Το 1943 ο Αρης Αλεξάνδρου, 21 ετών τότε, άρχισε να εργάζεται ως µεταφραστής στον πρωτοποριακό, για την εποχή, εκδοτικό οίκο του Κώστα Γκοβόστη. Τρία χρόνια αργότερα του παρέδωσε τη µετάφραση του µυθιστορήµατος Σιδερένιο Τακούνι (Iron Heel) του Τζακ Λόντον, που θα γνώριζε απανωτές εκδόσεις, από άλλους ωστόσο εκδότες και µεταφραστές. Η µετάφραση του συγγραφέα του Κιβωτίου έµεινε στο «αρχείο» για 75 χρόνια. Για την ακρίβεια, ο Κώστας Γκοβόστης ανακάλυψε πρόσφατα – εντελώς συµπτωµατικά – το χειρόγραφό της πίσω από κάτι παλιούς χάρτες.
Το µυθιστόρηµα αυτό του Λόντον κυκλοφορεί ήδη σε άλλες, µεταγενέστερες µεταφράσεις από πέντε εκδοτικούς οίκους – ενδεικτικό όχι µόνο της αξίας του αλλά και της πρωτοποριακής θεµατικής, όπως και της διαχρονικότητάς του. Ωστόσο η µεταφορά του στη γλώσσα µας από έναν κορυφαίο µεταφραστή έχει ειδική σηµασία. Οχι µόνο επειδή συµπληρώνει τη σχετική βιβλιογραφία αλλά και γιατί µας δίνει αφενός τη γλωσσική αίσθηση της εποχής, όπως και την αντίστοιχη ευαισθησία του µεταφραστή, αφετέρου τον προβληµατισµό που είχε αναπτυχθεί στον κόσµο της Αριστεράς εκείνης της εποχής. Αρκεί µόνο να σηµειώσουµε ότι ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, κοµισάριος της Παιδείας και της Κουλτούρας στα πρώτα χρόνια µετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έγραψε βασισµένος στο Σιδερένιο Τακούνι το σενάριο για µια ταινία, ελάχιστα γνωστή στη ∆ύση, η οποία ωστόσο θεωρείται από τις πρώτες ταινίες επιστηµονικής φαντασίας του σοβιετικού κινηµατογράφου. Το Σιδερένιο Τακούνι είναι ένα πρώιµο δυστοπικό µυθιστόρηµα. Γράφτηκε το 1906, έναν χρόνο µετά τη συντριβή της λαϊκής εξέγερσης στη Ρωσία, και κυκλοφόρησε την επόµενη χρονιά. Η έκδοσή του προηγήθηκε κατά πολύ των τριών διάσηµων δυστοπικών µυθιστορηµάτων του 20ού αιώνα: των Εµείς του Γεβγκένι Ζαµιάτιν (1920), Γενναίος νέος κόσµος του Αλντους Χάξλεϊ (1932) και 1984 του Τζορτζ Οργουελ (1949). Επιπλέον, ανήκει στα αντιπροσωπευτικότερα πολιτικά βιβλία όλων των εποχών – κι αυτό παρά το ότι ο Λόντον είναι περισσότερο γνωστός για άλλα έργα του, όπως Ο θαλασσόλυκος, Το κάλεσµα της άγριας φύσης και Ο Ασπροδόντης.
∆εν είναι άνευ σηµασίας να θυµίσει κανείς ότι έναν χρόνο µετά την έκδοσή του ιδρύεται στις ΗΠΑ το FBI από τον γενικό εισαγγελέα Τσαρλς Τζόζεφ Μποναπάρτε µε αρχική ονοµασία Γραφείο Ερευνών (Bureau of Investigations). ∆ώδεκα χρόνια αργότερα πλήθος εργατών διώχνονται από τα σπίτια τους και 10.000 συνδικαλιστές και ακτιβιστές ρίχνονται στις φυλακές. Επικεφαλής των διώξεων είναι ο διαβόητος Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, βοηθός τότε του γενικού εισαγγελέα, που έπειτα από τέσσερα χρόνια θα τεθεί επικεφαλής του FBI. Εν τω µεταξύ, το 1922 ο Μουσολίνι καταλαµβάνει την εξουσία στην Ιταλία. Τα παραπάνω µοιάζουν µε επακόλουθα του µυθιστορήµατος, αφού η υπόθεσή του είναι µια εφιαλτική φαντασία: η επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος στις ΗΠΑ όπου όλη την εξουσία θα την έχει το Σιδερένιο Τακούνι, µε άλλα λόγια ο µηχανισµός καταστολής και βίας που χρησιµοποιεί η οικονοµική ολιγαρχία («Ολιγαρχία» άλλωστε ήταν ο αρχικός τίτλος που είχε επιλέξει για το βιβλίο του ο Λόντον). Κι αν το µυθιστόρηµά του αγαπήθηκε από τον κόσµο της Αριστεράς για ολόκληρες δεκαετίες, αυτό οφείλεται στο ότι πολύ πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση ο συγγραφέας όρισε τον φασισµό ως την ολοκληρωτική µορφή που παίρνει το καπιταλιστικό κράτος όταν απειλείται σοβαρά από µια ενδεχόµενη επανάσταση της εργατικής τάξης.
Την ιστορία κάποιου Ερνέστου Εβερχαρντ, ηγετικής µορφής αυτής της επανάστασης, αφηγείται ο Τζακ Λόντον µέσω της συζύγου του Αβις. Και µέσα από τις σελίδες του αναδύονται το εργατικό κίνηµα των ΗΠΑ, οι αγώνες των εργατών και των συνδικάτων, ο ρόλος του Τύπου της εποχής, οι µηχανισµοί καταστολής του συστήµατος και κυρίως η άθλια ζωή των προλετάριων στα αστικά κέντρα, ώσπου στο τέλος µε τη βοήθεια του Σιδερένιου Τακουνιού καταλύεται η δηµοκρατία και επιβάλλεται µια δικτατορία των επιχειρήσεων.
Το βιβλίο όµως δεν είναι σχηµατικό. Οι εργάτες του Λόντον είναι ολοκληρωµένοι χαρακτήρες και δεν αγιοποιούνται. Οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης δεν είναι επίσης όλοι αδίστακτοι και καθάρµατα. Ο κόσµος που ζει και περιγράφει είναι πραγµατικός, τα πρόσωπα ζωντανά, αυθεντικά και απολύτως πειστικά, ενώ σε κανένα σηµείο της αφήγησης δεν σου δίδεται η εντύπωση ότι ο συγγραφέας µετατρέπει σε µυθιστόρηµα ένα, ας πούµε, κοινωνιολογικό εργαστήριο. Οι περιγραφές των απεργιών που σαρώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη τις ΗΠΑ είναι µεγαλειώδεις. Και όποιος θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο όπου να περιγράφεται αυτό που λέµε «ταξικός αγώνας», δηλαδή αγώνας που δίνεται στον δρόµο, στο εργοστάσιο, στα ορυχεία και στα χωράφια, δεν έχει παρά να διαβάσει αυτό το θαυµάσιο µυθιστόρηµα. ∆εν θα το λέγαµε προφητικό. Η Αµερική µετά το New Deal του Ρούζβελτ ήταν πια µια διαφορετική χώρα. Και µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ακόµη πιο διαφορετική. Αλλά ο σηµερινός αναγνώστης δεν µπορεί να αποφύγει τον πειρασµό να συγκρίνει το Σιδερένιο Τακούνι µε το αντίστοιχο της δικής µας εποχής. Μόνο που οι µόνοι ολιγάρχες σήµερα, που δεν ελέγχουν απλώς κοινωνίες αλλά ολόκληρα κράτη απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη, είναι οι έµποροι του χρήµατος. Αυτοί συνιστούν πλέον το «Σιδερένιο Τακούνι». ∆ιαφωτιστικός είναι ο πρόλογος του εκδότη, όπως και το άκρως εµπεριστατωµένο επίµετρο της Τιτίκας ∆ηµητρούλια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ