Τα τελευταία χρόνια συναντάµε στα ελληνικά γράµµατα µια έντονη κινητικότητα γύρω από το έργο του γερµανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976) αποτυπωµένη τόσο στις επιµεληµένες µεταφράσεις πανεπιστηµιακών παραδόσεων και διαλέξεών του όσο και σε µελέτες πάνω στο ίδιο του το έργο.
Αποφεύγω να κάνω λόγο για «βιβλία» ή «γραπτά» του Χάιντεγκερ επειδή ο ίδιος θεωρούσε ότι ο γνήσιος, «καθαρός στοχασµός», όπως αυτός εκπροσωπείται από τον Σωκράτη , εκείνον που δεν γράφει, έχει εκπέσει, ήδη από την εποχή του Πλάτωνα και του Ευριπίδη, στη «λογοτεχνία» των «αναγνωστών», έχοντας πάψει να αποτελεί Ποίηση (Dichtung), δηλαδή έναν προνοµιακό τρόπο φανέρωσης του Είναι. Εκτοτε, διατείνεται ο Χάιντεγκερ, η ποίηση και η φιλοσοφία δεν εµφανίζονται στον δυτικό πολιτισµό «παρά µόνον ως λογοτεχνία», ήτοι ως «γραφή» που δεν έχει πλέον τη δύναµη να «λέει» το Είναι των πραγµάτων.
Εξαίρεση αποτελεί η ιερή Ποίηση του Χέλντερλιν, τον οποίο ο Χάιντεγκερ αναγορεύει σε εθνικό ποιητή του γερµανικού λαού, υποβαθµίζοντας παράλληλα τη µετέπειτα µοντέρνα τέχνη, λογοτεχνία και φιλοσοφία σε κακοήθη συµπτώµατα του προελαύνοντος µηδενισµού, ο οποίος έχει αποϊεροποιήσει την κλητική δύναµη της γλώσσας ανάγοντάς τη σε απλή µυθοπλασία και µέσο «έκφρασης» ενός «δηµιουργικού» υποκειµένου.
Ο αναγνώστης της σηµερινής πολιτιστικής βιοµηχανίας, που – κατά Χάιντεγκερ – παρακινείται στην ανάγνωση ως επί το πλείστον µέσω της «κριτικής» και της «διαφήµισης» του βιβλίου, είναι σχεδόν αδύνατον να βιώσει το πάθος που διαπνέει τις παραπάνω επισηµάνσεις. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αφενός τον συντονισµό µε τους ψυχικούς τόνους, τις κινήσεις και µεταβάσεις του χαϊντεγκεριανού στοχασµού, αφετέρου µια ιστορική «επιστροφή στα κείµενά» του. ∆ιότι, όπως επισήµανε ο Ντεριντά , ένας από τους πλέον ευαίσθητους και κριτικούς αναγνώστες του, η εύκολη καταδίκη του Χάιντεγκερ για συνεργασία µε το κίνηµα του εθνικοσοσιαλισµού το 1933 δεν σηµαίνει ταυτόχρονα ότι στοχαζόµαστε τι είναι ο εθνικοσοσιαλισµός και αν, πότε ή πώς αυτός εµφιλοχωρεί στα κείµενά του. Μια ιστορική και δοµική ανάλυση των κειµένων του θα έπρεπε να συνδέσει τον γερµανικό εθνικοσοσιαλισµό µε τα πνευµατικά ντοκουµέντα της υπόλοιπης Ευρώπης και να εξετάσει τα κείµενα αυτά σε σχέση µε το έργο άλλων «υπεράνω κάθε υποψίας» στοχαστών και ποιητών (π.χ., Κούρτιους, Βαλερί, Ελιοτ ), οι οποίοι διατύπωσαν έναν παρόµοιο λόγο περί «κρίσης» της γνήσιας και αυθεντικής ευρωπαϊκής παράδοσης, προτείνοντας ή υπονοώντας ακραίες πολιτικές και πολιτιστικές λύσεις µέσω των οποίων η εξάπλωση του τεχνοεπιστηµονικού µηδενισµού θα έπρεπε να αναχαιτιστεί.
Η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των δηµοσιευµένων παραδόσεων του Χάιντεγκερ µας αποκαλύπτει µια συνεχή κίνηση φυγής από τον ρωµαιοκαθολικισµό (θεολογία) προς τη φαινοµενολογία (φιλοσοφία), από τη φιλοσοφία της σολιψιστικής ύπαρξης (Dasein) στην πολιτική λατρεία του κολεκτιβισµού (λαός, έθνος), από την πρακτική πολιτική στην τέχνη του λατρευτικού αντικειµένου και, τέλος, εν όψει της τεχνοεπιστηµονικής κυριαρχίας επάνω στον πλανήτη Γη, από την τέχνη προς µια οικολογία τού Είναι.
Το ζητούµενο γι’ αυτόν τον λιποτάκτη του µοντερνισµού παραµένει η αναζήτηση µιας αυθεντικής και γνήσιας εµπειρίας τού Είναι – είτε αυτό επιτυγχάνεται µέσω της πολιτικής είτε µέσω του στοχασµού και της Ποίησης είτε µέσω του διαλόγου µε έναν Ιάπωνα. Σχεδόν παντού διατηρείται και επιβάλλεται βίαια το ερµηνευτικό µοντέλο της ολότητας, της ενότητας και της συνάφειας της δυτικής µεταφυσικής, σε βάρος της ασυνέχειας και της πολλαπλότητας.
Αυτό φαίνεται πολύ καλά στις παραδόσεις του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε (1937-1941), όπου µπορεί µεν να τον «σώζει» από τις βιολογίζουσες ερµηνείες της εθνικο σοσιαλιστικής προπαγάνδας, αλλά για να τον εγγράψει ως τον «τελευταίο µεταφυσικό» εντός εκείνης της ενιαίας δυτικής παράδοσης που πλήττεται από τη λήθη τού Είναι. Το ίδιο πράττει και µε τον Αριστοτέλη όταν επιτυχώς τον απελευθερώνει από τη δογµατική ιστορία της σχολαστικής θεολογίας, για να τον εντάξει όµως στην αρχαία οντολογία όπου κυριαρχεί η µέριµνα του βίου για τα καθηµερινά πράγµατα.
Παρ’ όλες τις αντιµοντερνιστικές στάσεις του, στον 20ό αιώνα το φιλοσοφικό έργο του Χάιντεγκερ (µαζί µε του Βιτγκενστάιν ) ξεχωρίζει κυρίως για τη σκέψη πάνω στη γλώσσα. Οχι µόνο αναφορικά µε τις κριτικές παρατηρήσεις για την ουσία και τη λειτουργία της αλλά κυρίως για τη χρήση που της επιφύλαξε σε καθαρά επιτελεστικό επίπεδο. Αυτή η χρήση, ή και ενίοτε κατάχρηση της γλώσσας, του επιτρέπει να κινείται ανάµεσα στα µεγάλα κινήµατα του λογοτεχνικού µοντερνισµού, όπως ο εξπρεσιονισµός και η νέα αντικειµενικότητα, και να τα συναγωνίζεται σε βερµπαλισµούς και νεολογισµούς.
Ηδη από την εποχή τού Είναι και χρόνος (1927) ο Χάιντεγκερ είχε αντιληφθεί ότι η «αποδόµηση» της µεταφυσικής µπορεί να διεξαχθεί µόνο αν αυξηθούν σε ανήκουστο βαθµό «η περιπλοκή στη διαµόρφωση των εννοιών και η τραχύτητα στην έκφραση». Το ότι η µεταφυσική είναι θεµελιωµένη στη δοµή της γλώσσας και µάλιστα σε µια συγκεκριµένη κατάχρησή της είναι βέβαια µια ενόραση του Νίτσε, ο οποίος το 1889 δήλωνε: «Ο “Λόγος” στη γλώσσα: ω, τι απατηλό γηραιό θηλυκό είναι αυτό! Φοβάµαι ότι δεν θα απαλλαχτούµε από τον Θεό επειδή ακόµη πιστεύουµε στη γραµµατική».
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ