Είναι µόλις η πέµπτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδηµίας Αθηνών που εκλέγεται τακτικό µέλος της. Αναζητήσαµε την ιστορικό του βενετοκρατούµενου Ελληνισµού, πανεπιστηµιακό και διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας Χρύσα Μαλτέζου λίγες ηµέρες µετά την πρόσφατη εκλογή της στην Ακαδηµία Αθηνών και, µε αφορµή τη συµπλήρωση 60 χρόνων από τη σύσταση του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας το 1951, µιλήσαµε µαζί της για την επικαιρότητα των επιστηµονικών ενδιαφερόντων της και τον ρόλο του Ινστιτούτου στη σύγχρονη εποχή.
Η Χρύσα Μαλτέζου είναι η τέταρτη διευθύντρια του Ινστιτούτου, του µόνου ελληνικού ερευνητικού ιδρύµατος που λειτουργεί εκτός ελλαδικών συνόρων. Βρίσκεται στο πηδάλιό του ήδη 13 χρόνια, διαδεχόµενη το 1998 τον βυζαντινολόγο Ν. Μ. Παναγιωτάκη. Ενα διάστηµα αρκετά γόνιµο, στο οποίο έγινε απογραφή, ταξινόµηση και καταλογογράφηση των αρχείων του ιδρύµατος.
Πρόσφατα αντιπροσωπευτικό µέρος τους ψηφιοποιήθηκε και θα συµπεριληφθεί στην ευρωπαϊκή βάση δεδοµένων πολιτισµού Europeana. Παράλληλα όµως αναζητήθηκαν χορηγίες για την αναστήλωση των ακινήτων που κληρονόµησε το Ινστιτούτο από την Ελληνική Αδελφότητα της Βενετίας, ανακαίνιση απαραίτητη σε µια πόλη που η διατηρητέα οµορφιά της φθίνει καθηµερινά από την υγρασία και παράλληλα αναγκαία για τη λειτουργία του Ινστιτούτου, εφόσον στην εκµετάλλευση των ακινήτων αυτών οφείλει τη βιώσιµότητά του.
Είναι όλα µέρος των ευθυνών του διευθυντή του Ινστιτούτου, θέση ιδιότυπη και εξαιρετικά απαιτητική, όπως µας περιγράφει η κυρία Μαλτέζου, ο οποίος «εκτελεί αφενός χρέη επιστηµονικά, αφετέρου όµως ασχολείται µε τη λειτουργία του Μουσείου και του ξενώνα των φιλοξενουµένων, τα επισκευαστικά έργα στα διάφορα ακίνητα, την οικονοµική διαχείριση». ∆ουλεύοντας εντατικά και οργανώνοντας καλά τον χρόνο της καταφέρνει να εξοικονοµεί χρόνο για την έρευνα, που την ξεκουράζει από τα διοικητικά της καθήκοντα. «Τα αρχεία είναι η ζωή µου. Οταν µπαίνω στην αίθουσα µελέτης του κρατικού αρχείου της Βενετίας και βυθίζοµαι στα αρχειακά έγγραφα και κατάστιχα, ξεχνώ τον έξω κόσµο», εκµυστηρεύεται µε ενθουσιασµό και η θέρµη της φωνής της γίνεται αισθητή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής.
Αυτή την αγάπη προσπαθεί να µεταδίδει στους νέους ερευνητές που καταφθάνουν στο Ινστιτούτο, διότι, όπως λέει η παλαίµαχος πανεπιστηµιακός, «στην πραγµατικότητα δασκάλα είµαι». Οι προσπάθειές της φαίνεται ότι αποδίδουν. «Οσοι φεύγουν από εδώ είναι παθιασµένοι µε την αρχειακή έρευνα, η οποία προσφέρει µια ικανοποίηση που µπορεί να παραβληθεί µε αυτήν του αρχαιολόγου. Είναι απερίγραπτη η αίσθηση όταν ανοίγεις µια διαθήκη του 13ου αιώνα και βγαίνει από αυτήν ένας ολόκληρος κόσµος».
Της επισηµαίνουµε ότι είναι ένας κόσµος πολύ µακρινός. Απαντά ότι µας αφορά άµεσα. «Η περίοδος της Βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο δεν αποτελεί µόνο µια σελίδα της ελληνικής ή της βενετικής Ιστορίας, αλλά συγχρόνως και µια σελίδα της ίδιας της ευρωπαϊκής Ιστορίας. Η µελέτη της προσφέρει στον σηµερινό Ελληνα κλείδες για να αντιληφθεί καλύτερα τη σύνθετη ιστορική οθόνη της ευρωπαϊκής Ιστορίας και να κατανοήσει ευκολότερα πτυχές που σχετίζονται µε τη διαµόρφωση της ευρωπαϊκής φυσιογνωµίας» υποστηρίζει η Χρύσα Μαλτέζου.
To δεύτερο σκέλος των ερευνών που διεξάγονται στο Ινστιτούτο, η µελέτη της ιστορικής πορείας του Ελληνισµού της διασποράς σε µια κρίσιµη για την εξέλιξή του καµπή, «έχει σχέση µε το µεγάλο ζήτηµα της φυγής και εγκατάστασης µετά την Αλωση των Ελλήνων στη ∆ύση, όπου ζήτησαν µια καλύτερη τύχη. Οι τρόποι µε τους οποίους προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους ή οι λόγοι για τους οποίους η ταυτότητά τους χάθηκε συνάπτονται µε το φαινόµενο της µετανάστευσης που παρατηρείται έντονο στη χώρα µας και γενικότερα στην Ευρώπη». Ζητήµατα επίκαιρα σήµερα.
Πριν από ενάμιση χρόνο διαφάνηκε μια απειλή μεταβολής του χαρακτήρα του Ινστιτούτου από ερευνητικό σε πολιτιστικό. Η διευθύντριά του Χρύσα Μαλτέζου προτιμά να μη θυμάται αυτές τις στιγμές της ιστορίας του Ινστιτούτου. «Το υπουργείο δεν καταλαβαίνει τι κάνουμε εδώ» λέει, και δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. «Η μετατροπή του Ινστιτούτου από επιστημονικό σε πολιτιστικό κέντρο θα είχε ολέθριες συνέπειες στον χώρο της έρευνας του μεσαιωνικού και νεότερου Ελληνισμού, γιατί θα έκλεινε οριστικά ένα παράθυρο της ελληνικής επιστήμης στην καρδιά της Ευρώπης».
Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του το Ινστιτούτο, με τις έρευνες που πραγματοποιούν οι υπότροφοι και οι φιλοξενούμενοί του ερευνητές, έχει συντελέσει στην κατανόηση του ιστορικού τοπίου του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, τόσο στον χώρο της κοινωνίας όσο και σε αυτόν της τέχνης και του πνεύματος, αλλά και στη γνωριμία μας με την ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. Τι ρόλο όμως μπορεί να διαδραματίσει στην τρέχουσα πολιτική και οικονομική συγκυρία; «Ειδικά σήμερα, όταν το όνομα της Ελλάδας στο εξωτερικό υφίσταται αυτό που υφίσταται, όταν άλλοι μάς λυπούνται και άλλοι μάς θεωρούν απατεώνες, το Ινστιτούτο μπορεί να προσφέρει μιαν αισιόδοξη νότα, ώστε ο κόσμος να αρχίσει να λέει κάτι θετικό για τους Ελληνες» απαντά σταθερά και αποφασιστικά η κυρία Μαλτέζου. «uni0394εν μιλώ για τους κατοίκους της Βενετίας, μιας πόλης με ρίζες βυζαντινές, που μας αγαπούν και διψούν για οτιδήποτε ελληνικό», εξηγεί, «αλλά για τους τόσους ξένους που περνούν από τη Βενετία. Εχουμε την υποδομή, ωραιότατους ιστορικούς χώρους και ξενώνα, μπορούμε με πολύ λίγα χρήματα να οργανώσουμε εκθέσεις σημαντικών μνημείων του αρχαίου και του βυζαντινού κόσμου, να φιλοξενήσουμε ημερίδες, μια παρουσίαση, για παράδειγμα, του νέου Μουσείου της Ακρόπολης».
Εκδηλώσεις που θα προβάλλουν όψεις του Ελληνισμού πέρα από το στενό πλαίσιο των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, διότι, μολονότι σκληροπυρηνική ερευνήτρια, η νέα ακαδημαϊκός είναι υπέρμαχος της άποψης ότι «η εκλαϊκευση, με την προϋπόθεση ότι είναι υψηλής στάθμης, είναι αναγκαία στην εποχή μας», για να γνωρίσουν οι ξένοι το άλλο, το καλό μας πρόσωπο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ