Το 1963, σε ηλικία 21 ετών, οι γιατροί τού είπαν ότι θα ζήσει δύο-τρία χρόνια ακόμη. Η διάγνωση: ασθένεια στους νευρώνες του σώματος, γνωστή ως νόσος Λου Γκέριγκ. Ανέλαβε ο ίδιος τον εαυτό του και τον έκανε υγιή κατά βάθος. Γίνεται καθηγητής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Θεωρητικής Φυσικής. Το 1979 παίρνει την έδρα του «Λουκασιανού καθηγητή Μαθηματικών» στο Κέιμπριτζ, μια έδρα που στο παρελθόν είχαν λίγοι, μεταξύ των οποίων και ο Ισαάκ Νεύτων. Την ημέρα της ανάληψής της θα υπογράψει εθιμοτυπικά στο βιβλίο που είχε υπογράψει και ο Νεύτωνας. Χωρίς να το ξέρει, αυτή θα είναι η τελευταία υπογραφή που θα βάλει στη ζωή του. «His last known signature», όπως ονομάζεται. Αργότερα θα την αντιγράψουν απόλυτα, με μια ειδική τεχνική λέιζερ, και θα την έχει σε μια υπερπολύτιμη σφραγίδα στο γραφείο του, όπου μόνο αυτός – και πάρα πολύ σπάνια – αποφασίζει πότε να δοθεί. Σε εμάς «υπέγραψε».
Είναι αδιαμφισβήτητα ο διασημότερος εν ζωή φυσικός και κοσμολόγος. Γιατί όμως; Μόνο λόγω του έργου του ή βοήθησε σε αυτό και η αναπηρία του που φορτίζει συναισθηματικά την εικόνα του; Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και για τα δύο σενάρια. Τώρα πλέον η αναπηρία του έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που από όλο του το σώμα ελέγχει μόνο έναν μυ. Αυτόν που βρίσκεται στο δεξί του μάγουλο ακριβώς κάτω από το μάτι. Κουνώντας, λοιπόν, το δεξί του μάγουλο ενεργοποιεί μια οπτική ίνα που είναι τοποθετημένη πάνω στον σκελετό των γυαλιών του. Αυτή η οπτική ίνα παίζει τον ρόλο του «ποντικιού» για τον υπολογιστή του. Με αυτό το ιδιόρρυθμο «ποντίκι» πατάει τα γράμματα και τους αριθμούς που βρίσκονται πάνω στην οθόνη. Ετσι γράφει τα e-mail, αλλά και ολόκληρα τα βιβλία του! Αυτός όμως είναι και ο τρόπος που «μιλάει». Αν θέλει μια πρόταση που έγραψε να την «πει» με ήχο, πατάει ένα κουμπί το οποίο «λέει» την πρόταση με μια φωνή που είναι εγκατεστημένη στο λογισμικό από το 1987, «τη φωνή μου», όπως «λέει» ο ίδιος. Γράφει περίπου δύο λέξεις το λεπτό, εκτός από τις πολύ κοινές που είναι προεπιλεγμένες στον υπολογιστή του. Ετσι απάντησε και στις δικές μου ερωτήσεις. Επρεπε να στείλω το e-mail πολλές ημέρες νωρίτερα, για να δει σε ποιες ήθελε να απαντήσει, όταν θα είχε χρόνο. «Πρόσεξε, διότι αν δει κάποια ανόητη ερώτηση εκνευρίζεται και δεν απαντάει καθόλου» μου είπε η Τζούντιθ Κρόσντελ από το τηλέφωνο.
Για να πάρει κάποιος συνέντευξη ή να συναντήσει τον Στίβεν Χόκινγκ πρέπει πρώτα να περάσει από την Τζούντιθ Κρόσντελ. Είναι η προσωπική του βοηθός, η γραμματέας του, το δεξί του χέρι και υπεύθυνη για τους τελειόφοιτους του Κέιμπριτζ που τον έχουν καθηγητή. «Η πρώτη μου δουλειά είναι να σταματώ οποιονδήποτε θέλει να επικοινωνήσει με τον καθηγητή Χόκινγκ, να σιγουρευτώ τι τον θέλει και μετά να το μεταφέρω στον καθηγητή για να αποφασίσει. Βέβαια, σχεδόν πάντα ζητάει και τη γνώμη μου». Ακόμη και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα για να τον συναντήσει και να τον βραβεύσει μίλησε, μέσω των εκπροσώπων του στον Λευκό Οίκο, με την Τζούντιθ. «Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν αληθινό το τηλεφώνημα, έπρεπε να σιγουρευτώ. Μόλις σιγουρεύτηκα, το μετέφερα στον Στίβεν και εκείνος με ρώτησε: “Εσύ τι λες;”. “Αν νιώθετε καλά, να πάτε. Θα βραβεύσουν 16 ανθρώπους από όλον τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και τον Χάρβεϊ Μιλκ”. Ηξερα ότι το “Μilk” είναι από τις αγαπημένες του ταινίες και γι’ αυτό του το ανέφερα». {{{ moto }}}
«Στείλε περίπου πέντε ως επτά ερωτήσεις» μου είπε η Τζούντιθ. Ηθελα να στείλω περίπου πεντακόσιες. Τελικά έστειλα δέκα. «Εντάξει, θα του τις δώσω όλες και αν δω ότι είναι εντάξει θα του πω για τη φωτογράφιση. Ο Θεός μαζί σου». «Πιστεύετε στον Θεό;». «Οχι. Απλώς έχω σπουδάσει θεολογία και μου έχει μείνει ως έκφραση».
Τέσσερις ημέρες αργότερα, την Τετάρτη 23 Ιουνίου, ακριβώς στις 9.30 το βράδυ ήρθε το e-mail. Οι δέκα ερωτήσεις μου και κάτω από καθεμία η απάντησή του. Η κάθε απάντηση ξεκινούσε με το: «S. W. Hawking answer». Απόλυτα συγκινητικό. Το μήνυμα τελείωνε με τη φράση: «Μπορείτε να επισκεφτείτε το γραφείο του καθηγητή Χόκινγκ στο Κέιμπριτζ για φωτογραφίες. Προτεινόμενη ημερομηνία η 1η Ιουλίου 2010 στις 3.00 το μεσημέρι. Ο καθηγητής θα φύγει για τον Καναδά και θα μπορέσετε να φωτογραφίσετε τον χώρο του. Θα έχετε επίσης επίσημη δική του φωτογραφία». Το βράδυ της Τετάρτης που ήρθε το ηλεκτρονικό μήνυμα, για κάποιον παράξενο λόγο – που όμως νομίζω ότι εξηγείται –, «αρνήθηκα» να το διαβάσω ολόκληρο με λεπτομέρειες. Το ξανακοίταξα την επομένη το βράδυ.
Θεωρείστε το πιο σπουδαίο μυαλό στον πλανήτη. Εχετε να πείτε κάτι για τους Ελληνες; Κάποιοι μας θεωρούν τον πρώην πιο σπουδαίο λαό του πλανήτη. «Το να θεωρούμαι το πιο σπουδαίο μυαλό στη Γη είναι απλώς μια υπερβολή των μέσων ενημέρωσης. Ανάμεσα στους φυσικούς είμαι σεβαστός, ελπίζω. Η φιλοδοξία μου ήταν να καταλάβω το Σύμπαν, όχι να γίνω διάσημος. Θα ήταν υποκριτικό να παραπονιέμαι, όμως αυτό μπορεί να γίνει ενοχλητικό. Εξαιτίας της αναπηρικής καρέκλας είναι αδύνατον να ταξιδεύω ινκόγκνιτο. Ολοι με αναγνωρίζουν και θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Θέλουν έναν ήρωα της επιστήμης. Οπως ήταν ο Αϊνστάιν. Ταιριάζω στο στερεότυπο ενός “ανάπηρου-ιδιοφυΐα”. Σε αυτό είμαι απόλυτα “αδύναμος”. Δεν είμαι μια ιδιοφυΐα όπως ήταν ο Αϊνστάιν. Ο σύγχρονος τρόπος των μαθηματικών, στα αξιώματα, στα θεωρήματα και στις αποδείξεις, επινοήθηκε από τους αρχαίους Ελληνες. Εχετε πολλά για να είστε υπερήφανοι. Αυτό δεν είναι λίγο».
Ενας έλληνας ποιητής έχει πει: «Τόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ». Επειδή εν τέλει είστε ένας ποιητής, τι έχετε να πείτε για αυτό; «Η πιο πολύτιμη συμβουλή που έχω δώσει στα παιδιά μου είναι να κοιτάνε πάντα προς τα αστέρια και όχι προς τα πόδια τους. Οταν ήμουν παιδί, θυμάμαι να γυρίζω αργά ένα βράδυ στο σπίτι. Τότε έσβηναν τα φώτα των δρόμων νωρίς για οικονομία. Είδα τον βραδινό ουρανό όπως δεν τον είχα ξαναδεί, με τον γαλαξία να τον διασχίζει. Τότε αποφάσισα ότι δεν θα υπάρχουν φώτα στο ερημικό μου “νησί” για να βλέπω καλά τα αστέρια».
Ποιο είναι το πιο ασήμαντο πράγμα στη ζωή; «Η αυτολύπηση. Δεν έχω τίποτε θετικό να πω για την αρρώστια μου, όμως με έμαθε το πιο σημαντικό. Να μην οικτίρω τον εαυτό μου και να συνεχίσω με ό,τι ήμουν ικανός να κάνω. Αλλοι είναι χειρότερα από εμένα. Είμαι πιο ευτυχής τώρα από όταν προτού αρρωστήσω».
«Το μεγάλο σχέδιο» είναι ο τίτλος του επόμενου βιβλίου σας. Πώς εξηγείτε τη σωματική σας ανικανότητα μέσα από αυτό το Μεγάλο Σχέδιο; Πιστεύω ότι αυτή η απάντησή σας θα είναι οδηγός για εκατομμύρια ανθρώπους από εδώ και πέρα. «Παρ’ ότι ήμουν αρκετά άτυχος να έχω κινητική ασθένεια των νευρώνων, έχω υπάρξει τυχερός σχεδόν σε όλα τα άλλα. Στη θεωρητική φυσική η σωματική ανικανότητα δεν είναι σοβαρό μειονέκτημα. Επίσης χτύπησα το τζακπότ, καθώς τα βιβλία μου έγιναν δημοφιλή! Η συμβουλή μου στους άλλους ανθρώπους με αναπηρία είναι να επικεντρωθούν σε πράγματα που η αναπηρία τους τους επιτρέπει να κάνουν καλά. Μη λυπάστε για αυτά που δεν μπορείτε. Μην είστε ανάπηροι στο πνεύμα, όπως είστε στο σώμα».
Βλέπετε όνειρα; Αν ναι, μπορείτε να μας πείτε για αυτά; «Αφού διαγνώστηκε η ασθένειά μου, τα όνειρά μου επηρεάστηκαν πολύ. Πριν από αυτό είχα βαρεθεί πολύ τη ζωή. Δεν μου φαινόταν να υπάρχει κάτι που άξιζε να κάνω. Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο ονειρεύτηκα ότι θα με εκτελούσαν. Ξαφνικά στο όνειρό μου συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλά σημαντικά να κάνω αν μου δινόταν χάρη. Ενα άλλο όνειρο που είδα αρκετές φορές ήταν ότι επρόκειτο να θυσιάσω τη ζωή μου για να σώσω άλλους. Αφού θα πέθαινα έτσι κι αλλιώς, θα έκανα ένα καλό. Δεν πέθανα όμως. Για την ακρίβεια, ενώ έβλεπα ένα σύννεφο πάνω από το μέλλον μου, συνειδητοποίησα ότι απολάμβανα τη ζωή περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν».
Οταν θα έχουν εξηγηθεί τα πάντα γύρω από τη φυσική, τι θα θεωρείται πλέον μεταφυσική; «Κατά τη διάρκεια της ζωής μου έχουμε διανύσει πολύ δρόμο για την κατανόηση του Σύμπαντος. Τώρα ξέρουμε περίπου τι θα γνωρίζουμε στο τέλος. Δεν μπορούμε όμως ακόμη να ισχυριστούμε ότι έχουμε πλήρη αντίληψη. Οπως και τότε, η αναζήτηση που ιντρίγκαρε και ενέπνευσε γενιές θα συνεχιστεί».
Οσο προχωρείτε στην κατανόηση του Σύμπαντος υπάρχει κάτι που θα μας συμβουλεύατε; «Μη σταματήσετε ποτέ να δουλεύετε. Η δουλειά δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή. Η ζωή είναι άδεια χωρίς τη δουλειά».
Τι είναι ευκολότερο για εσάς τους επιστήμονες, να περιγράψετε πώς θα είναι ο κόσμος το 2200 ή το 2020; Και, εν τέλει, πώς θα είναι το 2020; «Η επιστήμη ήταν μόδα τη δεκαετία του ’60. Προέκυψαν μη ρεαλιστικές προσδοκίες ότι θα λύσει τα προβλήματα του κόσμου. Οταν αυτό αποδείχτηκε λάθος, ο κόσμος απογοητεύτηκε και στράφηκε εναντίον της. Αυτήν την περίοδο υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον των ανθρώπων για το Διάστημα. Ελπίζω να μετατραπεί σε ενδιαφέρον για την επιστήμη γενικότερα. Αυτό είναι το μέλλον».
Σε λίγους μήνες με το βιβλίο σας θα μας δώσετε όλες τις εξηγήσεις γύρω από το «Μεγάλο σχέδιο»; Υπάρχει κάτι που το μυαλό σας εξερευνά τώρα; «Αυτό το βιβλίο είναι μια συνέχεια του “Μια σύντομη ιστορία του χρόνου”. Περιέχει μια μελέτη των σημαντικών ανακαλύψεων και παρατηρήσεων που έχουν γίνει έπειτα από αυτό. Ο κύριος στόχος είναι να εξερευνήσει την ύπαρξη και τον σκοπό ενός μεγάλου σχεδιασμού για το Σύμπαν. Τώρα εξερευνώ τα “γιατί είμαστε εδώ;”, “από πού προερχόμαστε;”, “γιατί είναι έτσι το Σύμπαν;”, “γιατί υπάρχει Σύμπαν;”».
Για ποιο πράγμα είστε πιο υπερήφανος στη ζωή σας; «Είμαι πολύ υπερήφανος που συνέβαλα στην κατανόησή μας για το Σύμπαν. Είμαι επίσης ευτυχής που η δουλειά μου έχει εκλαϊκευτεί. Είναι σημαντικό ο κόσμος να γνωρίσει – και να έχει την ευκαιρία να καταλάβει – αυτήν τη μυστηριώδη δουλειά των επιστημόνων. Αυτό το Σύμπαν όμως θα ήταν ένα εντελώς άδειο μέρος αν δεν είχα την αγάπη και την υποστήριξη της οικογένειας και των φίλων μου».
Στον κόσμο του Στήβεν Χόκινγκ
Από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κέιμπριτζ πήραμε με τη Νανά, τη φωτογράφο, ένα ταξί και είπαμε στον οδηγό ότι πάμε στο πανεπιστήμιο, στο Μαθηματικό Τμήμα. «Πού ακριβώς;». «Στον Στίβεν Χόκινγκ». «Θα σας πάω ακριβώς». «Είναι πολύ διάσημος εδώ στην πόλη;». «Ο πιο διάσημος άγνωστός μας. Πολύ σπάνια τον βλέπουμε, αλλά είναι λογικό».
Φτάνουμε στο κτίριο. Είναι τεράστιο και θυμίζει παγόδα. Εδώ έχουν τα γραφεία και τα εργαστήριά τους οι μαθηματικοί, οι φυσικοί και οι κοσμολόγοι του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Εδώ βρίσκονται μερικοί από τους διασημότερους επιστήμονες του κόσμου και οι τελειόφοιτοί τους. Οση ώρα περιμέναμε στη ρεσεψιόν είδαμε καμιά εικοσαριά ανθρώπους να περνάνε, για τους οποίους όπου και να τους έβλεπε κάποιος θα έλεγε: «Να ένας επιστήμονας». Ενιωσα κάτι μεταξύ δέους και έκπληξης. Σε λίγο ήρθε η Τζούντιθ Κρόσντελ να μας παραλάβει. «Είστε σίγουρα οι πρώτοι Ελληνες που θα φωτογραφίσετε τον χώρο. Δεν νομίζω να έχουν έρθει ούτε καν Αγγλοι» μας είπε. Ζητήσαμε να μας δείξει όλη τη διαδρομή που ακολουθεί ο καθηγητής όταν έρχεται. «Πρώτα να σας πω ότι το σπίτι του είναι μόλις δυο-τρία λεπτά από εδώ. Ερχεται κάθε ημέρα στις 11.30 το πρωί και φεύγει γύρω στις 7.30-8.00 το βράδυ». Το γραφείο του βρίσκεται στον πρώτο όροφο της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Κέιμπριτζ. Βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα, οι διαστάσεις του οποίου είναι προσαρμοσμένες για να μπορεί να μπαινοβγαίνει εύκολα η αναπηρική καρέκλα, αριστερά στο βάθος αντικρίζουμε την πόρτα του γραφείου του. Μια μαύρη πόρτα έξω από την οποία, στον διπλανό τοίχο, είναι αναρτημένες τρεις φωτογραφίες με τον Χόκινγκ να αιωρείται σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, από τότε που πέταξε με ειδικό αεροσκάφος της ΝASA.
Πάνω στην πόρτα υπάρχει μια μικρή ταμπέλα που γράφει: «S.W. Hawking Lucasian Professor». Λουκασιανός καθηγητής, από τον Χένρι Λούκας (1610-1663), που ίδρυσε την ομώνυμη έδρα μαθηματικών στο Κέιμπριτζ, μία από τις έδρες με το μεγαλύτερο ακαδημαϊκό κύρος. «Αυτό εδώ δεξιά είναι το δικό μου γραφείο» λέει η Τζούντιθ. «Δείτε πόσα γράμματα έχω που είναι για τον καθηγητή. Χώρια τα e-mail». Πάνω σε έναν πάγκο πρέπει να ήταν πάνω από 1.000 φάκελοι αραδιασμένοι.
Τη στιγμή που η Τζούντιθ Κρόσντελ πατούσε τον κωδικό για να ανοίξει η πόρτα πέρασαν από το μυαλό μου αστραπιαία γύρω στις δέκα εκδοχές τού πώς θα ήταν το γραφείο του. Σκεφτόμουν διάφορες παραλλαγές ενός μεγάλου χώρου με πολυτέλεια και διαστημικό ντιζάιν. Τελικά καμία εκδοχή δεν πλησίασε την πραγματικότητα. Είκοσι τετραγωνικά όλα κι όλα, ένα πολύ απλό γραφείο. Ετσι ακριβώς θα ήταν το γραφείο του Στίβεν Χόκινγκ. Ετσι έπρεπε να το έχω φανταστεί. Αριστερά ένα πολύ απλό, σίγουρα φθηνό, γραφείο. Πίσω από το γραφείο ένας νεροχύτης με πολλά ποτήρια, άφθονο μαύρο τσάι και ένας φούρνος μικροκυμάτων. Μπροστά από το γραφείο, στα αριστερά, ένας καφέ καναπές και δεξιά πέντε καρέκλες διαφορετικές μεταξύ τους και ένας πίνακας με κιμωλίες. Σε αυτό το γραφείο μαζεύονται δύο ως τρεις φορές την εβδομάδα διάφοροι καθηγητές και συζητούν μαζί με τον Χόκινγκ θέματα κοσμολογίας. Επίσης εδώ έρχονται και οι φοιτητές του για να τους εξετάσει ή να συζητήσουν τις εργασίες τους. Ενας καλόγερος με δυο-τρία πουκάμισα βρίσκεται δίπλα στον πίνακα. «Τα έχει αυτά τα ρούχα σε περίπτωση που χρειαστεί για κάποιον λόγο να αλλάξει» μας εξηγεί η Τζούντιθ. Τι κάνει μόλις μπει στο γραφείο; «Θέλει αμέσως να πιει μαύρο τσάι και να διαβάσει τις εφημερίδες. Διαβάζει όλες τις βασικές εφημερίδες καθημερινά. Του αρέσει πολύ, όπως του αρέσει και να βλέπει τηλεόραση τα βράδια». Τι βλέπει στην τηλεόραση; «Του αρέσουν παρά πολύ οι “Simpsons”. Του αρέσουν όμως πολύ και μερικά προγράμματα του Νational Geographic και του Discovery Channel». Σε όλα αυτά δεν είναι μόνος του. Εχει τέσσερις βοηθούς που τον προσέχουν με βάρδιες, όλο το 24ωρο, ακόμη και όταν κοιμάται. «Τον ξέρουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Μια γκριμάτσα του και καταλαβαίνουν αμέσως τι θέλει. Ενας άνθρωπος σε πλήρη παράλυση, που δεν μπορεί να μιλήσει, θέλει βοήθεια ακόμη και για κάτι που τον ενοχλεί στο αφτί του, για παράδειγμα, και θέλει να το ξύσει» μας πληροφορεί. Το γραφείο είναι γεμάτο με αυτοσαρκαστικές μονταρισμένες φωτογραφίες: Ο Στίβεν Χόκινγκ στο αναπηρικό καροτσάκι δίπλα στη Μέριλιν Μονρόε· ο Στίβεν Χόκινγκ μέσα σε συγκρουόμενο λίγο προτού τρακάρει με τον Αϊνστάιν που οδηγεί ποδήλατο· ο Στίβεν Χόκινγκ με τους Simpsons και πολλές άλλες. Μείναμε εδώ μιάμιση ώρα. Η φωτογράφος τραβούσε ασταμάτητα το παραμικρό. Εγώ ήθελα να παρατηρήσω την κάθε λεπτομέρεια, μήπως έτσι έμπαινα λίγο στον ψυχισμό του. Λίγο ο χώρος, λίγο περισσότερο η γνώση σε ποιον ανήκει, ένιωθα σαν να βρισκόμουν επί 90 λεπτά σε κάτι ανάμεσα σε λούνα παρκ και στη Ζώνη του Λυκόφωτος.
Φεύγοντας, σκεπτόμουν ότι αν έχεις πραγματικά έναν σκοπό, τότε επιδιώκεις να βρεις τα μέσα για να τον πετύχεις. Και αν έχεις σκοπό να κατανοήσεις το Σύμπαν, το σώμα σου δεν είναι καθόλου απαραίτητο. Επίσης σκεπτόμουν πόσο δίκιο έχει ο Νίτσε όταν λέει ότι «το να μάθει κανείς να αγαπάει πραγματικά τον εαυτό του είναι τελικά η πιο δύσκολη τέχνη από όλες. Η πιο ύπουλη, η πιο λεπτή, η έσχατη και η πιο υπομονετική». Πιο δύσκολη και από την αστροφυσική…
* H συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜagazino στις 11 Ιουλίου 2010