνηµεία του, τα µούτρα του καταστρέφει » µου απάντησε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ