Η παραίτηση και η οικειοθελής αποχώρηση από την πολιτική δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση για έναν αρχηγό. Ακόμα και όταν μοιάζει να είναι η πιο λογική επιλογή.
Το 1955, όταν ο Τσόρτσιλ ήταν ήδη στην ένατη δεκαετία της ζωής του, πρωθυπουργός αλλά με κλονισμένη υγεία κι έχοντας από καιρό τον διάδοχό του Αντονι Ηντεν έτοιμο να τον διαδεχθεί, σκεπτόταν σοβαρά να παραιτηθεί.
Ο διευθυντής του γραφείου Τζον Κόλβιλ ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας πιστεύοντας ότι δεν είχε πια τίποτε να κερδίσει από την παραμονή του. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ ωστόσο ήταν διστακτικός και έβρισκε κάθε φορά και μια δικαιολογία για να αναβάλει την απόφασή του.
Το θέμα επανερχόταν κάθε τόσο και κάποια στιγμή οι δύο άνδρες, ο Τσόρτσιλ και ο Ηντεν, επρόκειτο να το συζητήσουν σε κατ’ ιδίαν γεύμα. Ο Κόλβιλ θεώρησε απαραίτητο να οργανώσει μια μικρή συνομωσία, τηλεφώνησε έτσι στον Ηντεν και τον εξόρκισε σε καμιά περίπτωση να μην εναντιωθεί στον Τσόρτσιλ και κυρίως να μην τον πιέσει να παραιτηθεί.
Ηξερε ότι τον αρχηγό των συντηρητικών τίποτε δεν τον αναζωογονούσε περισσότερο από μια πολιτική αντιπαράθεση. Ηταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να μην παραιτηθεί.
Πράγματι, ο Ηντεν πήγε δασκαλεμένος, το γεύμα κύλησε χωρίς το παραμικρό πρόβλημα και ο Τσόρτσιλ επανέλαβε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία. «Τον είδα και τον λύπήθηκα» (σ.σ.: μεταφέρω από μνήμης, λόγω χαοτικής βιβλιοθήκης, με όλους τους κινδύνους που αυτό περιέχει) είπε μετά το γεύμα στον Κόλβιλ εξηγώντας την απόφασή του.
Στην πολιτική, βλέπετε, εκτός από το πότε, έχει μεγάλη σημασία και το πώς φεύγει κανείς. Και ίσως ένας από τους λόγους για τα σημερινά μας χάλια να είναι και ο ανθρωποφαγικός τρόπος με τον οποίο ασκείται. Στο ΠαΣοΚ πάντως φαίνεται ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επαναλάβει τα λάθη του 2007.