Πρόθεσή µου ήταν να ασχοληθώ σήµερα µε το ελληνικό Πανεπιστήµιο και συγκεκριµένα µε την επικείµενη εκλογή, σύµφωνα µε τις διατάξεις του νέου νόµου για την Ανώτατη Παιδεία, των µελών του Συµβουλίου ∆ιοίκησής του. Τις απόψεις µου για το νέο νοµοθέτηµα και για τον τρόπο µε τον οποίο θα πρέπει να επιδιωχθεί η θεραπεία των κακώς κειµένων του τις έχω διατυπώσει σε παλιότερες επιφυλλίδες. Είναι όµως θλιβερό να διαπιστώνει κανείς ότι πανεπιστηµιακοί καθηγητές τάσσονται αναφανδόν υπέρ της µη εφαρµογής του νόµου. Πώς είναι δυνατόν νόµοι της κοινοβουλευτικής µας δηµοκρατίας να απαξιώνονται από ανώτατους κρατικούς λειτουργούς της; Πράγµατι, πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς αντιµετωπίζουν το όλο θέµα οι συνάδελφοι της Νοµικής και πώς το αναπτύσσουν στους φοιτητές τους. Ο παραλογισµός και η αυτοκαταστροφική µας διάθεση σε όλο τους το µεγαλείο! Μια µαύρη επέτειος ωστόσο, σε συνδυασµό και µε την οικτρή οικονοµική µας κατάσταση, µε ώθησε να επιλέξω το σηµερινό θέµα. Συγκεκριµένα στις 13 ∆εκεµβρίου (µε το παλιό ηµερολόγιο) του 1893, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Χαρίλαος Τρικούπης αναφώνησε τη διαβόητη φράση: «Δυστυχώς επτωχεύσαµεν». Θα αναφερθώ επιγραµµατικά στο ιστορικό τής τότε οικονοµικής κρίσης, η διαχείριση της οποίας παρουσιάζει αξιοσηµείωτες οµοιότητες µε αυτή της σηµερινής. «Η ιστορία του παρελθόντος είναι… ο κάλλιστος επί το µέλλον οδηγός…». Οι εκλογές τον Ιούνιο του 1892 ανέδειξαν τον Τρικούπη παντοδύναµο. Ωστόσο τα σηµάδια µιας επερχόµενης οικονοµικής κρίσης ήταν ορατά, καθώς όλοι έβλεπαν ότι το ελληνικό κράτος σύντοµα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει τα µεγάλα τοκοµερίδια των δανείων που είχε συνάψει. Την ίδια χρονιά φτάνουν στην Ελλάδα ξένοι εµπειρογνώµονες, µε πιο γνωστό τον Ε. F. G. Law, για να εξετάσουν την οικονοµική κατάσταση και να προτείνουν µέτρα για την εξυγίανσή της, ενώ στο Λονδίνο γίνονται διαπραγµατεύσεις για σύναψη δανείου. Ωστόσο, επειδή οι όροι των δανειστών έθεταν υπό αµφισβήτηση την ανεξαρτησία µας, ο Τρικούπης έκρινε ότι θα ήταν πολιτικά προτιµότερο η σχετική συµφωνία να µην περάσει από το Κοινοβούλιο. Η µεθόδευση όµως αυτή δεν έγινε δεκτή από το Στέµµα και έτσι τον Απρίλιο του 1893 ο Τρικούπης υποβάλλει την παραίτησή του.

Η χώρα ωστόσο δεν οδηγείται σε εκλογές, παρά το σχετικό αίτηµα της αντιπολίτευσης, και αναζητείται πρόσωπο ικανό να προλάβει την επαπειλούµενη χρεοκοπία και καταστροφή. Συζητούνται διάφορες λύσεις, ανάµεσά τους και αυτή της χρεοκοπίας. Τελικά η πρωθυπουργία ανατίθεται στον Σωτ. Σωτηρόπουλο, σε ένα µη κοινοβουλευτικό τότε πρόσωπο, που είχε τη φήµη µεγάλου οικονοµολόγου, εκτίµηση µάλλον υπερβολική. Ο Σωτηρόπουλος, σφοδρός πολέµιος της οικονοµικής πολιτικής του Τρικούπη, υπόσχεται να µη χρεοκοπήσει η χώρα και αρχίζει διαπραγµατεύσεις για σύναψη δανείου, οι οποίες και καταλήγουν σε συµφωνία, µε όρους όµως δυσβάστακτους. Ωστόσο η Βουλή, που ελεγχόταν από την τρικουπική πλειοψηφία, καταψηφίζει τον Οκτώβριο την κυβέρνησή του, και την πρωθυπουργία αναλαµβάνει και πάλι ο Τρικούπης. Τίποτε όµως δεν σώζει την κατάσταση και στις αρχές ∆εκεµβρίου ο πρωθυπουργός, από του βήµατος της Βουλής, αναγγέλλει ότι το κράτος αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές. Από τις οξύτατες σχετικές συζητήσεις στη Βουλή στέκοµαι σε απόσπασµα από αγόρευση του Θ. ∆ηλιγιάννη: «…Ενώ λοιπόν εγνωρίζατε (απευθύνεται σε υπουργό της κυβέρνησης Σωτηροπούλου) ότι δεν δύνασθε να επαρκέσητε εις τας ανάγκας του δηµοσίου ταµείου…, πώς επηγγέλλεσθε ότι το κράτος ήτο επαρκές ίνα εκπληρώση τας υποχρεώσεις αυτού… Δεν ηθέλοµεν φθάσει εις την κατάστασιν, εις την οποίαν εφθάσαµεν, εάν δεν διεστρέφοµεν την αλήθειαν, εάν δεν ησπαζόµεθα το ψεύδος, εάν δεν επλανώµεν τον ελληνικόν λαόν…».

Ο Τρικούπης επιδιώκει να έλθει σε διαπραγµατεύσεις µε τους δανειστές προσφέροντάς τους, ως προσωρινή λύση, το 30% των τοκοµεριδίων σε συνάλλαγµα, ως τον οριστικό διακανονισµό. Το σχετικό νοµοσχέδιο, που ο ίδιος εισηγήθηκε στη Βουλή, προκάλεσε µεγάλη πτώση στην αξία των χρεογράφων και του νοµίσµατος και, όπως ήταν αναµενόµενο, συνάντησε σφοδρότατες αντιδράσεις. Μέρος της αντιπολίτευσης θεώρησε τη χρεοκοπία «δολίαν» και µίλησε για κίνδυνο ξενικής κατοχής και δήµευσης κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Με τέτοιες αντιδράσεις στο εσωτερικό, επόµενο ήταν οι δανειστές στο εξωτερικό να αρνούνται να συζητήσουν έναν συµβιβασµό, αν προηγουµένως δεν τους δίνονταν ρητές εγγυήσεις ότι θα πάρουν τα χρήµατά τους, εγγυήσεις που έθιγαν αναφανδόν κυριαρχικά µας δικαιώµατα. Οι διαπραγµατεύσεις κράτησαν όλο το 1894 και µερικές φορές έδωσαν ελπίδα για έναν διακανονισµό. Ωστόσο οι άκαµπτες απαιτήσεις ορισµένων δανειστών, ανάµεσα στους οποίους πρωτοστατούσαν Γερµανοί, οδήγησαν τις σχετικές συνοµιλίες σε οριστικό ναυάγιο. Από την άλλη, η σκληρή φορολογία, η ανεργία και γενικότερα ο οικονοµικός µαρασµός της χώρας έκαναν, από τα τέλη κυρίως του 1894, τις διαδηλώσεις στην Αθήνα κάτι το σύνηθες. Ο Τρικούπης εκτός από τις σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό είχε να αντιµετωπίσει και την απαξίωση και υπονόµευση – προκαλούµενη από τους δανειστές – στο εξωτερικό, εκεί όπου κάποτε το κύρος του ήταν αναµφισβήτητο. Τον Ιανουάριο του 1895 παραιτείται και στις εκλογές του Απριλίου υφίσταται πανωλεθρία. Από τους 207 εκλεγµένους βουλευτές οι 140 είναι του Θ. ∆ηλιγιάννη και µόνο 18 δικοί του. Ο ίδιος, ως γνωστόν, απέτυχε να εκλεγεί, αφού οι συµπατριώτες του, οι Μεσολογγίτες, προτίµησαν τον Γουλιµή. «Θέλει και η πτώχευσις την τέχνην της» θα πει ο Ανδρέας Συγγρός.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ