Σκεπτόµενος τις διαµαρτυρίες του κινήµατος «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» και τις ανάλογες εκδηλώσεις κατακραυγής σε ολόκληρο τον κόσµο, θυµήθηκα ότι πριν από µερικά χρόνια ο βρετανός συγγραφέας Τζον Μπέργκερ έγραψε ότι «τα πλήθη των ανθρώπων έχουν απαντήσεις σε ερωτήµατα που δεν έχουν τεθεί ακόµη…
Τα ερωτήµατα δεν έχουν τεθεί ακόµη επειδή το να τα θέσουµε απαιτεί λέξεις και έννοιες που ακούγονται σαν αληθινές, και αυτές που χρησιµοποιούνται τώρα για να κατονοµάσουν γεγονότα κατάντησαν κενές νοήµατος:
∆ηµοκρατία, Ελευθερία, Παραγωγικότητα κ.λπ. Με νέες έννοιες τα ερωτήµατα θα τεθούν γρήγορα, επειδή η Ιστορία συνεπάγεται ακριβώς µια τέτοια διαδικασία θέσεως ερωτηµάτων». Ας αρχίσουµε να ρωτάµε.
Οι διαδηλωτές του «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» και οι οπαδοί τους έχουν τις απαντήσεις. Στην πραγµατικότητα έχουµε βοµβαρδίσει τους διαδηλωτές µε ερωτήσεις, αλλά όχι ακόµη µε τις σωστές ερωτήσεις.
«Μα τι θέλετε;» τους ρωτάµε. «Ποια είναι τα συγκεκριµένα αιτήµατά σας;». Αυτό είναι το αρχέτυπο ερώτηµα που θέτει ένας άνδρας αφεντικό σε µια υστερική γυναίκα, µια σκηνή από ηµέρες που έχουν παρέλθει: «Ολο γκρίνια και παράπονα είσαι – ξέρεις τι θες πραγµατικά;».
Μια τέτοια ερώτηση στοχεύει ακριβώς στον αποκλεισµό της αληθινής απάντησης. Στην ουσία λέει «Πες το µε τους δικούς µου όρους ή βούλωσέ το!». Είναι ένα ερώτηµα που, στην πραγµατικότητα, αποτρέπει τη διαδικασία της µετάφρασης µιας ατελούς διαµαρτυρίας σε συγκεκριµένο σχέδιο.
Οι διαδηλωτές του «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» εφιστούν την προσοχή σε δύο σηµεία-κλειδιά. Πρώτον, ότι το παγκόσµιο καπιταλιστικό σύστηµα έχει καταστροφικές επιπτώσεις: Σκεφθείτε τα εκατοντάδες δισεκατοµµύρια που χάθηκαν εξαιτίας της αχαλίνωτης χρηµατοπιστωτικής κερδοσκοπίας. ∆εύτερον, ότι η οικονοµική παγκοσµιοποίηση υπονοµεύει, σταδιακά αλλά ανελέητα, τη νοµιµοποίηση των ∆υτικών δηµοκρατιών. Μεγάλες οικονοµικές συναλλαγές που εξαρτώνται από διεθνείς παίκτες δεν µπορούν να ελεγχθούν από δηµοκρατικούς µηχανισµούς, οι οποίοι εξ ορισµού περιορίζονται σε εθνικά κράτη. Κατά συνέπεια, οι θεσµικές δηµοκρατικές µορφές είναι όλο και πιο ανίκανες να εννοήσουν τα ζωτικά συµφέροντα του λαού. Η ουσία των διαδηλώσεων της Γουόλ Στριτ είναι η εξής: Πώς θα επεκτείνουµε τη δηµοκρατία πέραν της κρατικής-πολυκοµµατικής πολιτικής µορφής της, η οποία είναι καταφανώς ανί σχυρη όταν έρχεται αντιµέτωπη µε τις καταστροφικές επιπτώσεις της οικονοµικής ζωής;
∆εν υπάρχει έλλειψη αντικαπιταλιστικού φρονήµατος σήµερα. Υπάρχει πληθώρα κριτικής για τη φρίκη του καπιταλισµού: Βιβλία, εις βάθος δηµοσιογραφικές έρευνες και τηλεοπτικές ειδήσεις βρίθουν επιχειρήσεων που µολύνουν ανελέητα το περιβάλλον µας, διεφθαρµένων τραπεζιτών που συνεχίζουν να παίρνουν παχυλά µπόνους, ενώ οι τράπεζές τους διασώζονται µε δηµόσιο χρήµα, µαγαζιών εκµετάλλευσης του ανθρώπινου µόχθου, όπου παιδιά δουλεύουν ατέλειωτες ώρες.
Αυτό που κατά κανόνα δεν αµφισβητείται είναι το δηµοκρατικόφιλελεύθερο πλαίσιο του αγώνα εναντίον αυτών των καταχρήσεων. Ο ρητός ή υπονοούµενος στόχος µιας τέτοιας κριτικής είναι να εκδηµοκρατιστεί ο καπιταλισµός, να επεκτείνουµε τον δηµοκρατικό έλεγχο στην οικονοµία µέσω πίεσης από τα ΜΜΕ, κοινοβουλευτικών εξεταστικών επιτροπών, πιο αυστηρής νοµοθεσίας, εντίµων αστυνοµικών ερευνών και ούτω καθεξής.
Αλλά ποτέ, µα ποτέ, δεν αµφισβητούµε το δηµοκρατικό θεσµικό πλαίσιο του κράτους δικαίου. Αυτή είναι η ιερή αγελάδα που ακόµη και οι πιο ριζοσπαστικές µορφές του ηθικού αντικαπιταλισµού – σκεφθείτε το φόρουµ του Πόρτο Αλέγκρε, το κίνηµα του Σιάτλ – δεν τολµούν να αγγίξουν.
Πάρτε για παράδειγµα την ισπανική εκδοχή των διαδηλωτών του κινήµατος «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ», τους Ιndignados (τους «Αγανακτισµένους»). Απορρίπτουν ολόκληρη την πολιτική τάξη, Αριστερά και ∆εξιά, ως διεφθαρµένη και ελεγχόµενη από τη λαγνεία για εξουσία. Και όµως, οι «Αγανακτισµένοι» απευθύνουν τα αιτήµατά τους για αλλαγή σε ποιον; Οχι στον ίδιο τον λαό: οι «Αγανακτισµένοι» δεν λένε (προς το παρόν) ότι κανένας δεν θα φέρει την αλλαγή αν δεν τη φέρει ο ίδιος ο λαός, ότι (για να παραφράσουµε τον Γκάντι) ο ίδιος ο λαός πρέπει να γίνει η αλλαγή την οποία θέλει να δει. Τα αιτήµατά τους απευθύνονται προς αυτούς που έχουν τον έλεγχο – ακριβώς προς εκείνους εναντίον των οποίων διαµαρτύρονται.
Ο Μαρξ δεν πίστευε στην τοποθέτηση του ερωτήµατος περί ελευθερίας στην πολιτική σφαίρα καθαυτή.
∆εν θα συµφωνούσε µε τον τρόπο µε τον οποίο οι δυτικοί θεσµοί αποτιµούν συνήθως τους βαθµούς της ελευθερίας όταν θέλουν να κρίνουν µια χώρα: Γίνονται ελεύθερες εκλογές; Είναι ανεξάρτητοι οι δικαστές; Είναι ο Τύπος ελεύθερος από κρυφές πιέσεις; Γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώµατα;
Το κλειδί για την πραγµατική ελευθερία, πίστευε ο Μαρξ, βρίσκεται στο «απολιτικό» δίκτυο των προσωπικών σχέσεων, από την αγορά ως την οικογένεια. Είναι ψευδαίσθηση να περιµένεις ότι µπορεί κάποιος να αλλάξει αποτελεσµατικά τα πράγµατα µέσω της «επέκτασης» της δηµοκρατίας. Οι ριζοσπαστικές αλλαγές θα έπρεπε να γίνονται εκτός της σφαίρας των νοµικών δικαιωµάτων. «Η δηµοκρατική ψευδαίσθηση», η αποδοχή θεσµικών δηµοκρατικών µηχανισµών ως της µοναδικής, της «σωστής» δύναµης για αλλαγή, απλώς αποτρέπει τη ριζοσπαστική αλλαγή.
Στα µέσα Απριλίου του 2011 οι ειδήσεις µετέδωσαν ότι η κυβέρνηση στην Κίνα είχε απαγορεύσει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές µε θέµα ταξίδια στον χρόνο και εναλλακτικές θεωρίες περί Ιστορίας, καταγγέλλοντας ότι εισάγουν επιπολαιότητα σε σοβαρά ιστορικά ζητήµατα. Οι Κινέζοι θεωρούν άκρως επικίνδυνη ακόµη και τη µυθοπλαστική δραπέτευση στην εναλλακτική πραγµατικότητα.
Στη φιλελεύθερη ∆ύση δεν έχουµε ανάγκη από τέτοιες ρητές απαγορεύσεις. Η ιδεολογία ασκεί τόση εξουσία επάνω µας ώστε µας εµποδίζει να παίρνουµε στα σοβαρά εναλλακτικές αφηγήσεις της Ιστορίας. Αυτολογοκρινόµαστε. Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που δεν θα τις θέταµε ποτέ.
Σε ένα παλιό ανέκδοτο, που αποδίδεται συχνά στην αποθανούσα Λαϊκή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας, ένας γερµανός εργάτης βρίσκει δουλειά στη Σιβηρία. Γνωρίζοντας ότι λογοκριτές θα διαβάζουν όλη την αλληλογραφία του, λέει στους φίλους του: «Ας βάλουµε έναν κώδικα: αν ένα γράµµα που σας στέλνω είναι γραµµένο µε κανονικό µπλε µελάνι, ό,τι γράφω είναι αλήθεια. Αν είναι γραµµένο µε κόκκινο µελάνι, είναι ψέµατα».
Υστερα από έναν µήνα, οι φίλοι του λαµβάνουν το πρώτο γράµµα, µε µπλε µελάνι: «Ολα είναι υπέροχα εδώ: τα µαγαζιά είναι γεµάτα, το φαγητό µπόλικο, τα διαµερίσµατα µεγάλα και µε καλή θέρµανση, τα σινεµά δείχνουν ταινίες από τη ∆ύση, υπάρχουν πολλά ωραία κορίτσια πρόθυµα για ερωτικές σχέσεις – το µόνο πράγµα που δεν έχουµε είναι κόκκινο µελάνι».
Αυτή δεν είναι η κατάστασή µας σήµερα;
Εχουµε όλες τις ελευθερίες που θέλει κανείς – το µόνο πράγµα που λείπει είναι το κόκκινο µελάνι.
Αυτό που σηµαίνει η έλλειψη κόκκινου µελανιού σήµερα, είναι ότι οι όροι που χρησιµοποιούµε για να προσδιορίσουµε τις συγκρούσεις γύρω µας – «πόλεµος κατά της τροµοκρατίας», «δηµοκρατία και ελευθερία», «ανθρώπινα δικαιώµατα» – δεν ανταποκρίνονται στη νέα πραγµατικότητα. Προκαλούν σύγχυση στην αντίληψη που έχουµε για την κατάσταση, αντί να µας επιτρέπουν να στοχαζόµαστε γι’ αυτή.
«Νιώθουµε ελεύθεροι» επειδή µας λείπει η γλώσσα για να αρθρώσουµε την ανελευθερία µας.
Ας δώσουµε κόκκινο µελάνι στους διαδηλωτές.
© 2011 The New York Times
Ο σλοβένος πολιτικός φιλόσοφος και κριτικός Πολιτισμού Σλαβόι Ζίζεκ είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνας στη Σλοβενία, καθηγητής στο European Graduate School στην Ελβετία και επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ