Είναι καλό παιδί ο Σούπερ Δημήτριος. Το πρωί βιοπορίζεται ως δημοσιογράφος στο περιοδικό «Χρυσή Ιερουσαλήμ», με το όνομα Δημήτρης Χριστοφορίδης. Η μάχη είναι καθημερινή για τον υπερασπιστή της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και γενικότερα όλων των θεσσαλονικιώτικων στερεότυπων με τα οποία έχουν μεγαλώσει γενιές. Οταν ωστόσο χρειαστεί, μόλις τα πράγματα ζορίσουν, όταν η πόλη του απειληθεί, ο Δημήτρης κρύβεται για λίγο κάπου και ωσάν Βορειοελλαδίτης Κλαρκ Κεντ βγάζει τα γυαλιά και τα πουκάμισα, ενδύεται την κιτς πολύχρωμη μπέρτα του και ίπταται πάνω από την πόλη, ως «Σούπερ Δημήτριος». Κάποια στιγμή, ο χειρότερος εφιάλτης της πόλης, ο Κάπτεν Φ.ΡΟΜ επιστρέφει για να αναγνωριστεί με το κανονικό του όνομα. Η σύγκρουση είναι έντονη, μια αρχετυπική μάχη μεταξύ καλού και κακού, που γεννά βαθιά ερωτήματα: Ποιος θα κερδίσει στο τέλος; Ο σατανικός Κάπτεν Φ.ΡΟΜ ή η ιπτάμενη ελληνική λεβεντιά μας, ο Σούπερ Δημήτριος; Και γιατί ακριβώς ο Λεύκος Πύργος εμφανίζεται σαν ένα γιγαντιαίο ποτήρι με φραπέ;
Το τέλος της ταινίας «Σούπερ Δημήτριος» είναι μέχρι στιγμής γνωστό σε λίγους. Σε όσους παρακολούθησαν τις προβολές της στο 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εκεί από όπου έφυγε με το Βραβείο Κοινού. Και σε μερικούς ακόμη που είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν την ταινία στις περιφερειακές προβολές της. Και φυσικά στους δημιουργούς της, μια παρέα παιδιών «με μεράκι για κιμπάρικες ταινίες», όπως λέει η ψυχή της OΤiΝaΝΑi Productions, ο βραβευμένος πλέον σκηνοθέτης Γιώργος Παπαϊωάννου. Σύντομα όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα μάθουν τη συνέχεια, καθώς η ιστορία μιας παρέας που ξεκίνησε για πλάκα και συνεχίστηκε με τη σπάνια χημεία του ερασιτεχνικού επαγγελματισμού βγαίνει προς τα έξω.
Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να γίνει μια καλή ταινία. Ο Γιώργος Παπαϊωάννου θεωρεί ότι «αρκούν δέκα τύποι, μία κάμερα και σίγουρα μια όμορφη κοπέλα». Μα δεν χρειάζονται λεφτά; «Η παραγωγή του “Σούπερ Δημήτριου” κόστισε 2.000 ευρώ. Το ποσό ίσως να είναι και υπερβολικό, δεδομένου πως σε αυτό υπολογίζω τα μεταφορικά μου από Αθήνα σε Θεσσαλονίκη, κάποια κοστούμια και όσα μικροέξοδα παρουσιάστηκαν. Κανείς δεν πληρώθηκε, όλοι είμαστε φίλοι που απλώς αγαπάμε αυτό που κάνουμε». Ολα ξεκίνησαν το 1999, όταν ο Γιώργος Παπαϊωάννου και η παρέα του, τριτοετείς στο Πολυτεχνείο, είδαν το «The Blair Witch Project». Βρήκαν μια κάμερα, πήγαν στο Σέιχ Σου και γύρισαν «μάλλον τη χειρότερη ταινία όλων των εποχών», μια μικρή παρωδία με τίτλο «The Blair Kitch Project». Τα χρόνια πέρασαν, η τεχνολογία άλλαξε και με τον κατάλληλο εξοπλισμό ήταν όλο και πιο εύκολο να γίνει μια ταινία. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν τα δεκάδες βιντεάκια που φιλοξενούνται στο siteτους, μαζί και το επίσης βραβευμένο «H αγάπη για το φρίσμπι».
Αυτές τις ημέρες τα μέλη της OtiΝaNai Productions επιχειρούν να πετύχουν τη διανομή της ταινίας στην Ελλάδα, εμπλουτίζουν το site του σαλονικιού υπερήρωακαι το γκρουπ στο Facebook, που σφύζει από ενθουσιασμένα μέλη με τη χαβαλετζίδικη διάθεση του εγχειρήματος, απολαμβάνουν τα βραβεία (Κοινού Fisher και Βραβείο Μιχάλης Κακογιάννης) από το Φεστιβάλ και ετοιμάζουν νέα σχέδια, άλλα σουρεαλιστικά, άλλα χιουμοριστικά, όλα όμως σοβαρά στην προσέγγισή τους.
Η γενικότερη προσέγγιση είναι σίγουρα cult. Θυμίζει την «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» του 1999. Η υποδοχή του στο Φεστιβάλ από ανθρώπους του κινηματογράφου ήταν θετική. Το αποτέλεσμα είχε σίγουρα αδυναμίες, αλλά όλοι όσοι ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να γίνει μια ταινία 109 λεπτών χωρίς χρήματα αγκάλιασαν τον σαλονικιό υπερήρωα με το κολάν. «Κάποιοι μας είπαν πως η ταινία ήταν μεγάλη σε διάρκεια. Θα μπορούσε να είναι μικρότερη, αλλά, για παράδειγμα, ήρθαν φίλοι μου από το Κιλκίς να παίξουν για λίγα δευτερόλεπτα. Να τους κόψω στο μοντάζ; Προτίμησα να τους τιμήσω» λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος ξεκαθαρίζει: «Δεν θέλουμε να πλουτίσουμε, δεν θέλουμε να παραγοντίσουμε. Κάνουμε την πλάκα μας, με σεβασμό στο είδος, στις αναφορές μας, προσπαθώντας να καυτηριάσουμε ό,τι μας ενοχλεί». Η λογική της ταινίας θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο στο μότο που τη συνοδεύει: «Μια ανεξάρτητη, no budget υπερπαραγωγή από τη Θεσσαλονίκη για μια ιπτάμενη ελληνική λεβεντιά». Τόσο σαρκασμό μέσα σε μία πρόταση ούτε ο Κάπτεν Φ.ΡΟΜ δεν θα μπορούσε να αντέξει.