Η πολιτική κηδεία του Ντίνου Κατσουρίδη θα γίνει την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου, στις 3.30μ.μ., από το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο σκηνοθέτης θυμάται πέντε ιστορίες για αντίστοιχες ταινίες
To 2000 ,το 41ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είχε τιμήσει τον Ντίνο Κατσουρίδη με ένα πλούσιο αφιέρωμα στις ταινίες του και την απονομή ενός ειδικού Χρυσού Αλέξανδρου για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο.
Με αφορμή εκείνον τον φεστιβαλικό εορτασμό, το «Βήμα» είχε πλησιάσει τον Κατσουρίδη ζητώντας του να μοιραστεί με τους αναγνώστες του κάποια χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την καριέρα του. Αν και διστακτικός στην αρχή λόγω της υπέρμετρης μετριοφροσύνης του, ο Κατσουρίδης επέλεξε τελικά μνήμες από πέντε ταινίες της δεκαετίας του 1950 στις οποίες είχε δουλέψει στο μοντάζ ή στη διεύθυνση φωτογραφίας προτού ακόμη ασχοληθεί ο ίδιος με την σκηνοθεσία, κάτι που έγινε το 1960 με την ταινία «Εγκλημα στο Κολωνάκι».
Με απολαυστικό «storytelling» ο Κατσουρίδης αποκάλυψε ότι το μοντάζ του «Δράκου» έγινε με αρχιτεχνίτη τον Θανάση Βέγγο, αποκάλεσε την Υβόν Σανσόν «ξυλάγγουρο» και θυμήθηκε τους τσακωμούς του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Οπως βλέπουμε όμως, τα προσωπικά κείμενά του που αναδημοσιεύουμε με αφορμή τον θάνατό του, ξεφεύγουν από το στάδιο των γλυκόπικρων, γλαφυρών αναμνήσεων και πάνω απ’ όλα καταγράφουν τον μόχθο, το πείσμα αλλά και τις αγνές όσο και πρωτόγονες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο ελληνικό σινεμά και που έχουν πλέον φύγει ανεπιστρεπτί.
«Η Αγνή του Λιμανιού» (1951) του Γιώργου Τζαβέλλα
«Αλήθεια, πώς γινόταν τότε το μοντάζ;
Πολύ απλό. Με κόπια εργασίας (μαυρόασπρη φυσικά) και μπάντα ήχου το negative της ”φωνής”. Καλά διαβάσατε: το πρωτότυπο αρνητικό ήχου(!). Μα είναι δυνατόν; Ναι, ήταν. Σε μια μουβιόλα χειροκίνητη, μπρος πίσω με μια μανιβέλα του χεριού. Εκεί έκανα εγώ “ποντίκια”. Και η συνέχεια στα “τέσσερα ταμπούρα”, όπου κάθε ψαλιδιά είχε βάρος και κάθε λάθος τιμωρία: τη μη επανορθώσιμη ζημιά στο αρνητικό του ήχου. Μιλάμε για μεροκάματο του τρόμου, αλλά και για ανεπανάληπτη άσκηση ακρίβειας.
Από τότε πέρασαν “αιώνες:. Αλλαξε όψη ο κόσμος. Αλλαξαν τα εργαλεία και μαζί τους άλλαξαν οι άνθρωποι (πολύ!). Η εικόνα και ο ήχος έγιναν μαγνητικοί και σήμερα πια ψηφιακοί. Το μοντάζ όμως, ακόμα και ψηφιακό, έμεινε εκεί ίδιο κι απαράλλαχτο στην ουσία του: να μπορείς να βλέπεις, να “ακούς” την εικόνα. Κι ανάλογα να πράττεις.»
«Ο Δράκος» (1953) του Νίκου Κούνδουρου
«Ερχεται ο Κούνδουρος στο Φινέϊκο με τον “Δράκο” του υπό μάλλης, έτοιμος για χαρακίρι. Είχε “ντουμπλάρει” την πρόζα του και καθώς οι “συγχρονισμοί” είχαν γίνει (πού αλλού) στο αρνητικό, γέμισε το αρνητικό κολλήσεις και κάθε κόλληση ήταν κι ένα “γκουπ”. Μιλάμε για χιλιάδες κολλήσεις και χιλιάδες γκουπ.
Ο Φίνος τον έστειλε, φυσικά, σε μένα κι εγώ έκρινα πως η μόνη λύση ήταν να “μεταφέρουμε” την πρόζα σε μαγνητικό υλικό (μόλις τότε είχαμε πρωτοπεράσει στον μαγνητικό ήχο) κι εκεί απάνω να μπει το νυστέρι: να αντικατασταθούν τα χιλιάδες γκουπ με χιλιάδες κομματάκια μαγνητικού υλικού με μοναδικό ήχο έναν όμοιο “χώρο”. Αυτό, βέβαια, σήμαινε κάποιες χιλιάδες κολλήσεις κι όταν εγώ αρνήθηκα να κάνω το σχετικό χαμαλίκι, βρέθηκε άλλο “θύμα”: ο Θανάσης Βέγγος. Ο Βέγγος ήταν τότε ο “απόλας” του Κούνδουρου. Λίγο ηθοποιός (και τί καλός θεέ μου! κι ας μην το ήξερε ακόμα), λίγο γενικών καθηκόντων, λίγο απ’ όλα. Το μεροκάματο να βγαίνει.
Τον δασκάλεψα καταλλήλως: πώς να εντοπίζει το γκουπ, να το κόβει, να μετράει ακριβώς ίδιο κομμάτι “χώρο” και να το κολλάει μπρος πίσω. Χιλιάδες κοψίματα, χιλιάδες μετρήματα, χιλιάδες κολλήσεις. Ο Βέγγος ξεκίνησε με ενθουσιασμό και σε κάποιο 20ωρο τέλειωσε. Περάσαμε την ταινία να τη δούμε (και να την ακούσουμε) και ω του θαύματος. Φύγανε τα χιλιάδες γκουπ και στη θέση τους μπήκανε χιλιάδες “ρουφήγματα”. Κάθε πρώην γκουπ και ρούφηγμα.
Τι είχε συμβεί; Ο Βέγγος είχε κάνει το μοιραίο λάθος. Αντί να χρησιμοποιήσει το μαγνητικό υλικό με τον “χώρο”, χρησιμοποίησε ένα άλλο ρολό με “σιωπή” (απόλυτο κενό ήχου, εξ ου και τα ρουφήγματα). Γελάσαμε με τη ψυχή μας, αλλά η δουλειά έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή.
Ξαναστρώθηκε, λοιπόν, ο δύστυχος και ματαξανάρχισε από την αρχή. Και κάθε κόψιμο, κάθε μέτρημα, κάθε κόλληση τη συνόδευε μ’ ένα ρυθμικό τι μ’ έ-βαλαν-να κά-νω, τι μ’ έ-βαλαν-να κά-νω… Χιλιάδες φορές.»
«Γκόλφω» (1954) του Ορέστη Λάσκου
«Σκηνοθέτης ο γλυκύτατος Ορέστης Λάσκος. Γκόλφω η Αντιγόνη Βαλάκου. Χώρος γυρίσματος τα πλατό στους Αγίους Αναργύρους.
Γυρίζουμε σε μονοπλάνο το δραματικό μονόλογο της Γκόλφως. Η Βαλάκου λιτή, χαμηλόφωνη, σπαρακτική. Κι ο Λάσκος να παρακολουθεί την πρόβα και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή επενέβην εγώ. Ρε συ Ορέστη, θα ξεφουσκώσει η κοπέλα με τόσες πρόβες κι όταν κάνουμε το πλάνο θα είναι άδειο σακί.
Τον έπεισα. Πάμε το πλάνο. Να σπαράζει μπροστά στην κάμερα η Βαλάκου, να λιώνει πίσω από την κάμερα ο Λάσκος. «Αριστούργημα… Αλλη μία φορά!». Πάμε δεύτερη φορά, πάμε τρίτη, πάμε τέταρτη, στην πέμπτη τα στύλωσα εγώ. Οχι, ρε Λάσκο, δεν πάμε. Δε θα πεθάνει η κοπέλα για να φχαριστιέσαι κλάμα. Πήγαμε να σκοτωθούμε. Ξαναγαπήσαμε μετά τη συμφωνία μας για μια τελευταία φορά.
Είμαστε στη φάση του μοντάζ. Τότε οι σκηνοθέτες (με εξαίρεση το Τζαβέλλα) δεν επιτρεπόταν(!) να παρακολουθούν το μοντάζ. Μια φορά κάθε μέρα, ερχόταν ο Λάσκος στα κλεφτά “ρε Ντίνο, βάλε μου σε παρακαλώ το μονόλογο…”. Ο Λάσκος ήταν η αδυναμία μου. Του έβαζα το μονόλογο, έριχνε το κλάμα του κι έφευγε. Τα ίδια έκανε κι όταν άρχισε η προβολή της ταινίας. Επαιρνε σβάρνα τους κινηματογράφους, έβλεπε το μονόλογο, έριχνε τη δόση του κι έφευγε. Τόσο που τον πήρανε χαμπάρι οι αιθουσάρχες και κρατάγανε το διάλειμμα λίγο παραπάνω για να προλάβει ο Λάσκος να χτυπήσει παρόν. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Ορέστη.»
«Μια Ζωή την Εχουμε» (1957) του Γιώργου Τζαβέλλα
«Ο αγαπημένος Δημήτρης Χορν και το ξυλάγγουρο εξ Ιταλίας Υβόν Σανσόν, η επονομαζόμενη “Λοσπέκιο”.
Lo specchio (για τους μη ιταλομαθείς) πα να πει καθρέφτης. Καθώς είχε περάσει η γυναίκα τέσσερις δεκαετίες καλοκαίρια, είχε μπει πια στο φθινόπωρο και τόξερε. Επί τρεις και βάλε ώρες “κτιζόταν” στο μακιγιάζ, μίλαγε χωρίς ν’ ανοίγει το στόμα της για να μη ραγίσει ο σοβάς και κάθε φορά που πηγαίναμε για πλάνο κι έλεγε ο Τζαβέλλας “μοτέρ”, αυτή τον σταμάταγε, momento του έλεγε και ούρλιαζε στην παρατρεχάμενη που είχε φέρει μαζί της Irene, lo specchio!… Ετρεχε η άλλη αλαλιασμένη κι έφερνε τον καθρέφτη, έριχνε η Λοσπέκιο μια τελευταία ματιά, έφτιαχνε κάποια τρίχα, pronta έλεγε και πηγαίναμε για πλάνο.
Κι ήρθε η ώρα να γυρίσουμε τη σκηνή, όπου, ξυπνώντας το πρωί ύστερα από την πρώτη ερωτική τους νύχτα σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου (το γύρισμα ήταν φυσικά στο πλατό), η Λοσπέκιο έπρεπε να ανασηκωθεί στο κρεβάτι, να τυλίξει τη γύμνια της μ’ ένα σεντόνι και να βγει από το πλάνο. Το μόνο που θα βλέπαμε γυμνό ήταν τόσο δα λίγο η πλάτη της. Πρόβες και ξανά πρόβες, δεν της “έβγαινε” με τίποτα. Ο Χορν ασκούσε το χιούμορ του, ο Τζαβέλλας την υπομονή του κι εμείς (το συνεργείο) τόχαμε ρίξει στη ξερή.
Ερχεται ο Τζαβέλλας και μου ψιθυρίζει στ’ αυτί, η Λοσπέκιο θέλει να φύγει το συνεργείο από το πλατό, γιατί δε μπορεί να την κοιτάνε. Εξαλλος εγώ. Ποιός την κοιτάει ρε Γιώργο, είσαι καλά; Κάνε μου τη χάρη ρε Ντίνο, τί να κάνω τώρα; Εντάξει Γιώργο. Παιδιά, η κυρία Σανσόν θέλει να βγούμε έξω γιατί δε μπορεί. Και φεύγω πρώτος εγώ. Εγινε το σώσε. Ειδοποιήθηκε ο Φίνος, αλλά η απόφασή μας δεν έπαιρνε νερό, ή όλοι μέσα ή κανένας. Τελικά γυρίσαμε το πλάνο (όλοι μέσα) κι εγώ πήρα όρκο να μη ξαναφωτογραφίσω γυναίκα «σταρ». Πού να φανταστώ ο δύσμοιρος ότι στη γωνία με περίμενε μια άλλη, υπό εκκόλαψη “εθνική” σταρ.»
«Αστέρω» (1958) του Ντίνου Δημόπουλου
«Αστέρω η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Χώρος οι πηγές κι η λιμνούλα του Ορχομενού. Οταν περνάγαμε από το χωριό έγινε διαδήλωση. Για τη Γεωργία Βασιλειάδου, όχι για τη Βουγιουκλάκη, που ακόμα δεν είχε γίνει η Αλίκη. Δαγκώθηκε άσκημα. Υπομονή ρε Αλικάκι, θάρθει κι η δικιά σου η σειρά. Αυτή όμως βιαζόταν κι έσπρωχνε χοντρά.
Μέσα στις καλαμιές, η Αστέρω γδύνεται. Δίπλα μου ο φωτογράφος τραβάει φωτογραφίες. Η Αλίκη σταματάει το πλάνο. Αυτό το φιλμάκι, του λέει, θα μου το δώσετε! θα το πάω σε δικό μου εργαστήριο!! θα διαλέξω ποιες φωτογραφίες κάνουν!!! και θα τις δώσω εγώ στον κύριο Φίνο… Ο άλλος διαμαρτυρήθηκε. Εκείνη τίποτα. Δε θα συνέχιζε το γύρισμα, αν δεν έπαιρνε στα χέρια της το φιλμάκι. Ο Δημόπουλος, είναι θέμα παραγωγής, είπε, κι αρνήθηκε να πάρει θέση.
Πήρα τη σκυτάλη εγώ και σαν επικεφαλής του συνεργείου της εξήγησα, ότι εδώ έχει να κάνει με επαγγελματίες κι ότι αποκλειόταν να πάθει το κάζο του “Ερωτα στους Αμμόλοφους”, όπου οι γυμνές φωτογραφίες της βρέθηκαν να συνοδεύουν τις τσιχλόφουσκες σ’όλη την επικράτεια. Ανένδοτη εκείνη. Ρε Αλικάκι… Τίποτα. Επιμένεις; Επιμένω. Παίρνω κι εγώ τη φωτογραφική μηχανή, βγάζω το φιλμάκι, κάνω μια έτσι και το φωτίζω. Ορίστε, της λέω, πάρτο. Κλάμα, κακό μεγάλο. Είδαμε και πάθαμε να ξαναπιάσουμε το μίτο.
Σ’ όλη την υπόλοιπη ταινία δε μιλιόμαστε. Κι όταν ήθελα να δώσω κάποιες οδηγίες για θέσεις και άλλα τέτοια, έβαζα το Δημόπουλο διερμηνέα «Ντίνο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό». Σκέτη οπερέτα.
Τέλειωσε η ταινία και βάλαμε μπροστά την επόμενη, που εκτίναξε τη “νιάου νιάου βρε γατούλα” στα ύψη: “To ξύλο βγήκε από τον παράδεισo” με σεναριογράφο και σκηνοθέτη το Σακελλάριο. Η οπερέτα ανάμεσα στους δυο μας δεν έλεγε να τελειώσει. «Αλέκο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό…”.
Κάπου στη μέση της ταινίας ο Σακελλάριος έσπασε. Τον είχε κάνει τον άνθρωπο βαπόρι. Είχε στα πόδια του ένα τσούρμο κοριτσόπουλα, είχε και την Αλίκη να τον πιλατεύει συνέχεια. Αυτή δεν τη θέλω δίπλα μου, αυτή είναι κοντή, αυτή είναι ψηλή, αυτή είναι έτσι, αυτή είν’αλλιώς, τον πήδηξε τον άνθρωπο. Και κάποια στιγμή ράγισε το γυαλί και πήρε φόρα ο άνθρωπος και με κουτουλιές διέλυσε κυριολεκτικά το ντεκόρ. Ευτυχώς δεν έπεσε πάνω σε καδρόνι ν’ανοίξει το κεφάλι του στα δύο.
Η Αλίκη, όμως, δε νικιόταν με τίποτα, ήταν γεννημένη νικητής. Αποσύρθηκε στο καμαρίνι της και δε δεχόταν να ξαναμπεί στο πλατό, αν δεν έφευγε ο Σακελλάριος(!). Το πράμα δεν έλεγε να ξεκολλήσει κι ο Μάρκος ο Ζέρβας (εκπροσώπησε το Φίνο σ’ όλη αυτή τη βαβούρα) είχε τη φαεινή ιδέα να πάω να της μιλήσω εγώ. Είσαι καλά, ρε Μάρκο, εγώ έχω να της πω καλημέρα εδώ κι έξη μήνες. Τίποτα, ήμουνα η έσχατη ελπίδα. Με τα πολλά, πήγα στο καμαρίνι της κι άνοιξα την πόρτα μια χαραμάδα. Γεια σου Αλικάκι, της κάνω. Μπααα, μου γυρίζει εκείνη, αποφάσισες επιτέλους να μου μιλήσεις; κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Αυτό ήταν. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, όλα μέλι γάλα και ξαναγύρισε στο πλατό.
Σ’όλη την υπόλοιπη ταινία, ο Σακελλάριος δεν της μίλαγε. «Ντίνο, πες στην κυρία Βουγιουκλάκη αυτό κι αυτό κι αυτό!..». Κι εγώ έκανα το διερμηνέα.
Κάπως έτσι κύλισε η πρώτη μου άνοιξη στο ελληνικό σινεμά. Υστερα από πενήντα χρόνια, η τελευταία μου «άνοιξη» συνεχίζεται ακόμα. Χωρίς όμως πολλούς, πάρα πολλούς αγαπημένους φίλους και συνεργάτες. Και είναι μεγάλος ο καημός…»