Η ιστορία του, αν και ξεκινάει στα 60s, σημάδεψε καθοριστικά τη δεκαετία του ’70. Ωστόσο, εκείνο που εκπλήσσει στην περίπτωση του Αλέκου Παναγούλη είναι ο τρόπος που είχε να παραμένει έξω από κάθε στεγανό, να δρα απροσδόκητα, να εκπλήσσει τους συντρόφους και τους αντιπάλους του. Την περίοδο που οι ελληνικές και οι κυπριακές μυστικές υπηρεσίες συνεργάζονταν στενά, αναζήτησε τον αμφιλεγόμενο Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά την επιβολή της δικτατορίας και πάνω στην απόλυτη παντοδυναμία της, αποπειράται να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο. Βασανίζεται, μα είναι ο μόνος που δεν λυγίζει, δεν κλαίει και δεν δέχεται να «παραδεχθεί το λάθος του». Προβαίνει σε τρεις απόπειρες απόδρασης, όλες αποτυχημένες, μα δεν πτοείται. Στην περίοδο της «ειρήνης» της Μεταπολίτευσης, συγκρούεται ταυτοχρόνως με σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Γράφει ποίηση, ερωτεύεται, σαν η μαύρη περίοδος, τα τέσσερα χρόνια στις φυλακές της χούντας, να μην επηρέασαν ποτέ την πίστη του στον εαυτό του. Υπήρξε ένας άντρας που δραπέτευε συνεχώς από τα δεσμά των ανθρώπινων στερεοτύπων. Η ιστορία της ζωής του, καθώς και το σοκαριστικό τέλος της παραμένουν ασφαλώς επίκαιρα.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα το 1939. Ηταν ο δεύτερος στη σειρά γιος του αξιωματικού του στρατού ξηράς Βασιλείου Παναγούλη και της μητέρας του Αθηνάς. Μεγάλωσε στη Λευκάδα και στην Αθήνα, ενώ ήδη ως το 1961, την εποχή της κορύφωσης του αγώνα για το 1-1-4 και για το 15%, σπούδαζε στη Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου. Εντάχθηκε στην Οργάνωση της Νεολαίας της Ενωσης Κέντρου (ΟΝΕΚ και έπειτα ΕΔΗΝ) του Γεωργίου Παπανδρέου. «Ηταν εξαιρετικά δραστήριος, πρωτοστατούσε στους αγώνες και είχε δημιουργήσει ένα πλέγμα ανθρώπων γύρω του» εξηγεί ο κ. Ν. Νικολαΐδης, πρόεδρος της ΕΔΗΝ από το 1965 ως την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Ο συναγωνιστής του Κώστας Ανδρουτσόπουλος έχει δηλώσει: «Την εποχή εκείνη, το να γράφεις στους τοίχους 1-1-4 ήταν τολμηρή πράξη. Το να σηκώνεις σημαία με το 1-1-4 ήταν επικίνδυνη. Και το να σχηματίζεις με στουπιά το 1-1-4 ήταν περίπου επαναστατική πράξη. Μια ομάδα υπό τον Αλέκο τα έκανε όλα αυτά. Εκινείτο στο περιθώριο του νόμου». Συχνά, ο τότε πρόεδρος της ΟΝΕΚ Λ. Βερυβάκης μεσολαβούσε στην αστυνομία πόλεων προκειμένου να απελευθερωθεί ο Παναγούλης.
Καθώς πλησίαζε η ώρα να παρουσιαστεί στον στρατό, ο ίδιος είχε αρκετούς λόγους να θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Αν και ο Βερυβάκης είχε ήδη συνταχθεί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο ο Παναγούλης δεν αποδεχόταν, του δήλωσε: «Αν είναι για δικτατορία θα έρθω να σε ξαναβρώ. Δεν έχει καμία σημασία αν τυχόν είμαι ή δεν είμαι στρατιώτης – θα λιποτακτήσω». Τον Μάρτιο του 1967 επισκέπτεται τον τότε υπεύθυνο οργανωτικού γραφείου της ΕΔΗΝ Ανδρουτσόπουλο στο γραφείο της οργάνωσης στην οδό Ομήρου και τον προτρέπει να επικοινωνήσει με τον Γεώργιο Παπανδρέου και να τον ενημερώσει για ύποπτες κινήσεις στο στράτευμα, καθώς και ότι ομάδα αντρών της ΕΣΑ θα προέβαινε σε προβοκάτσια κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην πλατεία Συντάγματος κατά πολιτών που τυχόν επευφημούσαν τον πρόεδρο της Ενωσης Κέντρου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν εμφανίστηκε στον εορτασμό.
Πράγματι, περίπου έναν μήνα έπειτα από την επιβολή του πραξικοπήματος, ο Αλέκος Παναγούλης εγκαταλείπει το στράτευμα. Για λίγες ημέρες, ώσπου να καταφέρει να αποδράσει στην Κύπρο, φιλοξενείται μυστικά στα σπίτια του αδελφού του Στάθη, του Γιάννη Κλωνιζάκη και του Νίκου Λεκανίδη. Προσχωρεί στην οργάνωση ΕΚΔΑ, της οποίας η δράση περιορίζεται στην έκδοση προκηρύξεων. Οταν οι σύντροφοί του συλλαμβάνονται, μαζί και ο αδελφός του Στάθης που όμως κατορθώνει να διαφύγει στην Ιταλία, όπου βρισκόταν ήδη ο Νικολαΐδης, ο ίδιος φυγαδεύεται στην Κύπρο. Η οργάνωση Ελληνική Αντίσταση είχε συσταθεί και ο ίδιος ως αρχηγός της υπό το ψευδώνυμο «Ανίκητος» γνωρίζει τον αμφιλεγόμενο υπουργό Εσωτερικών και Εθνικής Αμυνας της Κύπρου, Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Ο Παναγούλης έχει περιγράψει τη συνάντησή του με τον Γεωρκάτζη. «Στην αρχή δεν ήξερε ποιος ήμουν. Οταν άκουσε το όνομά μου – το όνομα του ανθρώπου τον οποίο οι υπηρεσίες του (σ.σ.: η ελληνική και η κυπριακή ΚΥΠ συνεργάζονταν στενά) καταδίωκαν μάταια – έμεινε έκπληκτος. “Ωστε συ είσαι” μου είπε. “Και για πες μου, πού κρυβόσουν τόσον καιρό και δεν σε βρίσκαμε;”».
Ως το καλοκαίρι του 1968, σύμφωνα με το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Δύο απόπειρες και μία δολοφονία» (εκδ. Αλφάδι, 2009), ο Παναγούλης και ο Νικολαΐδης είχαν συναντηθεί πολλές φορές με τον Γεωρκάτζη. Είχαν συζητήσει για το τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια επικείμενη επίθεση και ο κύπριος υπουργός είχε συμφωνήσει να βοηθήσει, παρέχοντας εκρηκτικά και χρήματα, στην απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα. «Ο Γεωρκάτζης επέμενε πως “δεν θα έχετε κάνει τίποτα σοβαρό αν δεν χτυπήσετε έναν εκπρόσωπο της χούντας”. Ο Αλέκος είχε ενθουσιαστεί μαζί του» θυμάται ο κ. Νικολαΐδης. Πράγματι, το 1970 ο Παναγούλης τού αφιέρωσε ένα ποίημα που έγραψε αργότερα στην απομόνωση. Προτού τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο Παναγούλης εκπαιδευτεί στους εκρηκτικούς μηχανισμούς στην Κύπρο, είχε επισκεφτεί τον αδελφό του και τον Νικολαΐδη που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Τάσος στη Ρώμη προκειμένου να οργανωθούν και να καταστρώσουν το σχέδιο της απόπειρας κατά του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Λέγεται πως ο αρχικός σχεδιασμός των δράσεών τους περιελάμβανε και χτυπήματα από ομάδες Κυπρίων, οι οποίες ωστόσο δεν εμφανίστηκαν.
Τα εκρηκτικά, τα χρήματα και οι σχετικές προκηρύξεις έφθαναν στην Αθήνα μέσα στους διπλωματικούς σάκους της κυπριακής πρεσβείας. H απόπειρα ορίστηκε να γίνει στις 13 Αυγούστου του 1968, αλλά ο Παναγούλης αισθανόταν πίεση να δράσει γρήγορα. Δύο από τα μέλη της Ελληνικής Αντίστασης, ο Λευκός (Νίκος Λεκανίδης) και ο Νικηφόρος (Νίκος Ζαμπέλης), έκαναν καθημερινές διαδρομές από το Λαγονήσι όπου βρισκόταν το σπίτι του δικτάτορα ως την Αθήνα προκειμένου να βρουν το ιδανικό σημείο για την επίθεση. Ηταν η στροφή στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθήνας – Σουνίου. Η κάλυψή τους ήταν ότι δήθεν ήταν κολυμβητές. Κάτω από τον δρόμο υπήρχε ο υπόνομος όπου τοποθετήθηκε ο μηχανισμός και υπολόγιζαν ότι χάνοντας τον έλεγχο ο οδηγός του οχήματος θα έπεφτε στον γκρεμό, στη θάλασσα, θα χανόταν για πάντα.
Περιμένει τον δικτάτορα από τις 4.30 το πρωί. Η αυτοκινητοπομπή καταφθάνει, μα ο μηχανισμός εκπυρσοκροτεί αργότερα. Εκείνος φορούσε το μαγιό του και θα κολυμπούσε ως μια βενζινάκατο που τον περίμενε κοντά στο σημείο της έκρηξης, η οποία θα αποχωρούσε αν κάτι δεν πήγαινε καλά. «Για να καλύψω τη διαφορά χρόνου», αφηγείται, «βγαίνω από τη θάλασσα και τρέχω κατά μήκος της ακτής. Τρέχω σκυφτός, ξυπόλυτος πάνω στα κοφτερά βράχια. Πλησιάζω στον μικρό κόλπο όπου με περίμενε η βενζινάκατος. Πλησιάζω ακόμη πιο πολύ, μα είναι ήδη αργά. Βλέπω τη βενζινάκατο να ανοίγεται στο πέλαγος. Δεν μου δημιουργεί ούτε πανικό ούτε θυμό αυτό το γεγονός». Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται και οδηγείται στο ΕΑΤ ΕΣΑ. Βασανίζεται με διαβόητα πρωτοφανή αγριότητα από τον Θεοφιλογιαννάκο, τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη. Σύμφωνα με τους συντρόφους του, αρχή του ήταν «για να αποφύγεις τις πολλές ομολογίες κατά την ανάκριση, πρέπει να εκνευρίζεις τον βασανιστή σου για να εντείνει τον βασανισμό σου και να λιποθυμήσεις, οπότε διακόπτεται η ανάκριση».
Τον επόμενο Νοέμβριο, ξεκινά η δίκη στο στρατοδικείο που δίχασε τους πραξικοπηματίες σε σχέση με το πόσο αυστηρή θα επέβαλλαν να είναι η απόφαση για τους 15 κατηγορουμένους ως μέλη της Ελληνικής Αντίστασης. Κατά διάρκεια της δίκης δεν έκανε καμία δήλωση μεταμέλειας. Αντιθέτως πέταξε το αμπέχονό του μπροστά στο δικαστήριο και υπερασπίστηκε τη δράση του. Δήλωσε στην απολογία του: «Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Αλλοι έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Στις 9 το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ο πρόεδρος του στρατοδικείου ανακοίνωσε τις ποινές: Ο Αλέκος Παναγούλης καταδικάζεται δις εις θάνατον και μεταφέρεται στην Αίγινα προκειμένου να τουφεκιστεί. Η ποινή προβλεπόταν να εκτελεστεί εντός τριών ημερών. Ωστόσο, οι διεθνείς αντιδράσεις είχαν λάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις: στην Ιταλία στις 12 το μεσημέρι της επομένης όλα τα μέσα μεταφοράς – δημόσιες συγκοινωνίες και ΙΧ – σταμάτησαν να κινούνται και οι επιβάτες τήρησαν πέντε λεπτών σιγή. Ανάλογες εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Πολλές κυβερνήσεις έκαναν σχετικά διπλωματικά διαβήματα προς τους κύριους υποστηρικτές της δικτατορίας, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Πλέον υπήρχε διεθνής ανησυχία για το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του Παναγούλη.
Επειτα από λίγο καιρό, ο Παναγούλης μεταφέρεται στο στρατόπεδο του Μπογιατίου. Στις 7 Ιανουαρίου 1969 μετατίθεται εκεί ο στρατιωτικός Γιώργος Μοράκης. «Κατάλαβα ότι βρέθηκα σε φυλακές, όχι σε στρατόπεδο, και μάλιστα στρατιωτικές, θα έλεγα στρατόπεδο συγκεντρώσεως» θα δηλώσει ο ίδιος αργότερα. Αφού περιηγήθηκε τον χώρο και γνώρισε κάποιους κρατούμενους χρειάστηκε να γνωρίσει και «έναν πολύ επικίνδυνο εγκληματία» και έτσι τον οδήγησαν σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο. «Η σιδερένια πόρτα που χώριζε τον προθάλαμο από το κελί του Αλέκου είχε μόνο μια μικρή τρύπα και από εκεί οι φρουροί παρακολουθούσαν τις κινήσεις του κρατούμενου. Πήγα κι εγώ να δω ποιος είναι πίσω από αυτήν την πόρτα. Εβαλα το μάτι μου, αλλά το μάτι δεν έβλεπε γιατί είχε ήδη πάει ένα δάχτυλο μέσα στην τρύπα – δεν ήθελε να μου βγάλει το μάτι, ο Παναγούλης έκανε πλάκα – και δεν είδα τίποτα. Φεύγοντας το δάχτυλο άνοιξε η πόρτα και έτσι αντίκρισα τον κρατούμενο».
Το κελί του Αλέκου Παναγούλη δεν είχε τουαλέτα, απλώς μια τρύπα υπονόμου στο έδαφος. Ενώ έξω χιόνιζε, το κελί δεν είχε τζάμι στο παράθυρο, αλλά μόνο κάγκελα. Αντί για κρεβάτι υπήρχε ένα μουσκεμένο στρώμα. Μεταξύ των δύο αντρών σφυρηλατήθηκε φιλία και μάλιστα ο Μοράκης δεν ήταν ο μοναδικός από τους φαντάρους που προσπαθούσε να τον βοηθά, το έκαναν και άλλοι στο (περιορισμένο) μέτρο που μπορούσαν. Του έδιναν το κλειδί και του άνοιγε καμιά φορά τις βαριές γερμανικές χειροπέδες του. Στις 5 Ιουνίου, έπειτα από μήνες οδύνης και βασανιστηρίων, ο Μοράκης δίνει μια στρατιωτική στολή στον Παναγούλη, εκείνος τη φοράει, παραγεμίζουν το στρώμα με κουβέρτες ώστε να φαίνεται πως κοιμάται κάποιος και το βράδυ, όταν φύλασσαν το κελί νεοσύλλεκτοι φαντάροι, ξεκινούν για να δραπετεύσουν. Εδωσαν εντολή στον φύλακα της πύλης να τους ανοίξει καθώς δήθεν έβγαιναν με έξοδο. Η ώρα είχε πάει 10.30, πήδηξαν τη μάντρα του διοικητηρίου σκαρφαλώνοντας ο ένας πάνω στον άλλον, τους κυνήγησαν τα σκυλιά, προσπέρασαν μια στρατιωτική φάλαγγα και έφυγαν προς την Αθήνα. Ο Αλέκος Παναγούλης είχε πάρει το λεωφορείο της γραμμής!
Φθάνουν στην Κηφισιά και περιπλανώνται σε σπίτια γνωστών, ωστόσο κανείς δεν θέλει να τους φιλοξενήσει με τον φόβο της σύλληψης και της ανάκρισης. Το πρώτο βράδυ τούς φιλοξένησε ο ξάδελφος του Παναγούλη Πατίτσας και το δεύτερο κοιμήθηκαν σε μια οικοδομή. Καθώς ήταν ήδη επικηρυγμένοι, το πιθανότερο είναι πως κάποιος τους πρόδωσε εκείνη τη νύχτα. Φυλακίστηκαν και οι δύο, ο Παναγούλης δε, σε ένα κελί σχεδόν χωμένο στο έδαφος. Τον βασάνιζαν καθημερινά, δεν του επέτρεπαν να διαβάζει ή να γράφει πια τίποτε.
«Επαμεινώνδας-Αυγά-Φασουλής» έγραφε το χαρτάκι στην τσέπη της Αθηνάς Παναγούλη. Το είχε πάρει μαζί της ύστερα από συνεννόηση με τον αδελφό του Στάθη, με τον Κώστα Ανδρουτσόπουλο, τη μία φορά τον μήνα που της επέτρεπαν να επισκεφτεί τον γιο της. Στο μικροσκοπικό κελί, ο Παναγούλης καθόταν στο κρεβάτι του, απέναντι σε μια καρέκλα η μητέρα του, μαζί με τέσσερις φρουρούς σε ένα δωμάτιο 3 επί 3. Ηταν ήδη Νοέμβριος του 1970 και η Αθηνά προτού αποχωρήσει, έκανε να τον αγκαλιάσει. Προτού προλάβουν να αντιδράσουν οι φρουροί έσπρωξε το χαρτί μέσα στην μπλούζα του. Οι φρουροί είδαν το χαρτάκι, όρμησαν πάνω τους, όλοι έγιναν ένα κουβάρι, μα τελικά ο Παναγούλης κατάφερε να κρύψει το χαρτί που εκτός από το σύνθημα, έγραφε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του Ανδρουτσόπουλου, προκειμένου να επικοινωνήσει κάποιος εκ μέρους του Αλέκου και να οργανωθεί ακόμη μία απόδραση. Ως μέρος που θα φιλοξενούσε τον Παναγούλη είχε οριστεί το σπίτι της Αμαλίας Φλέμινγκ.
«Επαμεινώνδας-Αυγά-Φασουλής» ακούστηκε από την άλλη πλευρά του ακουστικού. Ηταν Κυριακή 18 Φεβρουαρίου και στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου τηλεφωνούσε ο στρατιώτης Κώστας Μπεκάκος. Η Αθηνά είχε διηγηθεί το περιστατικό στους υπόλοιπους και χωρίς να είναι απολύτως σαφές αν ο Παναγούλης είχε καταφέρει να κρατήσει το χαρτάκι κρυφό έκτοτε, ο Μπεκάκος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πράκτορας της χούντας. Το παρουσιαστικό του έπεισε τον Ανδρουτσόπουλο για τις καλές προθέσεις του νέου συνδέσμου του με τον Αλέκο. Του προωθούσαν λάμες για να κόβει τα κάγκελα μέχρι την ημέρα της απόδρασης. Θα τον παραλάμβαναν με αυτοκίνητο και θα πήγαιναν κατευθείαν στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα – του είχαν εξασφαλίσει πλαστό διαβατήριο. Επιπλέον, η Φλέμινγκ είχε καλή σχέση με τον Τίτο.
Λίγο καιρό νωρίτερα είχε αποδράσει ο Νίκος Ζαμπέλης από τις φυλακές στην Αίγινα και οι φρουροί θορυβήθηκαν. Ετσι άρχισαν να ψάχνουν περισσότερο εντατικά τα κελιά και άλλων «συνωμοτών» για ύποπτα αντικείμενα. Με αυτόν τον τρόπο εντόπισαν τις λάμες. Η απόπειρα ασφαλώς ματαιώθηκε και ο Μπεκάκος εξαφανίστηκε, πιθανώς τρομοκρατημένος. Τη δεύτερη φορά που ακούστηκε το σύνθημα από το ακουστικό, στην άλλη γραμμή ήταν ο Στάικος της ΕΣΑ. Η απόδραση διοργανώθηκε εκ νέου, αλλά αντί για τον Παναγούλη στο σημείο συνάντησης μετά την υποτιθέμενη απόδραση έφθασαν άντρες του καθεστώτος. Η επιχείρηση είχε προδοθεί.
Καθώς οι πιέσεις της διεθνούς κοινότητας προς τον αυταρχικό χαρακτήρα της χούντας γίνονταν ολοένα και πιο έντονες, τον Αύγουστο του 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προσπαθεί να δείξει ότι το καθεστώς γίνεται πιο φιλελεύθερο (πολλοί προέβλεψαν ότι η Ελλάδα οδηγείται σε ένα περισσότερο μόνιμο καθεστώς τύπου Φράνκο), απονέμει γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους και ο Παναγούλης βρίσκεται ελεύθερος. Η διάσημη ιταλίδα δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια Οριάνα Φαλάτσι αφικνείται στην Ελλάδα. Εχει μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και αφού έχει δημοσιεύσει συνεντεύξεις με τον Νόμαν Μέιλερ, τη δούκισσα της Αλμπα, τον Φεντερίκο Φελίνι και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, αναζητεί τον Παναγούλη για τον οποίο έχει ακούσει τόσα. Ερωτεύονται και αποτελούν το πλέον ιδιοσυγκρασιακό, εκρηκτικό ζευγάρι της εποχής. Εκείνη νευρώδης και δυναμική, εκείνος απρόβλεπτος, υπερκινητικός. «Θυμάμαι την Οριάνα να με παίρνει τηλέφωνο έξαλλη και να μου λέει: “Δεν μπορεί να μου συμπεριφέρεται σαν να είμαι cornuta Siciliana!”» θυμάται ο κ. Νικολαΐδης. Ως τη Μεταπολίτευση, ο Παναγούλης αυτοεξορίζεται στη Φλωρεντία.
Στο μεταξύ κυκλοφορούν δύο συλλογές με ποιήματα που έγραψε καθώς ήταν φυλακισμένος στο Μπογιάτι, από τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Rizzoli, που εκδίδει επίσης τα βιβλία της Φαλάτσι. Και στις δύο εκδόσεις τον πρόλογο υπογράφει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι που εκείνη την εποχή γυρίζει την Τριλογία της Ζωής, το «Δεκαήμερο», τους «Μύθους του Καντέρμπουρι» και τις «Χίλιες και μία νύχτες». Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί ποιήματά του. Τιμάται με το διεθνές βραβείο λογοτεχνίας Βιαρέτζιο.
Με τη Μεταπολίτευση, ο Παναγούλης επιστρέφει στην Αθήνα και εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Αθηνών με την Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις του Γεωργίου Μαύρου, αφού έχει απορρίψει πρόταση συνεργασίας με το ΠαΣοΚ. Συχνά «στολίζει» τον Ανδρέα Παπανδρέου με διόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς. «Ο κ. Παπανδρέου πιστεύει ότι ο προοδευτισμός είναι ανευθυνότητα. Συρράφει ωραίες λέξεις, ηχηρές φράσεις, χτίζοντας ιδεολογίες με νεφελώματα» είχε δηλώσει στην «Ακρόπολι» στις 27 Οκτωβρίου του 1974, στην ένταση της προεκλογικής περιόδου.
Την ίδια περίοδο προσεγγίζει τη σύζυγο του, φυλακισμένου πλέον, βασανιστή της χούντας Νίκου Χατζηζήση. Αποσπά από εκείνη, που ζητεί ευνοϊκή μεταχείριση για τον άντρα της, πολλά από τα αρχεία του ΕΑΤ ΕΣΑ. Την ίδια περίοδο έρχεται σε αντιπαράθεση με στελέχη της Δεξιάς (ιδιαιτέρως με τον Δημήτρη Τσάτσο και με τον Ευάγγελο Αβέρωφ) για τη σχέση που είχαν με το καθεστώς. Παραιτείται από την ΕΚ-ΝΔ (και σημαίνει το τέλος του Κέντρου ως ανεξάρτητου πολιτικού χώρου στην Ελλάδα) και παραμένει στη Βουλή ως ανεξάρτητος βουλευτής. Είναι γεγονός ότι δεχόταν απειλητικά μηνύματα στο σπίτι και στο γραφείο του, ενώ πολλοί ισχυρίζονται πως τη μοιραία ημέρα στον δρόμο είδαν ότι τον ακολουθούσαν δύο ή τρία αυτοκίνητα.
Σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης την 1η Μαΐου του 1976. Το Fiat Mirafiori του, δώρο της Φαλάτσι, έφυγε από την πορεία του και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία. Το βράδυ είχε προσκαλέσει στο σπίτι του στη Γλυφάδα φίλους για να εορτάσουν την εργατική Πρωτομαγιά. Με δεδομένους τους εχθρούς που είχε κάνει (πλέον, από κάθε πολιτικό χώρο), οι συνωμοσιολόγοι «οργίασαν» έπειτα από τον θάνατό του. Ο ίδιος δραπέτευσε οριστικά από τη συμβατική ζωή.
Το 1979 κυκλοφόρησε η βιογραφία του «Ενας άντρας» από τη Φαλάτσι. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Non devi dimenticare», σε μουσική του Ενιο Μορικόνε, όπου απαγγέλλει ο ίδιος ποιήματά του, μαζί με τον Παζολίνι, τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ και την Αντριάνα Αστι. «Non devi dimenticare» σημαίνει «Δεν πρέπει να ξεχάσεις». Σήμερα στην Αθήνα υπάρχει ένας σταθμός του μετρό που μοιράζεται το όνομα του Αλέκου Παναγούλη με εκείνο του Αγίου Δημητρίου, ενώ επί χρόνια αναμένεται να τοποθετηθεί ο ανδριάντας του στην πλατεία Δικαστηρίων.