Είναι δύσκολα τούτα τα χρόνια του µνηµονίου και του PSI plus στα οποία καλείται να ζήσει και να δηµιουργήσει η νέα γενιά – αλλά όχι δυσκολότερα από τα χρόνια της Κατοχής και του Εµφυλίου, που αντιµετώπισαν οι παππούδες τους, ή τα χρόνια της χούντας που έζησαν οι γονείς τους. Αν αφήσουµε εκτός σύγκρισης τη φρικτή δεκαετία του 1940, γιατί οι δυστυχίες του πολέµου µε τίποτε δεν συγκρίνονται, οι δύο επόµενες δεκαετίες, που οδηγούν στη χούντα και καταλήγουν στη µεταπολίτευση, δεν χαρακτηρίζονται µόνο από την πολιτική καταστολή, τις φυλακές, τις εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονηµάτων: η ελληνική κοινωνία προοδεύει και αναπτύσσεται µε τίµηµα την εµφάνιση δύο µεγάλων µεταναστευτικών ρευµάτων από τη ρηµαγµένη από τον Εµφύλιο επαρχία. Προς την Αθήνα και τα άλλα µεγάλα αστικά κέντρα το ένα, το δεύτερο προς το εξωτερικό, τη ∆υτική Ευρώπη, την Αυστραλία και τον Καναδά.
Αν σήµερα είναι µερικές δεκάδες χιλιάδες οι νέοι που θέλουν να εργαστούν στο εξωτερικό, σε εκατοµµύρια µετριούνται οι εσωτερικοί και εξωτερικοί µετανάστες της αδυσώπητης περιόδου 1950-1970. Περίπου 1.300.000 νέοι αγρότες εγκαταλείπουν τη χώρα, οι περισσότεροι µετά το 1960, όταν ανοίγει τις πόρτες της η ∆υτική Γερµανία. ∆εν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάµε πως η ευηµερία των τελευταίων σαράντα χρόνων δεν θα υπήρχε αν η χώρα δεν είχε διώξει το πληθυσµιακό «πλεόνασµά» της – που δηµιουργήθηκε από το γεγονός ότι η διαλυµένη από τον Εµφύλιο Ελλάδα δεν µπορούσε να προσφέρει αξιοπρεπή εργασία στους κατοίκους της.
Aν µεταναστεύσουν κατά την αναµενόµενη σκληρή δεκαετία που έχουµε µπροστά µας 500.000 εργαζόµενοι, η ανεργία θα µειωθεί κατά 10%, θα επανέλθει στα πριν από την κρίση ανεκτά επίπεδα των µονοψήφιων αριθµών. H συντριπτική πλειοψηφία αυτών που θα έφευγαν θα ήσαν πάλι νέοι – διαφορετικοί όµως από αυτούς που έφυγαν κατά τις αδυσώπητες δεκαετίες: οι αγορές του αναπτυγµένου κόσµου θέλουν σήµερα εξειδικευµένους επιστήµονες, όχι χειρώνακτες. Η προηγούµενη µετανάστευση, πέρα από τα προσωπικά και οικογενειακά δράµατα που προκαλούσε, είχε κυρίως δηµογραφικές επιπτώσεις· τυχόν νέα µετανάστευση θα στερήσει τη χώρα από νέους και νέες που έχουν σωρεύσει γνώσεις και δεξιότητες χρηµατοδοτηµένες µέσω του εκπαιδευτικού συστήµατος.
Με πρόχειρους υπολογισµούς (6 δισεκατοµµύρια ο προϋπολογισµός του υπουργείου Παιδείας, 1.500.000 πληθυσµός από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήµιο, 20 χρόνια στο εκπαιδευτικό σύστηµα) οι φορολογούµενοι έχουν επενδύσει 80.000 ευρώ για κάθε πτυχιούχο· αν υπολογίσουµε και 1.000 ευρώ οικογενειακά έξοδα κάθε χρονιά για γλώσσες και φροντιστήρια, φθάνουµε τις 100.000 ευρώ – κάθε δεκάδα πτυχιούχων που φεύγει από τη χώρα παίρνει µαζί της 1.000.000 ευρώ σε εκπαίδευση για να τα αξιοποιήσει κάπου αλλού. Οι 500.000 αποχωρήσεις θα µας στερήσουν επένδυση 50 δισεκατοµµυρίων – περισσότερα από όσα έφυγαν στο εξωτερικό αφότου άρχισε η κρίση. Και όσοι µείνουν πίσω, θα πρέπει να ξοφλήσουν τα 350 δισεκατοµµύρια χρεών – ή µήπως θα συσσωρεύουν καινούργια; ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι αυτοί που έφυγαν κατά τις δεκαετίες του 1950-60, πάλι άφησαν εµάς πίσω να αγωνιζόµαστε – άλλους αγώνες: να επιδιδόµαστε σε λυσσαλέες πολιτικές αναµετρήσεις και να τρέφουµε επεκτατικά οράµατα, που οδήγησαν στη δικτατορία και στην κυπριακή τραγωδία. Η παράδοση συνεχίστηκε κατά την ύστερη µετεµφυλιακή περίοδο (που την ονοµάσαµε µεταπολίτευση) και µας οδήγησε στη χρεοκοπία. Θα κατανοήσουµε κάποτε ότι η πολιτική κουλτούρα µας, αυτό το κράµα πελατειακών σχέσεων µε τους «δικούς µας» και βίαιης αντιπαράθεσης µε τους «άλλους», είναι η καταστροφή µας;
Θέλω να πω, οι νέοι και οι νέες είναι εξαιρετικά πολύτιµο οικονοµικό και πολιτιστικό κεφάλαιο για να το αποπέµψουµε στο εξωτερικό. Το έχει ανάγκη η χώρα – καλύτερα να µειώσουν και άλλο τις συντάξεις παρά να αυξηθεί η ανεργία των νέων. Αλλά για να αποδώσει αυτό το κεφάλαιο, για να έχουν µέλλον και οι νέοι και η χώρα, πρέπει να εγκαταλείψουµε τη λατρεία των «εθνικών και λαϊκών αγώνων». Σε διαφορετικές δόσεις, αυτό το ιδεολογικό υπόστρωµα καθορίζει και τη ∆εξιά και την Αριστερά. Για να µην πάρουν οι νέοι το κεφάλαιό τους και φύγουν απαιτείται δηµοκρατική πολιτική ζωή, κουλτούρα διαπραγµάτευσης και συµβιβασµών που θα επιτρέπει την οικονοµική ανάπτυξη, όχι «ανυποχώρητους αγώνες».
Προφανώς, απαιτείται επιπλέον κράτος µικρό και αποτελεσµατικό, όχι πελατειακό· διαφάνεια και αξιοκρατία, όχι ρουσφέτια· ανάπτυξη της νεανικής επιχειρηµατικότητας, όχι stage – αλλά αυτά ελπίζω να τα επιβάλουν στην ελληνική πολιτική τάξη οι Ευρωπαίοι, αν µείνουµε στην ευρωζώνη. Και αν δεν µείνουµε, θα είναι επειδή οι πολιτικοί µας προτιµούν τους ωραίους, παλιούς κανόνες, οπότε δεν τη γλιτώνουµε τη φυγή των παιδιών µας, των καλύτερων και πλουσιότερων σε κεφάλαιο.
Καλά κάνει λοιπόν ο µακρονησιώτης Ζήσης που προσπαθεί να πείσει την κόρη και τον γαµπρό του αστυνόµου Χαρίτου να µη µεταναστεύσουν λόγω κρίσης, όπως µας αφηγείται ο Πέτρος Μάρκαρης στο τελευταίο καταπληκτικό βιβλίο του, την «Περαίωση», που εκτυλίσσεται στη παραδοµένη, διαλυµένη από τους αντιµνηµονιακούς αγώνες Αθήνα. Το επιχείρηµα του Ζήση («µην υπογράφετε συµβόλαιο για να φύγετε, εµείς οι κοµµουνιστές δεν υπογράψαµε δήλωση µετανοίας») είναι εµφυλιοπολεµικό και ηρωικό, σαν τον ίδιο. Οµως οι νέοι της αφήγησης δεν το ρίχνουν στους αγώνες, ρισκάρουν, αφήνουν την ασφάλεια του ∆ηµοσίου, στήνουν µικρή επιχείρηση. Αισιόδοξο µήνυµα: µπορεί η έξοδος του νεανικού κεφαλαίου να µην είναι αναπόφευκτη, µπορεί άλλου τύπου νεανικός ηρωισµός να επικρατήσει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ