Την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι ελληνικές τράπεζες τους µήνες που προηγήθηκαν της ενεργοποίησης του µηχανισµού στήριξης ΕΕ – ∆ΝΤ τον Μάιο του 2010 θυµίζουν οι συνθήκες που επικρατούν σήµερα στον ευρωπαϊκό χρηµατοπιστωτικό κλάδο, προµηνύοντας ένα δύσκολο 2012. Παρά τις σηµαντικές παρεµβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το τελευταίο τρίµηνο του 2011 και την πρόοδο που σηµειώθηκε στη διαδικασία δηµιουργίας πακέτων διάσωσης µετά τις τελευταίες Συνόδους Κορυφής, η κρίση χρέους εξαπλώθηκε σε όλη την ευρωζώνη. Οι διατραπεζικές αγορές έχουν «παγώσει» και οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυµάτων προετοιµάζονται για γενναίες κεφαλαιακές «ενέσεις» τη νέα χρονιά, γεγονός που αναµένεται να έχει άµεσο αντίκτυπο στη χρηµατοδότηση του ιδιωτικού τοµέα στη γηραιά ήπειρο, αυξάνοντας τον κίνδυνο της ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονοµία.
Το κλίµα αυτό προσοµοιάζει µε αυτό που επικρατούσε στην Ελλάδα στο τέλος του 2009. Τότε, οι εκτιµήσεις για αδυναµία αναχρηµατοδότησης του δηµόσιου χρέους της χώρας άρχισαν να δηµιουργούν κλίµα δυσπιστίας απέναντι στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύµατα, τα οποία έχαναν τη µία µετά την άλλη τις γραµµές πίστωσης από το εξωτερικό. Το κενό αυτό άρχισε σταδιακά να καλύπτεται από την ΕΚΤ, η οποία κατέληξε να αποτελεί λίγους µήνες αργότερα την αποκλειστική πηγή άντλησης ρευστότητας, αναπληρώνοντας ακόµη και τις εκροές στις καταθέσεις που πλέον έχουν ξεπεράσει τα 60 δισ. ευ ρώ. Το αποτέλεσµα ήταν να διαµορφωθούν συνθήκες πιστωτικής συρρίκνωσης, οδηγώντας την ελληνική οικονοµία σε βαθιά ύφεση.
Αξιοσηµείωτη οµοιότητα µε την ελληνική περίπτωση αποτελεί και η προετοιµασία των τραπεζών για µεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου. Στόχος των σχεδίων κεφαλαιακής ενίσχυσης που τέθηκαν σε εφαρµογή από τους έλληνες τραπεζίτες πριν από τον οριστικό αποκλεισµό της χώρας από τις αγορές, ήταν η θωράκιση των πιστωτικών ιδρυµάτων για το ενδεχόµενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, το οποίο τελικώς δεν αποφεύχθηκε. Τα πιστωτικά ιδρύµατα προχώρησαν επιτυχώς σε νέες εκδόσεις µετοχών, ενώ εκµεταλλεύτηκαν στο έπακρο την κρατική στήριξη που τους παρασχέθηκε ήδη από το 2008 µέσω των πακέτων ενίσχυσης του συστήµατος. Ωστόσο, ούτε αυτές οι κινήσεις αποδείχθηκαν αρκετές για την αναπλήρωση των αποµειώσεων, λόγω του «κουρέµατος» της ονοµαστικής αξίας των ελληνικών κατά 50% που θα ακολουθήσει.
Ανάλογο σχεδιασµό υλοποιούν σήµερα οι µεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες. Με βάση τα τελευταία στρες τεστ που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA), ο ευρωπαϊκός κλάδος θα πρέπει µέσα στο α΄εξάµηνο του 2012 να ενισχυθεί κεφαλαιακά µε 115 δισ. ευρώ για τη διαµόρφωση των σχετικών δεικτών επάρκειας στα ελάχιστα επιτρεπτά όρια. Οι ανάγκες αυτές θα πρέπει να καλυφθούν µέσα σε ένα σύντοµο χρονικό διάστηµα και υπό ιδιαίτερα δυσµενείς συνθήκες στις αγορές, δηµιουργώντας προβληµατισµό στους οικονοµολόγους για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στην οικονοµική δραστηριότητα. Εξάλλου, η πλειονότητα των αναλυτών θεωρεί ανεπαρκή τα µέτρα που έχει λάβει µε τις αποφάσεις των τελευταίων Συνόδων Κορυφής η ΕΕ για την αντιµετώπιση της κρίσης χρέους, εκτιµώντας ότι τα «πυροµαχικά» των υφιστάµενων µηχανισµών διάσωσης δεν είναι αρκετά.
Ολες αυτές οι αβεβαιότητες αναγκάζουν τις διοικήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών να «παίξουν άµυνα». Στην πρόσφατη πράξη χορήγησης ρευστότητας µέσω τριετών δανείων, 500 πιστωτικά ιδρύµατα άντλησαν από την ΕΚΤ το ποσό-ρεκόρ των 490 δισ. ευρώ. Στόχος της Ευρωτράπεζας ήταν να αποκαταστήσει τις συνθήκες λειτουργίας των αγορών, δίνοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να εξασφαλίσουν φθηνά κεφάλαια µε στόχο από τη µία πλευρά να τονωθεί ο µεταξύ τους δανεισµός και από την άλλη να στηριχθούν οι δηµοπρασίες νέων κρατικών τίτλων από τις χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν πολύ σύντοµα, καθώς οι τράπεζες όχι µόνο δεν διοχέτευσαν τα κεφάλαια που δανείστηκαν στην ελεύθερη αγορά, αλλά τα επέστρεψαν λίγα 24ωρα αργότερα στην ίδια την ΕΚΤ. Αυτό καταδεικνύει η καταγραφή ιστορικού υψηλού, στα 452 δισ. ευρώ, για τις καταθέσεις διευκόλυνσης µιας ηµέρας που αποδέχεται η ευρωπαϊκή νοµισµατική αρχή, αµέσως µετά τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Οι ελληνικές τράπεζες, µέσα σε ένα κλίµα έντονης αστάθειας και αβεβαιότητας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καλούνται να καλύψουν τη νέα χρονιά άνευ προηγουµένου ζηµιές από το PSI και τα αποτελέσµατα των ελέγχων της Blackrock στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Ο λογαριασµός κεφαλαιακής ενίσχυσης για την κάθε τράπεζα αναµένεται να αποσταλεί από την Τράπεζα της Ελλάδος στο τέλος Φεβρουαρίου. Μετά την επίδοση των σχετικών εκθέσεων, θα δοθεί χρονικό περιθώριο δύο µηνών για την εκπόνηση σχεδίων ανακεφαλαιοποίησης, που θα πρέπει να υλοποιηθούν ως και το τέλος Αυγούστου.
Σηµαντικό κοµµάτι των πλάνων κεφαλαιακής ενίσχυσης αναµένεται να αποτελέσει και η πώληση θυγατρικών στο εξωτερικό. Οι τραπεζίτες καλούνται να αποφασίσουν για το αν θα πρέπει να ρευστοποιήσουν κερδοφόρες µονάδες στις οικονοµίες της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Ευρώπης για να αποφύγουν την απώλεια ελέγχου των επιχειρήσεων που διοικούν. Τραπεζικοί κύκλοι υπογραµµίζουν ότι η επιδείνωση της κρίσης και τα σηµαντικά προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά τη διαδικασία κατάρτισης των πλάνων κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Οι αυξηµένες κεφαλαιακές ανάγκες ενδεχοµένως να οδηγήσουν ξένα πιστωτικά ιδρύµατα µε παρουσία στα Βαλκάνια στην πώληση των µονάδων τους. Σε µια τέτοια περίπτωση θα υπάρξει «συνωστισµός στην έξοδο», προκαλώντας πίεση στο ύψους του τιµήµατος που θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν οι ελληνικές τράπεζες. Οι ίδιοι κύκλοι εκτιµούν ότι τα προβλήµατα χρηµατοδότησης του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου θα επηρεάσουν τα επόµενα χρόνια αρνητικά τις τοπικές οικονοµίες, πλήττοντας τα αποτελέσµατα των θυγατρικών των ελληνικών οµίλων στο εξωτερικό και κατ’ επέκταση των αποτιµήσεών τους. Αν επαληθευθεί αυτό το σενάριο, όσο περισσότερο καθυστερήσει η διάθεση πλειοψηφικών πακέτων στη ΝΑ Ευρώπη, τόσο λιγότερα θα είναι τα κεφάλαια που θα αντληθούν.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το Δημόσιο να αποκτήσει πλειοψηφικά πακέτα σε τράπεζες με την αγορά κοινών μετοχών μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Η πρόταση των τραπεζών διαχωρίζει τον τρόπο στήριξής τους ανάλογα με την αιτία των ζημιών. Ετσι, οι απομειώσεις από το PSI, που οφείλονται σε αδυναμία του Δημοσίου να αποπληρώσει τα δάνειά του, προτείνεται να καλυφθούν με προνομιούχες ή με κοινές άνευ δικαιώματος ψήφου μετοχές και οι απώλειες από τις προβλέψεις στα δάνεια με κοινές μετοχές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ