Η χρηµατοπιστωτική κρίση και η κρίση δηµοσίου χρέους της ευρωζώνης οφείλονται στο βασικό πρόβληµα της αρχιτεκτονικής της. ∆ηλαδή ότι αποτελεί «ένα νόµισµα χωρίς κράτος», χωρίς ενιαία πολιτική δηµοσίου χρέους, χωρίς έναν «ύστατο δανειστή» σε περίπτωση ανάγκης όπως η σηµερινή, χωρίς έναν δηµοσιονοµικό πυλώνα ισοβαρή µε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτή η ασυµµετρία δεν φαινόταν όταν τα πράγµατα πήγαιναν καλά, σήµερα όµως εξελίσσεται σε παράγοντα αποσταθεροποίησης.
Τέσσερις αρχές απαιτούνται να υιοθετηθούν για την αποκατάσταση της ισορροπίας:
Η πρώτη, και ευκολότερη να εφαρµοστεί πολιτικά και χρονικά, είναι η λειτουργία της ΕΚΤ ως ύστατου δανειστή. Με απλά λόγια, η νοµισµατική χαλάρωση. Με τις συνθήκες που επικρατούν σήµερα, αυτή η λειτουργία δεν θέτει σε κίνδυνο τον στόχο του χαµηλού πληθωρισµού. Η νοµισµατική χαλάρωση έχει ήδη ξεκινήσει από όλες µάλιστα τις κεντρικές τράπεζες του κόσµου.
Η δεύτερη είναι η έκδοση ευρωοµολόγου. Ουδείς σοβαρός οικονοµολόγος σήµερα πιστεύει ότι το ευρώ θα επιβιώσει χωρίς ευρωοµόλογο. Η γερµανική κυβέρνηση όµως έχει αυτοπαγιδευθεί στην αρχική ρητορική της και δεν θέλει να αναφέρει τη λέξη αυτή. Επειδή όµως οι χρηµατοπιστωτικές αγορές δεν αποδέχονται πλέον µεσοβέζικες λύσεις, το ευρωοµόλογο είναι sine qua non για την επιβίωση του ευρώ. Θα βαπτιστεί έτσι το κρέας ψάρι και θα υπάρξουν ισχυρά υποκατάστατα του ευρωοµολόγου, όπως ενίσχυση των πόρων του EFSF, πρόσθετες αµοιβαίες εγγυήσεις, µέχρις ότου η Γερµανία αποδεχθεί την ωµή πραγµατικότητα.
Η τρίτη, και πλέον µακρόχρονη, είναι η σταδιακή δηµοσιονοµική (και πολιτική) ενοποίηση, µε τροποποίηση των συνθηκών και τη δηµιουργία υπουργείου Οικονοµικών της ευρωζώνης, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για τη χάραξη δηµοσιονοµικής πολιτικής σε κάθε χώρα-µέλος, καθώς και για την επίβλεψη και τον έλεγχο του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος.
Η τέταρτη αφορά την άρση της «µεροληψίας στασιµότητας» που εµπεριέχεται σε ενιαίες νοµισµατικές ζώνες: ∆ηλαδή ότι η προσαρµογή πρέπει να επιτυγχάνεται µε µείωση των ελλειµµάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και µε µείωση των αντίστοιχων πλεονασµάτων. ∆ιαφορετικά, όπως είναι παλαιόθεν γνωστό από την τοποθέτηση του Keynes στη διαπραγµάτευση του Bretton-Woods το 1944, το σύστηµα θα ισορροπήσει µε δραστική µείωση της οικονοµικής δραστηριότητας (ύφεση).
Οσο οι απρόθυµες συντηρητικές κυβερνήσεις των χωρών-µελών της ευρωζώνης αρνούνται (παραλόγως) να υιοθετήσουν αυτές τις αρχές, και επιµένουν στον δηµοσιονοµικό εξαγνισµό των ατάκτων χωρών, τόσο πιο κοντά έρχεται το τέλος του ευρώ. Επειδή όµως όλοι σήµερα αντιλαµβάνονται ότι η διάλυση της ευρωζώνης θα στοιχίσει πολύ, οι αυτές αρχές θα υιοθετούνται, αλλά σιγά-σιγά και µε µισή καρδιά.
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα δεν πρέπει να συνεχίσει να δίνει αφορµές να της φορτώνονται όλα τα δεινά, έχοντας επωµιστεί τον άχαρο ρόλο του «αποδιοποµπαίου τράγου». Συνεχίζει να δίνει αφορµές διότι αποκλίνει σηµαντικά από τους στόχους που η ίδια έχει αποδεχθεί: τον δηµοσιονοµικό και τη διαρθρωτική προσαρµογή. Και είναι κρίµα, διότι µπορεί: ∆ιαθέσιµες οικονοµικές έρευνες δείχνουν ότι το τετράπτυχο πόροι ΕΣΠΑ µαζί µε ιδιωτικές επενδύσεις, αξιοποίηση κρατικής περιουσίας και ιδιωτικοποιήσεις, δηµοσιονοµική πειθαρχία µε µείωση κρατικής σπατάλης και απελευθέρωση αγορών, επαγγελµάτων και άρση των εµποδίων στην επιχειρηµατική δραστηριότητα παρέχει επαρκές πλαίσιο για την ανάταξη της οικονοµίας. Απαιτείται όµως η αναγκαία πολιτική βούληση και, κυρίως, κοινός νους…
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονοµικών του Πανεπιστηµίου Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ