Μπορεί οι µνήµες να υποχώρησαν στο πέρασµα του χρόνου, ωστόσο οι πληγές στην πραγµατικότητα ποτέ δεν γιατρεύτηκαν, τουλάχιστον για όσους – πρώτης και δεύτερης γενιάς – βίωσαν το δράµα της πολιτικής προσφυγιάς. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες βρέθηκαν µετά την ήττα του εµφυλίου (1949) στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, µακριά από τον τόπο και τις οικογένειές τους, διατηρώντας µέσα τους πάντα άσβεστη την ευχή: «Καλή πατρίδα»! Η ηµερίδα που διοργάνωσε προ ηµερών το Ιδρυµα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισµό και τη Δηµοκρατία στο πλαίσιο της έκθεσης που συνεχίζεται στον ειδικό χώρο του Ιδρύµατος (Αµαλίας 14) υπό τον τίτλο «Καλή πατρίδα…» – Ελλη νικές κοινότητες πολιτικών προσφύγων στηνΑνατολική Ευρώπη, φώτισε πλευρές της ζωής των πολιτικών προσφύγων στις «νέες πατρίδες», όπως η οργάνωση της κοινοτικής ζωής τους, η εκπαίδευση και η παραγωγική ένταξή τους, αλλά και η τραυµατική εµπειρία του αναγκαστικού χωρισµού από τα αγαπηµένα τους πρόσωπα µέσω της αλληλογραφίας τους και βέβαια το όνειρο της επιστροφής.
Σύµφωνα µε την πρώτη επίσηµη καταγραφή του προσφυγικού στοιχείου, τον Οκτώβριο του 1950, αριθµούσαν τα 55.881 άτοµα – 23.045 άνδρες, 14.956 γυναίκες και 17.520 παιδιά και εφήβους από 1 ως 17 ετών. Στο σύνολο αυτό οι 38.361 ενήλικοι αντιπροσώπευαν το 68,6%, ενώ µεταξύ των ενηλίκων ο ενεργός πληθυσµός ηλικίας από 18 ως 55 ετών αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία της τάξεως του 98%, ενώ οι άνω των 55 ετών περιορίζονταν στο 2% (στα ποσοστά αυτά δεν συνυπολογίζονταν οι ανίκανοι για εργασία, ολικά ή µερικά ανάπηροι πρώην µαχητές του ∆ΣΕ). Ακολούθησαν άλλες δύο απογραφές οι οποίες έγιναν από την Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδας (ΚΕΠΠΕ) στο πλαίσιο των διαβηµάτων της προς την Υπάτη Αρµοστεία του ΟΗΕ και αφορούσαν µεταγενέστερες περιόδους.
Η ιστορικός και ερευνήτρια του ΕΚΚΕ κυρία Ιωάννα Παπαθανασίου, η οποία µαζί µε τον κ. Ευ. Χατζηβασιλείου έχει την επιστηµονική εποπτεία της έκθεσης, περιέγραψε τις συνθήκες και το πλαίσιο που διαµόρφωναν αυτές: «Η ήττα της κοµµουνιστικής Αριστεράς τον Αύγουστο του 1949 άνοιξε και επίσηµα την αυλαία για τη µετακίνηση προς τις όµορες χώρες του κυρίου όγκου των δυνάµεων του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), όπως και της ηγεσίας και στελεχών του ΚΚΕ που συντόνιζαν τις επιχειρήσεις από το “βουνό”, ενώ την έξοδό τους ακολούθησαν πληθυσµοί – κυρίως της ελληνικής µεθορίου – όσοι συνέδραµαν, εκούσια ή ακούσια, τον Δηµοκρατικό Στρατό και συνέδεσαν την τύχη τους µαζί του». Ωστόσο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επισήµανσή της ότι, «παρά την προδιαγεγραµµένη ήττα του ΔΣΕ, δεν επρόκειτο, όπως όλα δείχνουν, για ένα επεξεργασµένο σχέδιο υποχώρησης».
Οπως αναφέρει η ίδια, «οι µαχητές του ΔΣΕ και οι πληθυσµοί που τους ακολούθησαν δεν διέφευγαν µόνο από τα καταιγιστικά πυρά του Εθνικού Στρατού. Διέφευγαν κυρίως από τις σκληρές διωκτικές πρακτικές και τις αντεκδικήσεις που θα ακολουθούσαν την παράδοσή τους στις αρχές, τα έκτακτα στρατοδικεία, τις θανατικές καταδίκες και τις συνθήκες εγκλεισµού που τους επεφύλασσε το θεσπισµένο από την ελληνική πολιτεία νοµικό πλαίσιο του εµφυλίου πολέµου» υπογραµµίζει, σηµειώνοντας ότι «σε κάθε περίπτωση, όµως, αντιµετώπιζαν την έξοδό τους ως προσωρινή».
Τρία στρατόπεδα του ∆ΣΕ στο Μπουρέλι και στο Ελµπασάν της Αλβανίας και στην Μπερκόβιτσα της Βουλγαρίας λειτούργησαν προσωρινά ως σταθµός αλλά και µεταβατικός τόπος υποχρεωτικής διαβίωσης των εκπατρισµένων. Από τα µέσα Οκτωβρίου του 1949, όταν µετά την αναγνώριση της ήττας οριστικοποιούνται οι συµφωνίες µεταξύ των εµπλεκοµένων µερών, και ως τις αρχές ∆εκεµβρίου 1949 η µετακίνηση των πληθυσµών που τελούν υπό την ευθύνη του ΚΚΕ έχει ολοκληρωθεί. Πώς; Οπως περιγράφει η κυρία Παπαθανασίου, «µε απόλυτη µυστικότητα στα αµπάρια εµπορικών πλοίων µε πορεία άλλα τη Μεσόγειο και τα Δαρδανέλια και άλλα, διασχίζοντας το Γιβραλτάρ, τον Ατλαντικό και τη Βόρεια Θάλασσα, οι εκπατρισµένοι αποβιβάζονται στα λιµάνια της Πολωνίας και στο Πότι της Γεωργίας. Με στρατιωτικά τρένα στη συνέχεια θα φτάσουν πρόσφυγες στις “νέες πατρίδες” υπό την εποπτεία των µηχανισµών του ΚΚΕ και µε την κρατική µέριµνα των χωρών υποδοχής, ενώ ο Ερυθρός Σταυρός ανά χώρα αναλάµβανε το βάρος της υγειονοµικής επιστασίας και την επισιτιστική φροντίδα».
Στην καθ’ όλα ιδιότυπη αυτή διασπορά οι ενήλικοι θα διασταυρώνο νταν στις χώρες υποδοχής µε περισσότερα από 17.000 παιδιά –εγκατεστηµένα µε την ευθύνη της Επιτροπής Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ) σε σχολεία και παιδικούς σταθµούς στις Λαϊκές ∆ηµοκρατίες πριν από την άφιξη του µεγάλου κύµατος των προσφύγων.
Οσοι κατέφυγαν στην υπερορία θεωρήθηκαν αυτοµάτως πως είχαν απολέσει την ελληνική ιθαγένεια και εποµένως ονοµάζονταν αλλογενείς και αποβάλλονταν διά παντός από το σώµα του έθνους. Οπως επισήµανε χαρακτηριστικά η κυρία Ελένη Πασχαλούδη, υποψήφια διδάκτωρ στο Τµήµα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας, η οποία από κοινού µε τον κ. Στρ. Δορδανά έχουν µελετήσει την πτυχή που αφορά την ελληνική νοµοθεσία για τους πολιτικούς πρόσφυγες, «από την εποµένη της λήξης των συγκρούσεων επιδιώχθηκε να προβλεφθούν και να ψηφιστούν οι νοµοθετικές εκείνες πρόνοιες που αφενός θα νοµιµοποιούσαν όσα ουσιαστικά η ίδια η εµφύλια σύγκρουση είχε προκαλέσει και συνάµα παγιοποιήσει και αφετέρου να παρεµποδιστεί µε κάθε τρόπο ο επαναπατρισµός τους ως εθνικά επικίνδυνων». Ετσι τα ψηφίσµατα της περιόδου του εµφυλίου ενισχύθηκαν µε µέτρα τα οποία συνιστούσαν «τη νοµοθετική θωράκιση της ισχύουσας νοµοθεσίας περί της αποβολής, των αποκλεισµών και της στέρησης του βασικού δικαιώµατος του πολίτη και της συνακόλουθης διαφύλαξης των περιουσιακών του στοιχείων». Εκτός από την ιθαγένειά τους, έχασαν και τις περιουσίες τους.
Οι πολιτικοί πρόσφυγες απορροφήθηκαν στη µεγάλη τους πλειονότητα από την αναπτυσσόµενη βιοµηχανία των χωρών υποδοχής τους, ενώ ένα µικρό ποσοστό τους ασχολήθηκε µε την αγροτική παραγωγή στα κολχόζ. Το ζήτηµα της εκπαίδευσης, κυρίως για τα χιλιάδες παιδιά, ήταν πρώτη προτεραιότητα για το ΚΚΕ και τις κοινότητες, ως πλαίσιο διατήρησης της ελληνικότητας των προσφύγων και διαπαιδαγώγησής τους στο νέο κοινωνικό και πολιτισµικό περιβάλλον. Εκτός από την επίσηµη γλώσσα της κάθε χώρας, τα παιδιά διδάσκονταν ελληνική λογοτεχνία, ιστορία και γεωγραφία της Ελλάδας. Σταδιακά οι πρόσφυγες άρχισαν να φοιτούν σε πανεπιστήµια µε κλίση κυρίως προς τις γεωπονικές, βιοµηχανικές, οικονοµικές και παιδαγωγικές σχολές. Η ανύψωση του πνευµατικού και πολιτιστικού επιπέδου αποτέλεσε κυρίαρχο µέληµα, στο πλαίσιο του οποίου αναδείχθηκαν σηµαντικές µορφές των γραµµάτων, του θεάτρου και των εικαστικών τεχνών.
Σε όλες τις χώρες του ανατολικού μπλοκ είχαν καταγραφεί 55.881 πολιτικοί πρόσφυγες
Η Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδας (ΚΕΠΠΕ) καταγράφει 60.500 πρόσφυγες
Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση ο αριθμός τους παραμένει υψηλός και ανέρχεται σε 55.500 άτομα
Τη δεκαετία του 1950 επέστρεψε περιορισµένος αριθµός πολιτικών προσφύγων: αιχµάλωτοι στρατιώτες του Εθνικού Στρατού που για να µη χάσουν τη ζωή τους ακολούθησαν τους ηττηµένους µαχητές του ∆ΣΕ, καθώς και παιδιά, ενώ στα µέσα της δεκαετίας του 1960 οι κεντρώες κυβερνήσεις επέτρεψαν την επάνοδο προσφύγων σε ατοµικό επίπεδο µε βάση τα διαβήµατα των συγγενικών τους προσώπων στην Ελλάδα. Με τη νοµιµοποίηση του ΚΚΕ το 1974 ο ατοµικός επαναπατρισµός γενικεύθηκε, δηλαδή επέστρεφαν στην πατρίδα µετά από αξιολόγησή τους. Το προβληµατικό αυτό νοµικό καθεστώς άλλαξε άρδην το 1982 επί ΠαΣΟΚ, όταν ορίστηκε µε κοινή υπουργική απόφαση (106841/29.12.1982) ότι «µπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα όλοι οι Ελληνες το γένος (…) έστω και αν αποστερήθηκαν της ελληνικής ιθαγένειας». Οχι όµως και οι µη Ελληνες το γένος, για τους οποίους ως σήµερα το ελληνικό κράτος σιωπά. Από τα τέλη του 1974 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπολογίζεται ότι επέστρεψαν στην Ελλάδα περίπου 45.000 πολιτικοί πρόσφυγες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ