ΤΟ ΒΗΜΑ /The New York Times
Μπορεί να σωθεί το ευρώ; Πριν από λίγο καιρό μας έλεγαν ότι το χειρότερο πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν μια ελληνική στάση πληρωμών. Τώρα όμως μια πολύ ευρύτερη καταστροφή μοιάζει εξαιρετικά πιθανή.
Είναι αλήθεια ότι η πίεση των αγορών μειώθηκε κάπως την Τετάρτη, μετά από τη θεαματική ανακοίνωση των κεντρικών τραπεζών για την επέκταση των πιστωτικών γραμμών τους (η οποία στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτε). Αλλά ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι βλέπουν πλέον πως η Ευρώπη οδηγείται σε νέα ύφεση, ενώ οι απαισιόδοξοι προειδοποιούν ότι το ευρώ ίσως γίνει το επίκεντρο μιας ακόμη παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Πώς πήγαν τα πράγματα τόσο άσχημα; Η απάντηση που ακούει κανείς συνεχώς είναι ότι η κρίση του ευρώ προκλήθηκε λόγω δημοσιονομικής ανευθυνότητας. Ανοίξτε την τηλεόραση σας και είναι πολύ πιθανό να ακούσετε κάποιον ειδικό να δηλώνει ότι, αν η Αμερική δεν ψαλιδίσει τις δαπάνες της, θα καταλήξουμε σαν την Ελλάδα. Την Ελλάαααααδα!
Αλλά η αλήθεια βρίσκεται στο άλλο άκρο. Παρ’ ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα είναι οι πολύ υψηλές δημόσιες δαπάνες στα κράτη-οφειλέτες, το πραγματικό πρόβλημα είναι οι πολύ χαμηλές δαπάνες στην Ευρώπη ως σύνολο. Και οι προσπάθειές τους να επιλύσουν το πρόβλημα απαιτώντας ακόμη σκληρότερα μέτρα λιτότητας έχουν διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην επιδείνωση της κατάστασης.
Ιδού πώς έχει η ιστορία ως τώρα: στα χρόνια πριν από την κρίση του 2008 η Ευρώπη, όπως και η Αμερική, διέθετε ένα ανεξέλεγκτο τραπεζικό σύστημα και αντιμετώπιζε μια ραγδαία συσσώρευση χρέους. Στην περίπτωση της Ευρώπης, όμως, μεγάλο μέρος αυτού του χρέους ήταν διακρατικό καθώς τα κεφάλαια της Γερμανίας έρρεαν προς τη νότια Ευρώπη.
Αυτός ο δανεισμός θεωρούνταν «χαμηλού ρίσκου». Εϊ, αφού όλοι οι αποδέκτες ήταν στο ευρώ, τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Παρεμπιπτόντως, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δανεισμού κατευθύνθηκε στον ιδιωτικό τομέα και όχι στις κυβερνήσεις. Μόνο η Ελλάδα παρουσίαζε μεγάλα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς της στα «καλά χρόνια»: η Ισπανία στην πραγματικότητα εμφάνιζε πλεόνασμα στις παραμονές της κρίσης.
Μετά η φούσκα έσκασε. Οι ιδιωτικές δαπάνες στα κράτη-οφειλέτες υποχώρησε απότομα. Και το ερώτημα που θα έπρεπε να θέτουν σήμερα οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι πώς θα εμπόδιζαν την πρόκληση μιας πανευρωπαϊκής οικονομικής υποχώρησης εξαιτίας αυτών των περικοπών στις δαπάνες.
Αντιθέτως, όμως, αυτοί αντέδρασαν στην αναπόφευκτη, λόγω της ύφεσης, αύξηση των ελλειμμάτων απαιτώντας από όλες τις κυβερνήσεις – και όχι μόνο αυτές των χρεωμένων κρατών – να περικόψουν τις δαπάνες και να αυξήσουν τους φόρους.
Οι προειδοποιήσεις ότι αυτή η «συνταγή» θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη βουτιά αγνοήθηκαν. «Η ιδέα ότι τα μέτρα λιτότητας μπορεί να πυροδοτήσουν στασιμότητα είναι ανακριβής», δήλωσε ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γιατί; Διότι «οι πολιτικές που εμπνέουν εμπιστοσύνη θα ενισχύσουν, δεν θα υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη».
Αλλά η νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Περιμένετε, έχει κι άλλο. Στα χρόνια του εύκολου χρήματος οι μισθοί και οι τιμές των προϊόντων αυξήθηκαν στη νότια Ευρώπη πολύ ταχύτερα από ό,τι στη βόρεια. Η απόκλιση αυτή πρέπει τώρα να αντιστραφεί, είτε ρίχνοντας τις τιμές στον νότο είτε αυξάνοντάς τες στον βορρά. Και έχει σημασία τι από τα δύο θα συμβεί: αν η νότια Ευρώπη αναγκαστεί να «ξεφουσκώσει» για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, θα πληρώσει βαρύ τίμημα τόσο με τη μορφή της ανεργίας όσο και με την επιδείνωση των προβλημάτων με τα χρέη της. Οι πιθανότητες επιτυχίας θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν το χάσμα έκλεινε μέσω της αύξησης των τιμών στον βορρά.
Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο θα έπρεπε η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης να αποδεχθεί μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού στο σύνολο της Ευρωζώνης. Και οι ηγέτες έχουν ξεκαθαρίσει πως αυτό δεν πρόκειται να το δεχτούν. Για την ακρίβεια, τον περασμένο Απρίλιο η ΕΚΤ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού της, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός ήταν, αν μη τι άλλο, υπερβολικά χαμηλός.
Και δεν είναι μάλλον σύμπτωση ότι τον Απρίλιο η κρίση του ευρώ πέρασε στη νέα, ζοφερή φάση της. Ξεχάστε την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας αντιπροσωπεύει για την Ευρώπη ό,τι εκείνη του Μαϊάμι για τις ΗΠΑ. Στο σημείο εκείνο οι αγορές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο ευρώ συνολικά, οδηγώντας σε αύξηση τις αποδόσεις των ομολόγων ακόμη και κρατών όπως η Αυστρία και η Φινλανδία, που μόνο για την ασωτεία τους δεν φημίζονται. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί.
Ο συνδυασμός της τακτικής «λιτότητα-για όλους» και της μακάβριας εμμονής της κεντρικής τράπεζας με τον έλεγχο του πληθωρισμού καθιστά ουσιαστικά αδύνατη τη διαφυγή των χρεωμένων χωρών από την παγίδα του χρέους, ως εκ τούτου αποτελεί συνταγή για εκτεταμένες στάσεις πληρωμών, μαζικές αναλήψεις από τις τράπεζες και γενικευμένη χρηματοοικονομική καταστροφή.
Ελπίζω, για το καλό και της Αμερικής και της Ευρώπης, ότι οι Ευρωπαίοι θα αλλάξουν κατεύθυνση πριν να είναι πολύ αργά. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν το πιστεύω. Βρίσκω μάλλον πιθανότερο πως και εμείς οι Αμερικανοί θα τους ακολουθήσουμε στον δρόμο της διάλυσης.
Γιατί στην Αμερική, όπως και στην Ευρώπη, η οικονομία επιβαρύνεται και καθυστερεί λόγω των οφειλετών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξυπηρέτησης χρέους – στην περίπτωσή μας κυρίως από όσους απέκτησαν σπίτι με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Και εδώ και εκεί απαιτούνται άμεσα αναπτυξιακές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές για να υποστηρίξουν την οικονομία ενόσω οι οφειλέτες θα αγωνίζονται να αναρρώσουν οικονομικά. Και όμως, όπως και στην Ευρώπη, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από «κατσάδες» για τα ελλείμματα και έμμονες ιδέες περί πληθωρισμού.
Την επομένη φορά που θα ακούσετε κάποιον να λέει ότι, αν δεν περικόψουμε τις δαπάνες, θα γίνουμε Ελλάδα, η απάντηση σας πρέπει να είναι ότι, αν κόψουμε τις δαπάνες εν μέσω στασιμότητας, θα γίνουμε Ευρώπη. Για την ακρίβεια, είμαστε ήδη καθ’ οδόν προς τα εκεί.