Η μικρή αλλά ακμάζουσα κοινότητα των Ελλήνων σέρφερ

«Στην Ελλάδα δεν μπορείς να κάνεις σερφ» ήταν η συμβουλή που άκουσε από τους «ομότεχνους» του ο αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζέιμς Νέστορ. Και αυτό γιατί η «κλειστή» θάλασσα της Μεσογείου και ειδικά του Αιγαίου, δεν βοηθά στη δημιουργία των πολύ μεγάλων και κατάλληλων κυμάτων που απαιτεί το συγκεκριμένο άθλημα. Επρόκειτο να επισκεφτεί τη χώρα μας για να καλύψει το παγκόσμιο πρωτάθλημα ελεύθερης κατάδυσης στην Καλαμάτα. Παράλληλα ήθελε να δει αν μπορεί να εξασκήσει το αγαπημένο του χόμπι


«Στην Ελλάδα δεν μπορείς να κάνεις σερφ» ήταν η συμβουλή που άκουσε από τους «ομότεχνους» του ο αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζέιμς Νέστορ. Και αυτό γιατί η «κλειστή» θάλασσα της Μεσογείου και ειδικά του Αιγαίου, δεν βοηθά στη δημιουργία των πολύ μεγάλων και κατάλληλων κυμάτων που απαιτεί το συγκεκριμένο άθλημα. Επρόκειτο να επισκεφτεί τη χώρα μας για να καλύψει το παγκόσμιο πρωτάθλημα ελεύθερης κατάδυσης στην Καλαμάτα. Παράλληλα ήθελε να δει αν μπορεί να εξασκήσει το αγαπημένο του χόμπι.

Επισκέφτηκε τις παραλίες του Λαγκούβαρδου και του Ρωμανού στην Πελοπόννησο, τις ακτές της Πάργας, αλλά και την Τήνο, εντός από τα ελάχιστα νησιά του Αιγαίου όπου υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες για σερφ. Ακόμα και τη Βουλιαγμένη, όπου τους χειμερινούς μήνες όταν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες «δηλαδή όταν οι άλλοι λένε πως ο καιρός είναι χάλια» όπως λέει ένας από τους χομπίστες του σπορ, μπορείς να δει κανείς πάνω από 100 σανίδες στην παραλία.
Αν και δεν τα βρήκε όλα τέλεια, π. χ. ένα ξενοδοχείο που συστήνεται ως surfhotel, αλλά ήταν κλειστό ή τις λίγες εξειδικευμένες καιρικές προγνώσεις, ή ακόμα το γεγονός ότι «στην Ελλάδα μπορεί να οδηγείς για πολλές ώρες μέσα σε χωματόδρομους για να βρεις κύματα που δεν θα κρατήσουν πάνω από λίγες ώρες» το τελικό του συμπέρασμα είναι ότι η χώρα μας είναι «ένα μέρος όπου μπορεί να κάνεις σερφ».

Προφανώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ανάλογες συνθήκες, δηλαδή κύματα, συγκρινόμενα με αυτά που συναντούν οι αθλητές του σπορ στις παραλίες της Χαβάης, ή ακόμα και στις ακτές της Πορτογαλίας και της βόρειας Γαλλίας. Ακόμα και έτσι όμως η ελληνική κοινότητα του σερφ είναι μικρό μεν, υπαρκτό δε μέγεθος. «Στην Ελλάδα δεν πρέπει να είναι πάνω από 1.000 άτομα που ασχολούνται με το σπορ, από αυτούς περίπου 300-400 πολύ συστηματικά» λέει ο κ. Λευτέρης Μανιαδάκης.
Μαζί με τον αδερφό του Αντρέα είναι ιδιοκτήτες της σχολής surfsalad.eu που εδρεύει στο Costa Navarino στην Πύλο. Ηταν ανάμεσα στους ανθρώπους που συνάντησε ο αμερικανός δημοσιογράφος κατά την παραμονή του στη χώρα μας. «Επειδή ο Αμερικάνος λεγόταν Νέστορ και ο ομηρικός βασιλιάς της Πύλου ήταν ο Νέστορας τα λογοπαίγνια έδιναν και έπαιρναν» λέει γελώντας ο κ. Αντρέας Μανιαδάκης. «Το πιο σημαντικό όμως είναι πως αν και ο Νέστορ βρέθηκε στην Ελλάδα στα μέσα Σεπτεμβρίου, μια εποχή που νοτιάδες που ενδείκνυνται για σερφ στην Πελοπόννησο δεν έχουν ξεκινήσει για τα καλά, κατάφερε να κάνει σερφ. λέει ο κ. Λευτέρης Μανιαδάκης.

Χρόνος και χρήμα
«Αρκετοί είναι όσοι μεταπήδησαν από το δημοφιλέστατο στην Ελλάδα γουίντ σερφ ή από άλλα σπορ της σανίδας, όπως το σκέιτμπορντ και το σνόουμπορντ» σημειώνει ο κ. Αντρέας Μανιαδάκης. Παραδέχονται ότι αρκετοί είναι αυτοί που αποφασίζουν να μάθουν σερφ «έχοντας πιο πολύ στο μυαλό τους το lifestyle της όλης υπόθεσης, όμως συνήθως τους αρέσει τόσο πολύ η εμπειρία του νερού που κολλάνε. Είναι το μοναδικό σπορ της σανίδας που κινείσαι πάνω σε κινούμενη επιφάνεια».

Αν και ο εξοπλισμός δεν είναι απαγορευτικού κόστους (κάποιος που θέλει να ξεκινήσει μπορεί να αγοράσει σανίδα και στολή με περίπου 600 ευρώ) κοινή διαπίστωση αυτών που ασχολούνται με το σπορ είναι ότι το σερφ στη χώρα μας απαιτεί χρόνο και χρήμα. «Μπορεί να χρειαστεί να ταξιδέψεις από την Αθήνα προς την Ηγουμενίτσα για να βρεις το μοναδικό σημείο με καλό κύμα τη συγκεκριμένη μέρα, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να το κάνουν όλοι» λέει ο24χρονος κ. Αριστοτέλης Παναγιωτόπουλος που σπουδάζει στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αναζήτηση διδακτορικού στο εξωτερικό με ένα από τα κριτήρια του να είναι «ένα μέρος με παραλία». Πέρα από την αυτή καθαυτή εμπειρία του νερού αυτό που τον διασκεδάζει πιο πολύ «είναι το ίδιο το παρεΐστικο κλίμα και το ταξίδι που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας του σερφ».

Η αναπτυσσόμενη κοινότητα και ο Ιταλός πιονιέρος
Ο κ. Κώστας Μιάμης 30 ετών, σέρφερ για πάνω από δέκα χρόνια, είναι από τους τυχερούς που δεν χρειάζεται να κάνουν όλα αυτά τα χιλιόμετρα. «Ζω στη Ζαχάρω Ηλείας. Στην παραλία που βρίσκεται σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι μου, τους χειμερινούς μήνες όταν τα κύματα ύψους τουλάχιστον 1-1,5 μέτρου είναι πολύ συχνή υπόθεση». Οι ρίζες του αθλήματος διεκδικούνται από τους αρχαίους κατοίκους της Πολυνησίας, του Περού και της Χαβάης. Η σύγχρονη εκδοχή του σερφ, όμως προέρχεται σίγουρα από τη Χαβάη. Στη χώρα μας το άθλημα δεν μετρά πάνω από 15-16 χρόνια ζωής.
«Ενας από τους πρώτους ανθρώπους που έκαναν συστηματικά σερφ στην Ελλάδα ήταν ο Λορέντσο, ένας ιταλός μηχανικός που είχε έρθει να εργαστεί στην κατασκευή του Μετρό. Αυτός «ανακάλυψε» και αρκετά σημεία, ιδίως στο Ιόνιο που προσφέρονται για σερφ» λέει ο κ. Μιάμης. «Νομίζω πως το επίπεδο είναι ακόμα σχετικά χαμηλό, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πάνω από δέκα άτομα στην Ελλάδα που είναι πραγματικά καλοί. Πάντως για κάποιον που θέλει να το ξεκινήσει ως χόμπι δεν είναι πολύ δύσκολο, χρειάζεται απλά μια προϋπάρχουσα καλή φυσική κατάσταση και βέβαια η αγάπη για την θάλασσα». Ο ίδιος δεν έχει ταξιδέψει ακόμα στο εξωτερικό για να κάνει σερφ «γιατί το πλεονέκτημα του να το έχεις δίπλα στο σπίτι σου λειτουργεί αποτρεπτικά στο κάνεις ταξίδια. Πάντως, όσο περνάει ο καιρός γινόμαστε περισσότεροι, ειδικά μετά το 2000 άνοιξαν εξειδικευμένα καταστήματα, παρέες ταξιδεύουν ομαδικά στο εξωτερικό, γενικά υπάρχει κινητικότητα» καταλήγει.

Διαβάστε το άρθρο του Τζέιμς Νέστορ στους New York Times

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.