Κάτι αρχίζουν να υποψιάζονται οι Αµερικανοί γι’ αυτό το «Κίνηµα της Γουόλ Στριτ». Αλλωστε επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Αµερική, όπως και στην Ευρώπη, χωρίς να έχει αρχηγό, ούτε και ατζέντα. Το άµορφο µείγµα αυτής της πολύµορφης ανθρωποθάλασσας αναγκάζει το Κατεστηµένο να ξύνει το κεφάλι του και να ρωτά «τι θέλουν;» και «ποιος είναι ο αρχηγός τους;», «γιατί δεν κάθονται να κουβεντιάσουµε;». Το «κίνηµα του δρόµου» πέτυχε ήδη ένα πράγµα. Απέδειξε ότι οι εκλεκτοί της άρχουσας τάξης είναι τόσο µακριά από την πραγµατικότητα που δεν µπορούν να αντιληφθούν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται σήµερα ο εργαζόµενος, αποτέλεσµα της προµελετηµένης οικονοµικής κρίσης που εκείνοι δηµιούργησαν. Εξ ου και η αφελής ερώτηση «τι θέλουν;». Με δυο λέξεις, «εκείνο που θέλουν» είναι να τελειώσει η εποχή της θεσµοποιηµένης κλοπής, της εγκληµατικής σπέκουλας, της απεριόριστης απληστίας που αγοράζεται και πουλιέται από τους πολιτικούς.

Οι χιλιάδες της Γουόλ Στριτ, της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας ζητούν τίµια κατανοµή του πλούτου, αποκατάσταση των δικαιωµάτων του πολίτη τα οποία έκλεψαν οι χρηµατοδότες των εκλογικών παιχνιδιών _ ριζωµένων βαθιά στη Γουόλ Στριτ _ και τέρµα στα πιόνια που, κατά λάθος, ονοµάζονται «εθνική κυβέρνηση». Αυτές οι χιλιάδες άνθρωποι διαπιστώνουν µια πραγµατικότητα – ότι «η λεγόµενη µεσαία τάξη» φορολογείται διπλάσια απ’ ό,τι οι εκατοµµυριούχοι – και βλέπουν τους φόρους τους να αυξάνονται και να καταλήγουν στο 1% της κοινωνίας. Η «αναπτυγµένη» αµερικανική οικονοµία είδε το εισόδηµα αυτού του 1% να αυξάνεται κατά 275%, ενώ του φτωχού µόλις κατά 18%.

Πώς καταφέραµε και βρεθήκαµε σ’ αυτή τη δύσκολη θέση;

Απλούστατα _ είµαστε προϊόντα ενός εκπαιδευτικού συστήµατος, εδώ και σαράντα χρόνια, βιοµηχανικών ροµπότ και όχι σκεπτόµενων πολιτών. Σήµερα η ανωτάτη εκπαίδευση δεν εκπαιδεύει. Μόνο γυµνάζει ανθρωποειδείς προεκτάσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών µε στόχο πώς να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να µειωθεί το κόστος εργασίας, πέρα από συνειδήσεις και πίστη σε ιδανικά.

Ολο και περισσότερο οι πολίτες των λεγόµενων «αναπτυγµένων» χωρών υφίστανται την κλοπή της κυριαρχίας τους. Βλέπουν τώρα τους πολίτες ως καταναλωτές, ως δανειολήπτες, σκλάβους της τεχνολογίας και φθηνή εργατική δύναµη. Η αποδοχή των δυνάµεων της «αγοράς» ως λύση στα κοινωνικά προβλήµατα µεταµόρφωσε τις κυβερνήσεις σε υποκατάστατα των χρηµατιστών στους οποίους αναθέτουν δύο απλά καθήκοντα. Να αστυνοµεύουν τα συµφέροντα των «δυνάµεων της αγοράς» και, δεύτερον, να προσφέρουν νέες επενδυτικές ευκαιρίες για κατασκευή πολέµων. Οταν οι χώρες γίνονται κουρέλια και τα έθνη καταντούν ζητιάνοι, τότε οι τραπεζίτες αναλαµβάνουν τον ρόλο του «ευεργέτη». Σ’ αυτόν τον κόσµο η ελευθερία αποτελεί πολυτέλεια, ακριβώς όπως προέβλεψαν ο Τόµας Τζέφερσον και ο Αντριου Τζάκσον. Οτι οι τραπεζίτες ήταν πολύ µεγαλύτεροι εχθροί της ελευθερίας από τους στρατούς κατοχής.

Οπως στον Μεσαίωνα, έτσι και σήµερα οι πολίτες στις «προχωρηµένες» οικονοµίες γεννιούνται χρεωµένοι, ζουν µε τον φόβο και πεθαίνουν φτωχοί. ∆εν είναι πολύς καιρός που οι ηγέτες είχαν συναίσθηση του δηµόσιου συµφέροντος. Τότε η κοινωνική άνοδος ονοµαζόταν εκπαίδευση και ήταν το µέσον για την κοινωνική άνοδο. Σήµερα η ανώτατη εκπαίδευση κατάντησε «βιοµηχανία» παραγωγής εκείνων που θέλει «η αγορά».

Η ανισότητα έφθασε σε επικίνδυνα επίπεδα και αν αφεθεί να συνεχίσει έτσι θα υπονοµευθούν τα θεµέλια της δηµοκρατίας και της κυριαρχίας, θα εξαφανιστεί η αξιοπρέπεια. Οι «καταληψίες» της Γουόλ Στριτ και οι οµόλογοί τους φαίνεται ότι έχουν αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. ∆είχνουν να διαφωνούν µε τον ρόλο της κυβέρνησης ως εκτελεστή των αποφάσεων των µεγαλοεπιχειρήσεων. Αλλά προτού επαναπαυθούµε σε ελπίδες για µια «ουσιαστική αλλαγή» δεν αποκλείεται αυτό το κίνηµα να ανοίξει τον δρόµο για µια οµαλή προσγείωση των λαίµαργων κλεφτών του δηµόσιου πλούτου. Είδαµε µια τέτοια ταινία στο παρελθόν.

Ο δρ Νικόλαος Σταύρου είναι οµότιµος καθηγητής ∆ιεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήµιο Howard της Ουάσιγκτον.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ