Η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004), το συγγραφικό έργο της οποίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της Ελλάδος, βίωσε τα δύο μεγάλα εθνικά τραύματα στον 20ο αιώνα, αυτό της Μικρασιατικής Καταστροφής και μετέπειτα αυτό του Εμφυλίου. Πολλά κείμενά της μαζί με το δημοσιογραφικό αρχείο της καταστράφηκαν στη διάρκεια εκείνης της ταραγμένης εποχής που αναγκάστηκε να περάσει στην παρανομία. Η ίδια και οι συγγενείς της διώχθηκαν με αποτέλεσμα να αλλάζουν συχνά τον τόπο διαμονής τους για λόγους ασφαλείας. Υπήρξαν όμως και κείμενα που σώθηκαν επειδή η ίδια φρόντισε να τα κρύψει σε μια θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας στο Σύνταγμα.
Αυτό συνέβη και με το ανέκδοτο μέχρι σήμερα μυθιστόρημά της «Τα παιδιά του Σπάρτακου», ένα έργο που την απασχόλησε για μια περίοδο σχεδόν τριάντα χρόνων, από τις αρχές του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι εκδόσεις «Κέδρος» παρουσίασαν το βιβλίο στους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης το μεσημέρι της Τρίτης 20 Δεκεμβρίου 2011. Οι δυο άνθρωποι που εργάστηκαν σχεδόν ένα χρόνο για τη σημαντική αυτή έκδοση, η Έρη Σταυροπούλου, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο ανιψιός της συγγραφέως Νίκος Ν. Μπελογιάννης (γιος του Νίκου Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά), μίλησαν για την όμορφη περιπέτεια που τους προσέφερε το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου που βρίσκεται πλέον στο Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ. (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης).
Το ανολοκλήρωτο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που η υπόθεσή του διαδραματίζεται στη Θράκη των αρχών του 20ου αιώνα (συγκεκριμένα στο Σουφλί της σηροτροφίας) και στην Αθήνα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου το είχε προαναγγείλει η Σωτηρίου ήδη απ’ το 1962: «Γράφω διάφορα και σχεδιάζω ένα μυθιστόρημα, την «Κόρη του Σπάρτακου», που θα έχει για ηρωίδα μια σύγχρονη Θρακιώτισσα εργάτρια». Επιπλέον, ένα μικρό απόσπασμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «To Δέντρο» το 1991 με τον οριστικό τίτλο «Τα παιδιά του Σπάρτακου» με την επισήμανση ότι επρόκειτο για ένα κείμενο από ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα.
Κεντρικό θέμα στο βιβλίο είναι η συνδικαλιστική και αντιστασιακή δράση των ηρώων, που εμπνέονται από την επανάσταση του Θρακιώτη σκλάβου Σπάρτακου και από τα ιδανικά της Αριστεράς σε μια δραματική ιστορική συγκυρία. Την αρχική υπόθεσή του συνέλαβε η Σωτηρίου όταν επισκεπτόταν την αδελφή της, Έλλη Παππά, στις φυλακές, στο τέλος της δεκαετίας του 1950′ και στις αρχές της επόμενης. Ακούγοντας και καταγράφοντας προσωπικές αφηγήσεις γυναικών πολιτικών κρατουμένων από τη Θράκη, πήρε αφορμή για να σχεδιάσει τους ήρωες και τα περιστατικά του έργου της. «Ωστόσο καθώς το μυθιστόρημα γραφόταν, συνειδητά ή ασυνείδητα η Σωτηρίου, συγκλονισμένη από την υπόθεση Μπελογιάννη, άρχισε να εισάγει στοιχεία αυτής της ιστορίας στο έργο, διαμορφώνοντας το πρωταγωνιστικό ζεύγος του Νεόφυτου και της Αλίκης / Δεσπούλας με βάση τα πρόσωπα του Νίκου Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά» επεσήμανε η Έρη Σταυροπούλου.
Το σχετικό με «Τα παιδιά του Σπάρτακου» υλικό, που έχει εντοπιστεί, είναι συγκεντρωμένο στο φάκελο 11 του αρχείου Σωτηρίου στο Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ. Υπάρχουν περισσότερα από 600 δυσανάγνωστα χειρόγραφα σε κόλλες ριγέ η λευκές, αρκετά απ’ τα οποία είναι αριθμημένα σε μικρές επιμέρους ενότητες, και δυο σημειωματάρια που έτυχαν της σχολαστικής φροντίδας των δυο επιμελητών. «Υπήρχε ένα σχέδιο της συγγραφέως που υποδείκνυε πώς θα έπρεπε να ταξινομηθούν τα κεφάλαια. Αυτό δεν τηρήθηκε εκατό τοις εκατό» είπε η Έρη Σταυροπούλου τονίζοντας ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν επηρεάστηκε σημαντικά απ’ τις όποιες επεμβάσεις. Αντιθέτως ήταν ελάχιστες και, όπου χρειάστηκε, αποδείχθηκαν απολύτως λειτουργικές. «Η Διδώ Σωτηρίου δεν είχε γράψει ολόκληρο το μυθιστόρημα. Αυτά που έγραψε όμως μας δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το μυθιστόρημα που σκόπευε να γράψει. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μυθιστόρημα που δεν έχει το τελικό φινίρισμα της συγγραφέως. Εύκολα αντιλαμβανόμαστε αυτά που λείπουν. Ο αναγνώστης δεν έχει καμία αίσθηση χάσματος, όπως για παράδειγμα με το «10» του Μ. Καραγάτση όπου κάπου τα πράγματα (εκ των πραγμάτων) διακόπτονται απότομα. Επιπλέον, η αποσπασματικότητα αυτή δε συνιστά μεγάλο πρόβλημα εξαιτίας της εξοικείωσης του σημερινού αναγνώστη με ανάλογες (και εμπρόθετες σε πολλές περιπτώσεις) αφηγηματικές τεχνικές του μεταμοντερνισμού» υπογράμμισε.
«Ανέκαθεν με περικύκλωναν χειρόγραφα. Μέχρι τώρα έχω βρει βιβλίο μέσα σε τοίχο, σε πατάρι, θαμμένο σε κήπο. Αυτή τη φορά είχα να κάνω μ’ ένα βιβλίο που φυλασσόταν σε θυρίδα τράπεζας» είπε ο Νίκος Ν. Μπελογιάννης. «Μετά το καλοκαίρι του 1963 άρχισε να το δουλεύει συστηματικά το μυθιστόρημα καθώς προείχαν άλλα σημαντικά έργα που δούλευε, όπως η «Εντολή» και το «Κατεδαφιζόμεθα». Το έκανε πρώτα στην Αίγινα κι ύστερα στον Πόρο» συνέχισε. Το 1969 η Διδώ Σωτηρίου βρήκε το μικρό ησυχαστήριό της, ένα σπίτι στα Βασιλικά της Ιστιαίας, στην Εύβοια. «Κάθε δυο κεφάλαια που τέλειωνε, επειδή ήθελε να προστατευτεί απ’ τους χαφιέδες, έπαιρνε το λεωφορείο απ’ τα Βασιλικά (5,5 ώρες απόσταση τότε απ’ την Αθήνα) και πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα στο Σύνταγμα, ύστερα τα έκρυβε και επέστρεφε πάλι πίσω» θυμήθηκε ο ίδιος που όταν πήγαινε εκεί για τις αυγουστιάτικες διακοπές του η θεία Διδώ του ανέθετε αυτή την αποστολή κι έτσι «έκανα εγώ αυτή την αγγαρεία». Ο ανιψιός της ήταν και ο πρώτος ακροατής των όσων έγραφε τότε.
«Απ’ τα σημειωματάριά της μπορούμε να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο δούλευε. Ξεκίνησα μ’ ένα απόσπασμα και σταδιακά μου αποκαλύφθηκε ένα σχεδόν ολοκληρωμένο μυθιστόρημα » ανέφερε η Έρη Σταυροπούλου που τα χώρισε σε τέσσερις ενότητες στα δυο συμπληρωματικά παραρτήματα του βιβλίου. Το αρχείο είναι πλέον ταξινομημένο πλην όμως δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. Οι δυο ομιλητές τόνισαν ότι σκοπεύουν να συντελέσουν σε δυο ακόμα εκδόσεις απ’ το έργο της συγγραφέως, ένα μυθιστόρημα με νεαρά κορίτσια (τοποθετημένο πιθανότατα κι αυτό στα Βασιλικά) όπου η συγγραφέας περιγράφει τα όνειρα και τις αγωνίες τους ενώ υπάρχει και ένας τεράστιος όγκος χειρογράφων, πολλά σημειωματάρια με τις σκέψεις της γύρω απ’ τη γραφή που μας δίνουν νέες ενδιαφέρουσες διαστάσεις για τη διανοούμενη και θεωρητικό της λογοτεχνίας Διδώ Σωτηρίου.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη απ’ την έκδοση αυτού του βιβλίου. Μεσολάβησε αρκετή δουλειά για να έχουμε το τελικό αποτέλεσμα που επιθυμούσαμε. Πάντα θα μας ενδιαφέρουν τα γραπτά των μεγάλων μας συγγραφέων και πάντα θα προσπαθούμε να τα παραδίδουμε στο κοινό» είπε η εκδότρια Κάτια Λεμπέση. Στο μυθιστόρημα, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, υπάρχει και μια ηρωίδα με το όνομα Κάτια Λεμπέση! Σύμφωνα με τον Νίκο Ν. Μπελογιάννη η επιλογή αυτού του ονόματος έχει μια χαριτωμένη αφετηρία. Καθώς η Σωτηρίου χρειαζόταν ένα όνομα για τη νεαρή ηρωίδα της, φυλλομέτρησε τον κατάλογο του εκπαιδευτικού συζύγου της Πλάτωνα Σωτηρίου (είναι ο αγαπημένος θείος της Άλκης Ζέη που η συγγραφέας μυθοποίησε στο βιβλίο «Το καπλάνι της βιτρίνας») που εργαζόταν στη Σχολή Αηδονοπούλου. Έτσι βρήκε και χρησιμοποίησε το ονοματεπώνυμο μιας υπαρκτής μαθήτριας, στον εκδοτικό οίκο της οποίας τυπώθηκε τόσα χρόνια μετά το μυθιστόρημα!