Χρηματικά πρόστιμα συνολικού ύψους 2 εκατ.ευρώ επέβαλε η γενική γραμματεία Καταναλωτή σε τρείς μεγάλες πολυεθνικές ασφαλιστικές εταιρείες διότι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων οι ετήσιες αυξήσεις των ασφαλίστρων τους άγγιζαν ή και υπερέβαιναν σε αρκετές περιπτώσεις το 10% ή και 15 %.

Πρόκειται για τις εταιρείες Axa Ασφαλιστική, Groupama Φοίνιξ και ING. Οι εταιρείες στήριζαν τις αυξήσεις αυτές σε γενικούς όρους ασφάλισης («ψιλά γράμματα»), οι οποίοι προέβλεπαν τη δυνατότητα μονομερούς αναπροσαρμογής δίχως όμως να την εξαρτούν πράγματι από ειδικά, καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια, όπως απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία.

Ειδικότερα με αποφάσεις του υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Ι. Κουτσούκου, επιβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την «προστασία των καταναλωτών» (ν. 2251/94), πρόστιμα συνολικού ύψους 2.000.000 ευρώ σε τρεις ασφαλιστικές εταιρείες που κάνοντας χρήση καταχρηστικών όρων προέβησαν σε αυθαίρετες αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις νοσοκομειακής κάλυψης.

Ετσι στην Αxa Ασφαλιστική επιβλήθηκε πρόστιμο 700.000 ευρώ, στην ING Ασφαλιστική πρόστιμο 700.000 ευρώ και στην Groupama Φοίνιξ Ασφαλιστική πρόστιμο 600.000 ευρώ.

Από την έρευνα που διεξήγαγε η Διεύθυνση Προστασίας της γενικής γραμματείας Καταναλωτή, ύστερα και από καταγγελίες πολλών καταναλωτών, οι οποίοι κλήθηκαν να καταβάλλουν ιδιαιτέρως αυξημένα ασφάλιστρα, διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω εταιρείες προέβησαν τα τελευταία έτη σε ετήσιες αυξήσεις ασφαλίστρων που άγγιζαν ή και υπερέβαιναν σε αρκετές περιπτώσεις το ποσοστό του 10% ή και 15 %.

Οι εταιρείες στήριζαν τις αυξήσεις αυτές σε γενικούς όρους ασφάλισης («ψιλά γράμματα»), οι οποίοι προέβλεπαν τη δυνατότητα μονομερούς αναπροσαρμογής δίχως όμως να την εξαρτούν πράγματι από ειδικά, καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια, όπως απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμβατικοί όροι που «επιφυλάσσουν στην ασφαλιστική εταιρεία το δικαίωμα να προβαίνει μονομερώς σε αύξηση του ασφαλίστρου πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο ορθό, ορισμένο και σαφή ώστε να επιτρέπουν στον καταναλωτή να ελέγχει κάτω από ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα ακολουθήσει η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου.

Ωστόσο, οι όροι που χρησιμοποιούν οι παραπάνω εταιρείες για τη μονομερή αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου είναι αόριστοι και δεν εμπεριέχουν κριτήρια εύλογα για τον καταναλωτή με βάση τα οποία να οριοθετείται και να καθίσταται ελέγξιμη από αυτόν η μελλοντική αύξηση του ασφαλίστρου.

Οι εταιρείες αποφεύγουν οποιαδήποτε δέσμευση στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων ή δεικτών ως προς το ύψος της αναπροσαρμογής. Το αποτέλεσμα είναι να αιφνιδιάζονται οι καταναλωτές, ερχόμενοι αντιμέτωποι στη διάρκεια της σύμβασης με υπέρμετρες αυξήσεις, που με βάση τις εύλογες προσδοκίες τους δεν δικαιολογούνται».Κι όπως επισημαίνεται στη σχετική απόφαση την τελευταία τετραετία ο υποδείκτης υγείας της Στατιστικής Αρχής που αντικατοπτρίζει τις μεταβολές (αυξήσεις) στο κόστος των υπηρεσιών υγείας κυμάνθηκε μεταξύ 3,62% και 1,49%.

Σε δήλωση του ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δήλωσε ότι «με τις αποφάσεις αυτές τίθεται φραγμός στην αδιαφάνεια και τον αιφνιδιασμό των καταναλωτών από υπέρογκες αυξήσεις των ασφαλίστρων των νοσοκομειακών καλύψεων».