Θα ήθελα κατ’αρχάς να σας εξομολογηθώ ότι ως παιδί ζήλευα όσους είχαν γονείς καλλιτέχνες. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν είναι και η μεγαλύτερη ευλογία αυτό. Η δική σας μητέρα υπήρξε διάσημη ιρλανδή ηθοποιός. Πώς ήταν αλήθεια η παιδική σας ηλικία; Σας ήταν δύσκολο να κατανοήσετε το επάγγελμά της; Επηρέασε καθόλου την ανάγκη σας να λέτε ιστορίες; «Κάθε παιδί θεωρεί ότι την κατάσταση που ζει τη βιώνουν όλοι. Μια μητέρα που ανά διαστήματα εξαφανίζεται ήταν για μένα ένα από τα δεδομένα της ζωής μου. Νομίζω ότι κατάλαβα αρκετά μικρός ότι ήταν πολύπλοκος χαρακτήρας και αποφάσισα να την απλοποιώ στη σκέψη μου. Υποθέτω ότι ως έναν βαθμό την επανεφηύρα μέσα στο κεφάλι μου, επομένως δεν ήταν η μόνη που “υποκρινόταν”. Αυτό λειτουργούσε καλά μέχρι τη στιγμή που υποχρεώθηκα να εισχωρήσω σε αυτόν τον τρομερά απαιτητικό, επινοημένο κόσμο που λέγεται “πραγματικός κόσμος”. Αλλά ήταν καλή μέθοδος για κάποιο διάστημα, και τη μητέρα μου τη διέκριναν αρετές που θεωρώ ότι εκτιμούνται από ένα παιδί. Οταν ήταν δίπλα μου, ήταν πραγματικά εκεί. Ηταν υπέρμετρα αισιόδοξη, απολάμβανε απίστευτα το ότι ήταν ζωντανή και χαιρόταν τη συντροφιά του παιδιού της αρκεί να της ήταν απόλυτα πιστό, να αφηνόταν στα χέρια της. Είχε ταλέντο στο να λέει ιστορίες, ιστορίες παρμένες συνήθως από τη δική της παιδική ηλικία, ωστόσο ελεύθερα διασκευασμένες και εμπλουτισμένες με καινούργια στοιχεία. Δεν την ένοιαζε να είναι απόλυτα ακριβής, την ενδιέφερε να ξεδιπλώνονται με μεγαλοπρέπεια οι λεπτομέρειες της αφήγησης, ακόμη κι όταν οι ιστορίες της ήταν ουσιαστικά μαύρες σαν το κάρβουνο και θαμμένες βαθιά μέσα της. Είμαι λοιπόν σίγουρος ότι αυτή η αίσθηση της ύπαρξης μιας μηχανής αφήγησης ιστοριών σε έναν άνθρωπο, μιας μηχανής που χρειαζόταν να παίρνει μπρος και την οδηγείς, μου άσκησε μεγάλη επιρροή».
Εχετε περιγράψει την παιδική σας ηλικία ως δύσκολη. Και έχετε χρησιμοποιήσει αληθινές οικογενειακές σας ιστορίες ως υλικό για τα βιβλία σας. Ηταν αυτός ένα τρόπος για να ξεπεράσετε κάποια τραύματα; Σας κατηγόρησαν ποτέ οι συγγενείς σας ότι τους εκμεταλλευτήκατε; «Κοιτάξτε, την παιδική μου ηλικία την αποκάλεσα δύσκολη όταν την αποτίμησα εκ των υστέρων. Η αδελφή μου κι εγώ έπρεπε να υπομείνουμε πολλά – ειδικά η αδελφή μου. Τα μέλη της οικογένειας μου για τα οποία γράφω εγώ ωστόσο δεν είναι κοντινοί συγγενείς, αλλά κάτι μακρινές θείες ή άλλοι πρόγονοι. Οι τρεις χάριτες των παιδικάτων μου ήταν οι δύο παππούδες μου και η θεία μου η Ανι. Με βοήθησαν να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις των άλλων και μου έδωσαν ένας μέρος της απάντησης στο προκλητικό ερώτημα “πώς να ζήσω;”. Ηταν δίκαιοι, και συχνά εμπνευσμένοι, και μου έδειξαν, με τον δικό τους τρόπο, αγάπη. Δεν αναφέρομαι σε αυτούς για να τους συγχωρήσω αλλά αναζητώντας τους. Αυτό το παρελθόν μοιάζει με χώρα που έχει ισοπεδωθεί ολοσχερώς και οι πολίτες της έχουν όλοι δολοφονηθεί, από τον πανδαμάτωρα χρόνο, και είναι μόνο δυνατό, ή τουλάχιστον δεν είναι αδύνατο, να ζωντανέψει κάτι γράφοντας για αυτό. Οσο για το θέμα της εχθροπάθειας, δεν έχει υπάρξει καμία για πάρα πολύ καιρό, αλλά ο παππούς μου, τον οποίο αγαπούσα, και για τον οποίο έγραψα ένα διήγημα το 1983, τρόμαξε πολύ, όχι μόνο από ό,τι ήταν αληθινό στο βιβλίο αλλά και από όσα ήταν δική μου επινόηση. Πιθανώς η αλήθεια να τον πλήγωσε πιο πολύ από το παραμύθι. Προς μεγάλη μου έκπληξη, με έβρισε και δεν ξαναμιλήσαμε. Οταν θέλησε να μονιάσουμε, αρνήθηκα, όντας ένας ανόητος νεαρός που δεν καταλάβαινε πόσο γρήγορα μας κάνει κομμάτια η ζωή. Αλλά τον σκέφτομαι καθημερινά και προσπαθώ να τιμώ έτσι τη μνήμη του».
Είναι σημαντικό για εσάς να θεωρείστε ιρλανδός συγγραφέας ή πιστεύετε ότι αυτή η κατηγοριοποίηση δεν έχει και τόση σημασία; Υπάρχουν συμπατριώτες σας συγγραφείς με τους οποίους αισθάνεστε ότι σας συνδέει καλλιτεχνική συγγένεια; Είναι οι ίδιοι που έχουν επηρεάσει και το γράψιμό σας; «Θεωρώ οτι τα μεγαλύτερα αδέλφια μου είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι και ο Καβάφης, κι ας είναι πολύ πιο έξυπνοι και ωραίοι από εμένα. Το αίσθημα του Καβάφη για τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο είναι πολύ δυνατό και το βρίσκω υπέροχο. Μου αρέσουν οι υπογραφές του Κόνραντ και του Χάρντι, το γεγονός ότι γνωρίζεις πως βρίσκεσαι εντός του συντακτικού τους τερέν από τις πρώτες προτάσεις τους. Παρ’όλα αυτά, έπειτα από 34 χρόνια συγγραφής και έχοντας κοπιάσει κάπως ώστε να αισθάνομαι καθώς πρέπει πολίτης της χώρας στην οποία γεννήθηκα, αρέσκομαι τώρα τελευταία στη φράση Ιρλανδός Συγγραφέας. Την έχω διεκδικήσει μυστικά. Η Ιρλανδία με γέννησε και μου έδωσε και μια ζωή. Τα βιβλία μου είναι ιρλανδικά και τα παιδιά μου το ίδιο, επομένως αυτό είμαι μάλλον κι εγώ. Αν όντως είναι έτσι, είμαι πάρα πολύ περήφανος. Μολαταύτα γνωρίζω καλά ότι το φανταστικό μου διαβατήριο είναι κάπως ξεθωριασμένο και μουντζουρωμένο. Πλην όμως χρήσιμο και αρκετό για να πείσει τους συνοριοφύλακες.
Στις επιρροές μου θα περιελάμβανα σίγουρα τον Κόνραντ και τον Χάρντι, όπως και τον Ισαάκ Γουόλτον, τον Σάμιουελ Τζόνσον, τον Σερ Τόμας Μπράουν. Με εμπνέουν όμως πολύ τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα κάποιων Ιρλανδών. Συνηθισμένων ανθρώπων, των αληθινών δηλαδή φιλοσόφων της ζωής μας. Αυτόν τον πλούτο που ανταλλάξαμε τελευταία με την καταστροφική ευμάρεια. Αγαπώ τον Τσιτσάνη, αγαπώ την μπλουγκρας και τη φολκ μουσική, αγαπω τον Ζακ Τατί και τον Μπέργκμαν – τι ζωηρό μείγμα».
{{{ moto }}}
Εχετε γράψει θεατρικά έργα, ποιήματα, νουβέλες. Εχετε πια καταλήξει στο λογοτεχνικό μέσο που σας εξυπηρετεί περισσότερο; «Δεν έχω γράψει ποιήματα εδώ και πολύ καιρό και θα πρέπει να παραδεχτώ ότι τα συναισθήματά μου απέναντι στο θέατρο είναι έντονα και ανάμεικτα. Πρόκειται φυσικά για ένα εξαιρετικά απαιτητικό μέσο. Μοιάζει περισσότερο με την πυγμαχία παρά με το γράψιμο. Ωστόσο, κάποιοι χαρακτήρες έχουν επιλέξει να κάνουν την εμφάνισή τους μέσω ενός θεατρικού έργου και όχι μέσω ενός μυθιστορήματος και αυτή είναι η απλή αλήθεια».
Εχετε βγάλει καθόλου άκρη με τη σημερινή οικονομική κρίση; «Το χρήμα είναι ο μεγάλος μας μύθος, έτσι δεν είναι; Είτε μιλάμε για τα χρωματιστά κοχύλια που χρησιμοποιούσαν οι Ινδιάνοι, είτε για το ευρώ. Ο Εζρα Πάουντ χλεύαζε στα κάντο του την τοκογλυφία αλλά κατέστρεψε το επιχείρημά του επειδή ήταν αντισημίτης. Αλλά όταν ο αδελφός σου σού δανείζει χρήματα (έχω στο μυαλό μου την αδελφότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης) δεν απαιτεί τόκους. Αν απαιτούνται αδικαιολόγητοι τόκοι τότε μιλάμε για τοκογλυφία. Καλούμαστε να αποδεχτούμε τον καπιταλισμό στην παρούσα μορφή του σαν να πρόκειται για θέσφατο, όπως οι ιρλανδοί αγρότες του 19ου αιώνα έπρεπε να αποδέχονται το σύστημα των γαιοκτημόνων. Ολη η σοδειά τους χρησιμοποιούνταν για να πληρώνουν το νοίκι τους, το οποίο ήταν παράλογα υψηλό, επειδή οι ίδιοι οι τσιφλικάδες ήταν καταχρεωμένοι. Σήμερα το εισόδημα πολλών ιρλανδών πολιτών χάνεται στον άγριο, πολυτάραχο κυκεώνα που λέγεται δυτικός καπιταλισμός. Ορισμένοι, μάλιστα, καταλήγουν στην αυτοκτονία. Το πρώτο καθήκον μιας κυβέρνησης είναι να δημιουργήσει μια χώρα οι πολίτες της οποίας έχουν πρόσβαση στο απείρως πολύτιμο αγαθό που είναι η ψυχική ηρεμία. Τα συστήματα που την καταστρέφουν είναι ή δυσλειτουργικά ή κακά. Ή έτσι τείνω να πιστεύω εγώ».
Η Λίλι, η αφηγήτρια στο τελευταίο μυθιστόρημα σας («Εις γην Χαναάν», εκδ. Καστανιώτη) αισθάνεται τόσο θλιμμένη που αναρωτιέται αν θα μπορούσε να αποτυπωθεί αυτό το συναίσθημα σε μια ακτινογραφία, αισθάνεται δηλαδή ότι η θλίψη της έχει σωματοποιηθεί. Εσείς έχετε νιώσει ποτέ τέτοια στεναχώρια; «Νομίζω πως ναι. Πριν από μερικά χρόνια πέρασα μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης, όπως είμαι σίγουρος ότι περνούν όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους. Πριν από 12 χρόνια, όταν ο καλός μου φίλος, ο ηθοποιός Ντόναλ Μακ Καν, πέθανε, ένιωσα σαν να είχε παρασύρει κατά λάθος μαζί του στον κάτω κόσμο ένα κομμάτι δικό μου. Μου πήρε πολύ χρόνο να συνέλθω. Αυτή είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αλλά, να, πρέπει να παλεύουμε μερικές φορές με τη θλίψη όπως ο Ιακώβ με τον άγγελο».
Το παρελθόν και τα τερτίπια της μνήμης σάς απασχολούν πολύ στα βιβλία σας. Θα θέλατε να υπάρχει εμβόλιο που να μας προστατεύει από τις αναμνήσεις; H το μυστικό είναι να ζούμε το τώρα;«Προσπαθώ να ζω τη στιγμή, όπως μας παροτρύνουν να κάνουμε. Σκέφτομαι το παρελθόν, αλλά διαπιστώνω πως όταν γράφω για αυτό, μοιάζει περισσότερο με το παρόν. Το αληθινό παρόν έχει το επικίνδυνο χαρακτηριστικό να γίνεται πολύ γρήγορα κάτι ξεπερασμένο. Το παρόν χάνεται, το παρελθόν είναι πιο σταθερό, τουλάχιστον για τους σκοπούς ενός συγγραφέα. Και η μνήμη παίζει τα δικά της περίπλοκα παιχνίδια και περιγελά την όλη διαδικασία. Είμαι ευτυχής να ζω με τις αναμνήσεις, αρκεί να μη μου γίνονται βραχνάς».
Πώς θα περιγράφατε αλήθεια τη ζωή του συγγραφέα; «Υποθέτω ότι ο συγγραφέας ζει μια ζωή που είναι παράξενα γραμμένη, όχι ακριβώς το αφήγημα που θα περίμενε κανείς. Εκεί που υπάρχει χαρά, εκείνος μπορεί να βλέπει μόνο λύπη. Είναι στρεβλό, αλλά είναι απαραίτητο. Ενας συγγραφέας είναι σαν τον επιστήμονα που έχει υπολογίσει την ταχύτητα της Γης μέσα στο διάστημα, και νιώθει ανακούφιση και συντριβή μαζί».
Εχετε δηλώσει σε συνεντεύξεις σας ότι στο παρελθόν παραλίγο να εγκαταλείψετε την Ιρλανδία εξαιτίας κάποιων δυσάρεστων κριτικών… «Μιλούσα για ένα θεατρικό έργο μου που υπήρξε μεγάλη αποτυχία το 2002, μέχρι τότε είχα γευτεί μόνο την επιτυχία, η οποία δεν σε προετοιμάζει για την καταστροφή, εννοώ πως δεν σε κάνει πιο σκληρό. Θεωρείς ότι είσαι ανοιχτός στην κριτική επειδή όλα έχουν πάει καλά. Είναι μια κατάσταση ανοησίας και βρέθηκα σε αυτήν όταν αυτό το θεατρικό έργο προκάλεσε σάλο στην Ιρλανδία. Δεν είχα τα μέσα για να κατανοήσω τις τόσο αρνητικές αντιδράσεις. Αλλά το μυθιστόρημα που ακολούθησε έτυχε θερμής υποδοχής και το πράγμα καταλάγιασε. Αυτό ήταν πολύ ανακουφιστικό και ανακάλυψα ότι δεν ήμουν έτοιμος να ζήσω με την αμφισβήτηση. Είμαι πλέον σίγουρος ότι κανείς δεν είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει και γι’ αυτό θαυμάζω τους συγγραφείς που έχουν αντιμετωπίσει τα εχθρικά κύματα της πατρίδας τους, όπως ο Ορχάν Παμούκ, για παράδειγμα. Αλλά τελικά η δυσκολία ήταν ότι δεν μπόρεσα να υπερασπίσω το συγκεκριμένο έργο. Δεν ένιωθα ότι επρόκειτο τελικά για κάτι καλοφτιαγμένο. Είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να έχει κανείς μια αληθινά αντικειμενική άποψη για τη δική του δουλειά. Τα βραβεία και οι τιμές καταλαγιάζουν τους φόβους του συγγραφέα, έστω για λίγο. Η ανακούφιση είναι προσωρινή και μπορεί να συγκριθεί με την ευχαρίστηση που νιώθει ένα παιδί όταν του έχουν ετοιμάσει στα κρυφά μια έκπληξη».
Ανησυχείτε για το μέλλον του έντυπου βιβλίου; «Ο 19χρονος γιος μου είπε σήμερα όταν γκρίνιαξα για το Kindle, «Το βιβλίο ήταν ο θάνατος του παπύρου, και ο πάπυρος ήταν ο θάνατος της περγαμηνής»».
«Ούτε ο Χριστός, ούτε ο Βούδας, ούτε ο Σωκράτης έγραψαν βιβλία, διότι για να γράψεις ένα βιβλίο πρέπει να αντικαταστήσεις τη ζωή με μια λογική διαδικασία», έχει πει ο συμπατριώτης σας ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Σχολιάστε παρακαλώ. «Νομίζω ότι αυτή η ρήση λέει περισσότερα για τον ίδιο τον Γέιτς παρά για τον Χριστό, τον Βούδα ή τον Σωκράτη. Αλλά είναι μια λαμπρή παρατήρηση. Είχαν άλλουν ανθρώπους για να γράψουν εξ ονόματός τους. Τι πολυτέλεια! Αλλά δεν είμαι σιγουρός ότι συμφωνώ με τη σκέψη αυτή. Σε μια περιοδεία μου στην Αμερική για το «Εις γην Χαναάν» μιλούσα για τη Λίλι και εξηγούσα γιατί κάθισε κι έγραψε για τη ζωή της. Είπα ότι είναι άλλο να σκέφτεσαι τη ζωή σου, άλλο να μιλάς για αυτή και άλλο να κάθεσαι και να τη γράφεις. Μόνο γράφοντας μπορείς να συναντήσεις τον εαυτό σου. Ο Γέιτς, όμως, έχει πει ένα εκατομμύρια υπέροχα πράγματα, το αγαπημένο μου δικό του απόφθευγμα είναι το εξής «Είμαι ένας ανόητος παντού, εκτός από το γραφείο μου»».
Κυκλοφορούν φήμες ότι τραγουδάτε υπέροχα… «Οι φήμες δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα, αλλά αυτές είναι τουλάχιστον ευχάριστες. Καμιά φορά τραγουδάω στις αναγνώσεις των βιβλίων μου, όποτε κάποιο τραγούδι αναφέρεται στο κείμενο. Εναν ή δύο στίχους. Το όλο εφέ βασίζεται στο στοιχείο της έκπληξης, επομένως θα σας παρακαλούσα να μην το αποκαλύψετε, διότι, ποτέ δεν ξέρετε, μπορεί να έρθω να διαβάσω τα βιβλία μου στην Ελλάδα. Η θεία μου Μέρι Ο’ Χάρα υπήρξε διάσημη τραγουδίστρια και την εποχή του παππού μου ο καθένας έλεγε ένα τραγούδι στις οικογενειακές μαζώξεις. Αυτή ήταν μια υπέροχη παράδοση. Μόνο στο τραγούδι μπορείς να δεις κάποιον καθαρά ή να διακρίνεις κάτι που αλλιώς θα χρειαζόταν χρόνια γνωριμίας για να φανεί. Για παράδειγμα, όταν έζησα στη Νάουσα της Πάρου για έναν χρόνο, το 1980, καταλάβαινα πολύ λίγα για τους ψαράδες που έβλεπα, ώσπου τους άκουσα να τραγουδάνε ένα βράδυ στη βάρκα τους, ακουμπισμένοι στην κουπαστή του καϊκιού τους. Νησιώτικα, φυσικά».