Το Σκοπιανό επιστρέφει στο προσκήνιο. Η αναµενόµενη – τη Δευτέρα 5 Δεκεµβρίου – απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επί της προσφυγής της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δηµοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) εναντίον της Ελλάδος θα θέσει την ελληνική διπλωµατία ενώπιον σοβαρών διληµµάτων. Αν η ετυµηγορία δεν είναι ρόδινη για την Αθήνα, τότε η κυβέρνηση Παπαδήµου θα κληθεί να χειριστεί άµεσα ένα «καυτό» θέµα εν µέσω κρίσιµων αποφάσεων για το µέλλον της χώρας στην ευρωζώνη. Αυτό κατέστησε σαφές ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου µιλώντας στη Βουλή πριν από την παροχή ψήφου εµπιστοσύνης. Σε µια αρνητική για την Αθήνα απόφαση, άβολη θα είναι και η θέση του κ. Αντ. Σαµαρά, λόγω όχι µόνο του ιστορικού φορτίου στο ζήτηµα αυτό (σε προσωπικό επίπεδο), αλλά και επειδή στο υπουργείο Εξωτερικών προΐσταται άνθρωπος του κόµµατός του, ο αντιπρόεδρος της Ν∆ κ. Στ. Δήµας. Και ας µη λησµονείται ότι ο ΛΑΟΣ του κ. Γ. Καρατζαφέρη έχει δηµοσίως ταχθεί κατά της σύνθετης ονοµασίας µε τον όρο «Μακεδονία».
Υπενθυµίζεται ότι η προσφυγή των Σκοπίων εναντίον της Ελλάδος επικεντρώνεται στην παραβίαση της Ενδιάµεσης Συµφωνίας, µε τον ισχυρισµό ότι η Αθήνα άσκησε βέτο στην ένταξη της ΠΓ∆Μ στο ΝΑΤΟ µε την προσωρινή της ονοµασία.
Σύµφωνα µε τις πληροφορίες του «Βήµατος», το ∆ικαστήριο θα κινηθεί σε µία «λογική 50-50». Οι δικαστές της Χάγης αναµένεται, µε βάση τις ίδιες πηγές, να αποφανθούν ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει την Ενδιάµεση Συµφωνία, χωρίς όµως να αποφασίσουν ότι αυτό θα πρέπει να καθοδηγήσει µελλοντικά την ελληνική πολιτική στο ζήτηµα αυτό. Οι γνωρίζοντες όµως το παρασκήνιο προειδοποιούν ότι η ελληνική διπλωµατία θα πρέπει να δώσει µάχες για να διατηρήσει τα κεκτηµένα, καθώς η πολιτική πλάστιγγα θα γείρει εις βάρος της. Η άποψη ότι η δικαστική διαδικασία δεν θα επηρεάσει την πολιτική των διαπραγµατεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ χαρακτηρίζεται από αρκετές πλευρές «υπερβολικά αισιόδοξη».
Πηγές από τη Χάγη αναφέρουν ότι το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο κινείται προς την αποδοχή της θέσης Γκρούεφσκι ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει το Αρθρο 11 της Ενδιάµεσης Συµφωνίας. Αυτό προβλέπει ότι η χώρα µας δεν πρέπει να εµποδίζει την είσοδο των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισµούς εφόσον αυτή γίνεται µε την προσωρινή ονοµασία ΠΓ∆Μ. Αν αυτή η θέση επιβεβαιωθεί, τονίζουν διπλωµατικοί κύκλοι, τότε θα δικαιώνεται η σκοπιανή θέση ότι η κυβέρνηση Καραµανλή άσκησε βέτο στην ένταξη της ΠΓ∆Μ στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.
Με µία τέτοια ετυµηγορία θα καταρρεύσει και η επιχειρηµατολογία της Αθήνας περί οµόφωνης απόφασης της Ατλαντικής Συµµαχίας. Αλλωστε, όπως παραδέχονται κορυφαίοι διπλωµατικοί παράγοντες, οι συνεχείς αναφορές της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας σε βέτο ακόµη και µετά το Βουκουρέστι προσέφεραν άπλετο χώρο για την ανάπτυξη της σκοπιανής επιχειρηµατολογίας. Επισηµαίνουν ότι ακόµη και ο πρώην πρωθυπουργός είχε χρησιµοποιήσει δηµοσίως τη λέξη «βέτο».
Την ίδια στιγµή, το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο αναµένεται να επιλέξει τον δρόµο της σιωπής στο έτερο αίτηµα των Σκοπίων να µην µπορέσει µελλοντικά η Ελλάδα να εµποδίσει την ένταξή τους στους ευρωατλαντικούς θεσµούς. Η σιωπή του ∆ικαστηρίου, βάσει της προϊστορίας, θα ερµηνεύεται ως απόρριψη όσων ζητεί η ΠΓ∆Μ.
Η λογική του «50-50» δεν θα κάνει τα πράγµατα εύκολα για την Αθήνα. Η απόφαση του ∆ικαστηρίου πρέπει να εφαρµοστεί, δεν είναι απλή γνωµοδότηση. Και οι Σκοπιανοί αναµένεται να κινηθούν προς το Συµβούλιο Ασφαλείας ζητώντας την εφαρµογή της.
Αυτός ήταν και ο λόγος που από διάφορες πλευρές είχε κατατεθεί η εισήγηση για ανταγωγή µε το αιτιολογικό ότι τα Σκόπια έχουν παραβιάσει την Ενδιάµεση Συµφωνία στο σηµείο που αναφέρεται σε αποχή από κινήσεις που πυροδοτούν τον αλυτρωτισµό. Ο σκοπός θα ήταν να κερδηθεί πολιτικός χρόνος.
Η θέση περί παράλληλης ελληνικής προσφυγής είχε αναπτυχθεί σε απόρρητη σύσκεψη που είχε διεξαχθεί στις 16 Μαρτίου του 2011 στο υπουργείο Εξωτερικών, λίγες ηµέρες πριν η ελληνική αντιπροσωπεία µεταβεί στη Χάγη για την ακροαµατική διαδικασία. Υποστηρίχθηκε από έµπειρους διπλωµάτες και στενούς συνεργάτες του κ. Παπανδρέου µε µακρόχρονη εµπειρία στο Σκοπιανό. Επεσαν εν κενώ και συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση του τότε υπουργού Εξωτερικών κ. Δ. Δρούτσα.
∆εν λείπουν µάλιστα όσοι θεωρούν ότι η Αθήνα θα έπρεπε να έχει καταγγείλει την Ενδιάµεση Συµφωνία ήδη από την περίοδο Καραµανλή. Ανάλογες εισηγήσεις περί προσφυγής εναντίον των Σκοπίων είχαν γίνει ήδη από το καλοκαίρι του 2007. Και επανήλθαν, εις µάτην όµως, όταν ο σκοπιανός πρωθυπουργός Νίκολα Γκρούεφσκι απέστειλε επιστολή προς τον κ. Καραµανλή, θέτοντας προκλητικά θέµα ύπαρξης «σλαβοµακεδονικής µειονότητας» στην Ελλάδα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει όµως η συγκυρία έκδοσης της απόφασης. Και αυτό καθώς στις 5 ∆εκεµβρίου θα διεξαχθεί το Συµβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ (που θα συζητήσει θέµατα διεύρυνσης), ενώ τρεις ηµέρες αργότερα, στις 8 – 9 ∆εκεµβρίου θα συγκληθεί η Σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Το θέµα της ένταξης των Σκοπίων στους δύο ευρωατλαντικούς θεσµούς δεν αποκλείεται να τεθεί και στις δύο συναντήσεις.
Εµπειροι παράγοντες της ελληνικής διπλωµατίας σηµειώνουν ότι ο µεγαλύτερος κίνδυνος είναι να τεθεί σε αµφισβήτηση η οµόφωνη απόφαση του Βουκουρεστίου σε επίπεδο ΝΑΤΟ. Αλλωστε, προσθέτουν, χώρες όπως η Τουρκία και ενδεχοµένως η Σλοβενία ίσως ανοίξουν το ζήτηµα αυτό στην Υπουργική Σύνοδο του ∆εκεµβρίου. Για αυτό και έχουν δοθεί ακριβείς εντολές να διατηρηθεί το λεκτικό του Βουκουρεστίου και να καταστεί σαφές ότι η δικαστική διαφορά Ελλάδος – ΠΓ∆Μ είναι αποκλειστικά διµερής. Σε κάθε περίπτωση, εξηγούν οι ίδιες πηγές, η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει την αποµόνωση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κατάσταση θεωρείται πιο διαχειρίσιµη. Και αυτό παρά τη στάση του αρµοδίου επιτρόπου για τη διεύρυνση Στέφαν Φούλε, που επιµένει στην τήρηση ίσων αποστάσεων µεταξύ Αθήνας και Σκοπίων. Πάντως, τα Σκόπια έχουν ήδη αποστείλει επιστολές στα περισσότερα κράτη-µέλη της ΕΕ, ζητώντας να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγµατεύσεις χωρίς να έχει επιλυθεί το θέµα της ονοµασίας. Επικαλούνται δε το προηγούµενο παράδειγµα διένεξης µεταξύ Σλοβενίας και Κροατίας, στο οποίο οι διαπραγµατεύσεις συνεχίστηκαν ενώ «έτρεχε» η διευθέτηση διµερούς διαφοράς.
Πηγές από τη γειτονική χώρα τονίζουν πάντως ότι ο πρωθυπουργός Γκρούεφσκι αναµένεται να χρησιµοποιήσει την απόφαση της Χάγης για να σκληρύνει ακόµη περισσότερο τη στάση του έναντι της Ελλάδος. Αυτό έχει φανεί και σε πρόσφατες δηλώσεις του, ενώ υπουργός της κυβέρνησής του είχε πριν από λίγους µήνες φθάσει στο σηµείο να προτείνει την έξοδο της Ελλάδος από την ευρωζώνη.
Ψύχραιµοι παρατηρητές τονίζουν επίσης ότι µία καταδίκη της Ελλάδος για παραβίαση της Ενδιάµεσης Συµφωνίας θα µεταβάλει κατεστηµένες αντιλήψεις και για τον ρόλο της Χάγης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν η πρώτη εµπειρία από µία προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο αποδειχθεί τραυµατική, τότε αναµένεται να δηµιουργηθούν ευλόγως συνειρµοί για την έκβαση που θα µπορούσε να έχει µία µάχη ενώπιον της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. «Μία ολόκληρη γενιά πολιτικών, διπλωµατών, ακόµη και δηµοσιογράφων, µεγάλωσε µε την άποψη ότι η προσφυγή στη Χάγη είναι πανάκεια για τα ελληνοτουρκικά. Αν όµως έρθει µία ήττα στο Διεθνές Δικαστήριο και µάλιστα σε ένα ζήτηµα ήσσονος σηµασίας σε σχέση µε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, οι συνέπειες µπορεί να είναι τεράστιες» σηµειώνει κορυφαίος διπλωµατικός παράγοντας.