Η σηµερινή οικονοµική κατάσταση της χώρας µας δεν επιτρέπει την πολυτέλεια να αγνοεί κανείς τη δυνατότητα εκµετάλλευσης φυσικών πόρων που προβλέπει το ∆ιεθνές ∆ίκαιο.
Τη στιγµή που αναζητούµε εναγωνίως καινούργιες επενδύσεις και είναι προφανής ο στόχος για ανάπτυξη, η µη ουσιαστική έστω προσπάθεια εκµετάλλευσης της Αποκλειστικής Οικονοµικής Ζώνης αφαιρεί από τον ελληνικό λαό όχι µόνο πιθανούς πόρους αλλά και την έµπρακτη απόδειξη προς τους ευρωπαίους εταίρους µας ότι πράγµατι επιθυµούµε να επανακινήσουµε την οικονοµία µας και να συµβάλουµε στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη.
Σίγουρα η οριοθέτηση της ΑΟΖ δεν είναι ένα απλό ζήτηµα και προσκρούει σε τουρκικές αντιρρήσεις οι οποίες φθάνουν στα όρια του παραλογισµού και πρακτικών που εδράζονται σε τακτικές περασµένων δεκαετιών και αιώνων: το casus belli, οι συνεχείς παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου µας, φθάνοντας σε σηµείο να σπάνε το φράγµα του ήχου πάνω από κατοικηµένες περιοχές, είναι κάτι που αµφιβάλλω αν χώρες όπως η Γερµανία, η Ολλανδία η οι ΗΠΑ θα αποδέχονταν, όση αίσθηση του χιούµορ και αν διέθεταν οι ηγέτες τους.
Η χώρα µας θα πρέπει να παραδειγµατιστεί από τις πρόσφατες ενέργειες της Κύπρου όσον αφορά τον καθορισµό της ΑΟΖ – ανεξάρτητα από το µέγεθος των κοιτασµάτων φυσικού αερίου που βρέθηκαν. ∆εν κέρδισαν µόνον φυσικούς πόρους αλλά και διεκδίκησαν και πέτυχαν όσα δικαιούνταν βάσει του διεθνούς δικαίου απέναντι στον τούρκο κατακτητή. Οι Κύπριοι από το 2003 ως το 2010 υπέγραψαν σειρά συµφωνιών µε τα γειτονικά κράτη για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και αµέσως µετά προέβησαν στην εξερεύνησή της µε τα γνωστά αποτελέσµατα.
Αντιθέτως, η χώρα µας απλώς τροποποίησε µόλις στα τέλη Αυγούστου τον σχετικό νόµο του 2005 (2289) αποφεύγοντας να προβεί σε ουσιαστικές ενέργειες µε τα γειτονικά κράτη.
Σίγουρα η Τουρκία θα προέβαλλε αντιρρήσεις και θα προέβαινε σε ανάλογες απειλές και λεονταρισµούς όπως και στην περίπτωση της συµφωνίας Κύπρου – Ισραήλ. Ακόµη και αν επιθυµεί να λησµονεί τις βασικές διατάξεις του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και του ∆ικαίου της Θάλασσας, είναι σίγουρο ότι δεν µπορεί να αγνοήσει τα Συµπεράσµατα του Συµβουλίου Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ του ∆εκεµβρίου του 2010, όπου επισηµαίνεται ότι η Τουρκία οφείλει να δεσµευτεί απερίφραστα για σχέσεις καλής γειτονιάς και την επίλυση των διαφορών σύµφωνα µε τον Χάρτη των ΗΕ. Και εφόσον χρειασθεί, µε προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης. Το Συµβούλιο υπογράµµισε τα κυριαρχικά δικαιώµατα όλων των κρατών-µελών και ιδίως το δικαίωµα σύναψης διµερών συµφωνιών σύµφωνα µε το ∆ίκαιο της Θάλασσας.
Σίγουρα η Τουρκία δεν έχει καµία θέση στην Ευρώπη όσο αρνείται να δεχθεί τα ανωτέρω (µαζί µε τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που επιβάλλουν οι στοιχειώδεις κανόνες συµπεριφοράς και ο σεβασµός των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και αξιών, που ως ευρωπαϊκή οικογένεια απαιτούµε) αλλά αυτό δεν µας εµποδίζει στην άσκηση των δικαιωµάτων µας. Οι υφιστάµενες οικονοµικές συνθήκες, άλλωστε, το επιβάλλουν, ενώ σίγουρα και οι ευρωπαίοι εταίροι µας θα προσφέρουν την αρωγή τους. Θα ήταν παράξενο για τη Γερµανία ή την Αυστρία, για παράδειγµα, να µην προβούν σε συστάσεις προς την Τουρκία για ένα θέµα που είναι προς το άµεσο οικονοµικό τους συµφέρον. Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονοµίας σηµαίνει και ταχύτερη εξυγίανσή της και ταχύτερη και αποτελεσµατικότερη αποπληρωµή του χρέους.
Η Κύπρος αποτελεί θετικό παράδειγµα.
Ο κ. Ανδρέας Στ. Ψυχάρης, σύμβουλος πρεσβείας α’, είναι διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.