«Η σούπα σας να είνε θρεπτική, ο γάλος σας να είναι παχύς και τρυφερός και να µη τον κάψη ο φούρναρης, ο κοραµπιές σας να είνε εύγευστος και η ρετσίνα σας άδολη και αρωµατώδης» εύχεται η εφηµερίδα «Σκριπ» τα Χριστούγεννα του 1910 στους αναγνώστες της. Βρισκόµαστε στην Μπελ Επόκ, στην εποχή της ανεµελιάς και των µεγάλων ανακαλύψεων. Στην Αθήνα οι εφηµερίδες διαφηµίζουν απίθανα προϊόντα, το τρένο τρέχει υπογείως τη διαδροµή από το Θησείο προς την Οµόνοια, ο ηλεκτρισµός στέλνει στο πατάρι τα κεριά και τις λάµπες λαδιού, ενώ το ψυγείο πάγου παίρνει τη θέση του στην κουζίνα του Αθηναίου. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ροδοµάγουλες υπηρέτριες πηγαινοφέρνουν στους φούρνους ταψιά µε µεγαλοπρεπείς γάλους και η πόλη µετατρέπεται σε µέγα ζαχαροπλαστείο.
Πλήθος εικόνων χυµώδους αθηναιογραφίας κεντούν την αφήγηση του Θωµά Σιταρά. Αθηναίος κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, καθηγητής Μάρκετινγκ και µερακλής του φαγητού, στον τόµο Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται: 1834-1938 ξεφλουδίζει τα αλλεπάλληλα επίπεδα του παλίµψηστου προσώπου της σύγχρονης Αθήνας και ανασυνθέτει τη γαστρονοµική µνήµη της µε τη συνδροµή ξένων περιηγητών και ντόπιων δηµοσιογράφων.
Τα οδοιπορικά στην Αθήνα του Μπάµπη Αννινου και οι σατιρικοί στίχοι του Γεωργίου Σουρή συνδιαλέγονται µε τα κοµψά ρεπορτάζ του Φιλέα Φογγ (Γιώργου Τσοκόπουλου) και τις εύθυµες ιστορίες του ∆ηµήτρη Γιαννουκάκη, του ∆ηµήτρη Ψαθά και άλλων χρονογράφων σε µια θελκτική, πολυφωνική αφήγηση, η οποία µας ξεναγεί µε σατιρική ελαφράδα στα γαλακτοπωλεία και στις ταβέρνες, στα δυτικότροπα καφέ-σαντάν και στα ανατολίτικα καφέ-αµάν παρουσιάζοντας γλαφυρές όψεις της κοινωνικής ιστορίας της πόλης στη διάρκεια ενός αιώνα.
Το χωριό µε τα οθωµανικά χαλάσµατα που αντίκρισαν οι Βαυαροί του Οθωνα στα 1834 αλλάζει ταχύτατα όψη. Η ανοικοδόµηση της πόλης είναι εντυπωσιακή. Αµαξες και µια ιππήλατη λεωφορειακή γραµµή εξυπηρετούν τον πληθυσµό που εισρέει στην πρωτεύουσα. Τα καφενεία είναι οι πρώτοι επαγγελµατικοί χώροι που δηµιουργούνται µόλις εξασφαλίζεται στέγη. Μέσα σε 30 χρόνια η Αθήνα αποκτά 100 καφενεία. «Bella Grecia», «Καφενείο των Αγωνιστών», «Καφενείο της Παλαιάς Αγοράς», «Καφενείο των Γερόντων»… Απλά και λιτά, µε ανατολίτικο διάκοσµο, καφέ, λουκούµι και ούζο για τους πελάτες των µεσαίων και λαϊκών στρωµάτων, µε καθρέφτες, ευρωπαϊκό ντεκόρ και καφέ µε γάλα για τους ξένους διπλωµάτες, την αστική τάξη και τους αριστοκράτες Φαναριώτες.
Η ιστορία της χώρας ολόκληρης συνδέεται µε τους χώρους αναψυχής και εστίασης. Εκεί οι Ελληνες συναντιούνται και συζητούν, οργανώνονται σε οµάδες, αποκτούν ταυτότητα, ετοιµάζουν τις επαναστάσεις τους, εξηγεί ο συγγραφέας σε όποιον δεν κατανοεί τη σχέση του Ελληνα µε το καφενείο και την ταβέρνα. Στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου στο Σύνταγµα, στην «κλώσσα όλων ανεξαιρέτως των νεοσσών της πολιτικής», µε τα πολυτελή κάτοπτρα, τα αναπαυτικά ανάκλιντρα και το πρόθυµο προσωπικό που σερβίρει «υποβρύχιο», καφενείο το οποίο το «Ελεύθερον Βήµα» χαρακτηρίζει το 1928 «ανωτάτη έδρα πολιτικών επιστηµών!», θα βρούµε όσους έχουν πολιτικές φιλοδοξίες από τη δεκαετία του 1880 ως το 1960.
Ο ταξικός χάρτης της πρωτεύουσας σκιαγραφείται µε ορόσηµα τους τόπους διασκέδασης. Στην οδό Αιόλου ανοίγει το 1832 το «Ξενοδοχείο της Ευρώπης» των Ιταλών Καζάλι, το πρώτο ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού, για τους επισκέπτες και τους εύπορους κατοίκους µε εκλεπτυσµένα γούστα. Το πάτωµα και οι υαλοπίνακες στα παράθυρα δεν είναι πλέον πολυτέλεια. Οι αριστοκράτες και οι αστοί Αθηναίοι µαθαίνουν το µπιλιάρδο, την τσοκολάτα και το παγωτό, θαυµάζουν την πρώτη θερµάστρα. Στον αντίποδα, εργάτες, µάστορες και εµποροϋπάλληλοι, άνδρες των λαϊκών στρωµάτων, βρίσκουν φαγητό και συντροφιά στην ταβέρνα «Του Παναγή του Αράπη» και «Του Σαλίγκαρου», στα οινοµαγειρεία στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στο Θησείο, στη Νεάπολη. Λαός και αριστοκρατία, ντυµένοι µε φέσια ή µε ευρωπαϊκά φορέµατα, κάνουν τον περίπατό τους στην οδό Πατησίων, βαδίζοντας µαζί αλλά χώρια, αριστερά οι µεν, δεξιά οι δε.
Η πόλη εκτελεί αενάως το δροµολόγιο Ανατολή – ∆ύση. Στην Αθήνα της Μπελ Επόκ πολυτελή καταστήµατα κάνουν την εµφάνισή τους στην Ερµού και στη Σταδίου και «αι Αθήναι µεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νοµίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου». Το ραδιόφωνο και το γραµµόφωνο εισβάλλουν στην καθηµερινότητα του Αθηναίου και τα αυτοκίνητα διευκολύνουν τις εξόδους. Οι αστοί διασκεδάζουν στις κοσµικές ταβέρνες. Τα λαϊκά στρώµατα κατακλύζουν τους κινηµατογράφους του Μεταξουργείου καταναλώνοντας µεγάλες ποσότητες γκαζόζας και παγωτού. Τον ανατολίτικο χρωµατισµό τους διατηρούν τα εµπορικά της Αθηνάς και της Αιόλου, µε την πραµάτεια τους κρεµασµένη έξω από τις θύρες, ενώ οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ανανεώνουν τον ανατολίτικο χαρακτήρα της πόλης φέρνοντας µαζί τους έναν κατακλυσµό γευστικών συγκινήσεων, κουρκουµπίνια, πιρπιρίνια, µια κουζίνα πλούσια, «εξωτικής γεύσεως και αλαµπουρνέζικης ονοµασίας».
Παλιές ρεκλάµες, φωτογραφίες, αγγελίες σε εφηµερίδες, σκίτσα και εικόνες αναπαριστούν οπτικά το κλίµα κάθε εποχής και συνοδεύουν σπαρταριστά κείµενα και εξαντλητικά ρεπορτάζ από τον σύγχρονο Τύπο τα οποία µας πληροφορούν πόσο κοστίζει ένα γεύµα στην Αθήνα του 1914, ποια ταβέρνα έχει το καλύτερο κρασί, σε ποιο καφενείο επινοήθηκε το προσωνύµιο «Ψωροκώσταινα» για την Ελλάδα.
Κυρίως όµως απαντούν σε αυτό που, κατ’ αναλογίαν, µας ενδιαφέρει: πώς αντέδρασαν οι Αθηναίοι στην ανεργία, στην ακρίβεια και στην πείνα, στις επιπτώσεις από τον πόλεµο και το οικονοµικό κραχ του 1929; Σύµφωνα µε τον συγγραφέα, διασκεδάζοντας και «ζώντας τη ζωή τους» µε κάθε διαθέσιµο τρόπο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ