Πατώντας πάνω σε δύο βάρκες

Ενα βουνό ανθρώπινο, ένας απολυµένος λιµενεργάτης ικανός για το καλό και το κακό, µια δασκάλα πονετική ακόµη και απέναντι σε ένα φίδι που δαγκώνει το µωρό της, ο παππούς που όταν είχε κέφια πετούσε χειροβοµβίδες στον αέρα, οι φοιτητές Αρχιτεκτονικής που σκαρώνουν µια µεγάλη βάρκα µέσα στο σαλόνι τους, ο σκύλος Πλούτο που θέλει να τον πληρώνουν µε χαρτονοµίσµατα κάθε Σάββατο, οι περίφηµες σταχτάρες – τα πουλιά –, ο σκύλος Σποκ που παίρνει µόνος του το λεωφορείο και άλλοι πολλοί ξεχωριστοί είναι οι ήρωες του Γιώργου Σκαµπαρδώνη.

Ενα βουνό ανθρώπινο, ένας απολυµένος λιµενεργάτης ικανός για το καλό και το κακό, µια δασκάλα πονετική ακόµη και απέναντι σε ένα φίδι που δαγκώνει το µωρό της, ο παππούς που όταν είχε κέφια πετούσε χειροβοµβίδες στον αέρα, οι φοιτητές Αρχιτεκτονικής που σκαρώνουν µια µεγάλη βάρκα µέσα στο σαλόνι τους, ο σκύλος Πλούτο που θέλει να τον πληρώνουν µε χαρτονοµίσµατα κάθε Σάββατο, οι περίφηµες σταχτάρες – τα πουλιά –, ο σκύλος Σποκ που παίρνει µόνος του το λεωφορείο και άλλοι πολλοί ξεχωριστοί είναι οι ήρωες του Γιώργου Σκαµπαρδώνη.

Ηρωες που συνιστούν έναν παράξενο θίασο και ξεχωρίζουν για την ανθρωπιά τους – ακόµη και όταν αυτοί είναι ζώα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι κάποιο κουσούρι – µε την καλή έννοια. Σωµατικό, µια εµµονή, ένα σπίθισµα ξαφνικό που τους µεταµορφώνει και δίνει νόηµα στη ζωή τους: η γυναίκα µε τον φίκο, ένας τύπος κολληµένος µε τους αναπτήρες, ένας άλλος – ο κλαψόδεντρος – που αγαπάει ένα δέντρο µε ιστορία, ο ποιητής των υπονόµων, οι φοιτητές που αγαπούν τη θάλασσα κτλ. Είναι άνθρωποι µε µικρά κουσούρια και µεγάλα προβλήµατα. Ή το αντίθετο.

Ο Σκαµπαρδώνης κινείται πάνω σε δύο βάρκες. Η µία είναι το παρόν, η ανίερη και ανιαρή ζωή µας, οι διαφεύγοντες από αυτήν, οι σαλοί, οι παρανοηµένοι, αλλά και οι παλιοµοδίτες που η ζωή περνά πάνω από αυτούς µε φόντο το κοινωνικό ντελίριουµ τρέµενς. Η άλλη είναι το παρελθόν που επιβιώνει στη µνήµη του πρωτοπρόσωπου, συνήθως, αφηγητή, ζωντανό µέσα στη συνέχειά του, που κάθε στιγµή υπενθυµίζει «τι θα ‘σασταν χωρίς εµένα;». Και πράγµατι οι παλιές ιστορίες και εικόνες που ανασύρει από τη µνήµη του ο αφηγητής έρχονται µε δύναµη να σπάσουν τα µούτρα τους στο ηχηρό παρόν. Αυτή η σύγκρουση όµως δεν είναι θανατηφόρα – το αντίθετο: ζωογονεί το παρόν, κάνει τον ήρωα να παίρνει δυνάµεις, να ενώνεται µε τους ανθρώπους του παρελθόντος και να φωνάζει «είµαστε ακόµα ζωντανοί».

Σε δύο βάρκες πατάει και η αφήγηση, καθώς είναι ταυτόχρονα µοντέρνα και παλιά, ρεαλιστική και αφαιρετική, επαρχιακή και αστική, σοβαρή και ειρωνική. Και κυρίως µέσα από αυτές τις αντιθέσεις ξέρει να δηµιουργεί σασπένς, να σπέρνει αµφιβολίες αλλά και να σκορπά απλόχερα την ευαισθησία του. Αυτό που κάνει ο Σκαµπαρδώνης είναι να «σπηρουνιάζει» τον αναγνώστη. Ενώ τον διασκεδάζει µέσω της αναγνωστικής απόλαυσης, τον βάζει σε έναν κόσµο, παλιό ή καινούργιο, τον συνεπαίρνει και ξαφνικά του χώνει µια τσιµπιά σαν σκανταλιάρικος µικρός. Παράλληλα τα διηγήµατά του συνιστούν µια θεσσαλονικογραφία, καθώς παρελαύνουν σε αυτά οικείοι χώροι, στιγµιότυπα αφανών ανθρώπων µε περίσσια ανθρωπιάς, εικόνες µιας κοινωνικής Θεσσαλονίκης που δεν γνώρισαν οι νεότεροι. Οι ραγδαίες αλλαγές της Θεσσαλονίκης περνούν σαν κοµβόι µέσα από την αχλύ των γεγονότων που ισοπέδωσαν ό,τι ζωντανό και ξεχωριστό είχε αυτή η πόλη.

Ο Σκαµπαρδώνης είναι ένας αστικός αρχαιολόγος. Σκαλίζει και ανασύρει στην επιφάνεια ξεχασµένα µοτίβα ζωής, αντικείµενα, ανθρώπους, εργαλεία, τρόπους αντίληψης και πρόσληψης του περιβάλλοντος. ∆ιασώζει τα σπαράγµατα µιας πόλης που έχει αλλάξει πια φυσιογνωµία. Εικόνες που δεν ζήσαµε, ευτυχίες που δεν γνωρίσαµε… Μέσα από τις ιστορίες του συγγραφέα συνειδητοποιούµε το σηµερινό έλλειµµα σε πρωταρχικές αξίες ζωής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.