Μια φορά κι έναν καιρό, σε εκείνη την τεράστια πόλη στις όχθες του Ατλαντικού ωκεανού όπου τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ, ζούσε ένας έξυπνος και τολμηρός άντρας που αγαπούσε πολύ, μα πάρα πολύ, τη δουλειά που έκανε· τόσο που ούτε το κολλέγιο δεν είχε τελειώσει καλά καλά ο Τζακ Χόλτσμαν όταν πήρε την απόφαση να συνεταιριστεί με τον συμμαθητή αλλά και κολλητό του Πολ Ρίκχολτ. Ακουμπώντας λοιπόν απο 300 πορτραίτα του Τζορτζ Ουάσινγκτον ο καθένας βάλθηκαν, στα τέλη της πρώτης μόλις χρονιάς της δεκαετίας του ’50, να τα… χάσουν καθώς λιμπίζονταν ένα, αν και μικρό ομολογουμένως, κομμάτι της δισκογραφικής πίτας που εκείνη την εποχή καταβρόχθιζαν μεγαθήρια όπως η Columbia, η Decca, η RCA και η Capitol.

Με σήμα κατατεθέν λοιπόν ενα γυναικείο όνομα αλιευμένο απο την ελληνική μυθολογία, γραμμένο όμως σκοπίμως με k αντί του σωστού c, μότο που προφήτευε την … παγκοσμιοποίηση της μουσικής βιομηχανίας – «Σημαντικές Παραδοσιακές Ηχογραφήσεις Από Ολο Τον Κόσμο» –και κινητήρια δύναμη το καλλιτεχνικά προωθημένο αλλά και τεχνολογικά εξελιγμένο πνεύμα του Χόλτσμαν, η Elektra δημιούργησε, αργά αλλά σταθερά, ένα αντισυμβατικό πλην εκλεκτικό δειγματολόγιο από ερμηνευτές λαϊκών τραγουδιών – Θίοντορ Μπίκελ, Τζός Γουάιτ, Ντόν Γκίμπσον, Limeliters – αρχικά, και τροβαδούρους νέας κοπής – Φρεντ Νιλ, Τζούντι Κόλλινς, Φιλ Οουκς – στη συνέχεια. Με αποτέλεσμα στα μέσα της επόμενης δεκαετίας όχι μόνο να έχει αφήσει αρκετά πίσω τις, αντίστοιχης στόχευσης, ετικέτες Folkways και Tradition αλλά και να πλησιάζει επικίνδυνα τη Vanguard, την εταιρεία δηλαδή που διαμόρφωνε τις όποιες τάσεις στον συγκεκριμένο χώρο! [σημ. Ο έτερος εταίρος είχε ελάχιστη ανάμιξη σε όλα αυτά μιάς και αποχώρησε τέσσερα μόλις χρόνια μετά την κατάθεση του καταστατικού στήν εφορία…]

Μπαίνοντας ταυτόχρονα δε στα χωράφια που ο, επίσης εβραϊκής ρίζας, Ρόμπερτ Τσίμερμαν είχε σπείρει τους ηλεκτρικούς ανέμους του, ο ιθύνων νους της Elektra κατόρθωσε να θερίσει μερικές απο τις πιο δυνατές θύελλες· μεταξύ αυτών δε και οι, αμφότερες φυλετικά μεικτές, μπάντες του λευκού μπλούζμαν Πολ Μπάτερφιλντ και του μαύρου ρόκερ Αρθουρ Λι! Μετά απο προτροπή μάλιστα του τελευταίου, πετάχθηκε άρον – άρον στην Δυτική Ακτή το θέρος του ’66 για να δει και να ακούσει το αμφιλεγόμενο συγκρότημα με τον εκκεντρικό τραγουδιστή που προκαλούσε μποτιλιάρισμα κάθε βράδυ στη Σάνσετ Στρίπ! Με τον μπροστάρη των Love αλα μπρατσέτο λοιπόν, ο Χόλτσμαν στριμώχθηκε στο κλαμπ Whisky A Go Go, όλος περιέργεια να μάθει πόσα απίδια χωρούσε ο σάκος. Λίγες ώρες αργότερα τράβηξε βαριεστημένος προς την έξοδο, αλλά ο Λι, που ό,τι του έλειπε σε επικοινωνιακό ταμπεραμέντο του περίσσευε σε μουσικό ένστικτο, επέμενε τόσο που ο Χόλτσμαν βρέθηκε και την επόμενη στο νούμερο 8901 της Σάνσετ Μπούλεβαρντ· και ξανά την μεθεπόμενη έως που, μετά την… τέταρτη, ζήτησε απο τον Πόλ Ρότσιλντ, το δεξί του χέρι στο οργανόγραμμα της εταιρείας απο το ’63, να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για την Πόλη Των Αγγέλων ώστε να αποφασίσουν απο κοινού το τι μέλλει γενέσθαι με δαύτους …

{{{ moto }}}

Ηταν για τα καλά εθισμένος πλέον σε αυτήν την τόσο ιδιαίτερη ανάγνωση του ροκ εν ρολ εγχειριδίου από ένα φευγάτο σε κόσμους μαγικούς και ονειρεμένους κουαρτέτο που απάρτιζαν ένας ντραμίστας τζάζ αισθητικής, ένας οργανίστας που έπαιζε μπλουζ με το δεξί χέρι και τα μέρη του… ανύπαρκτου μπασίστα με το αριστερό, ένας κιθαρίστας τρελός και παλαβός με το φλαμένκο και ένας προεξέχων, γαλήνιος σαν την Πυθία, όμορφος σαν τον Απόλλωνα και ξαναμμένος σαν τον Πάνα, που ρουφούσε γαλόνια απο αλκοόλ εμπλουτισμένο με αμφεταμίνες καθώς απήγγειλε, με την απίστευτη φωνή του, μια εντελώς προσωπική εκδοχή του «Οιδίπους Τύραννος» τιτλοφορημένη ως «The End»! Το γεγονός δε ότι οι φιλολογικές ανησυχίες τους δεν εξαντλούνταν στα ελληνικά γράμματα αλλά έφταναν, μεταξύ άλλων, μέχρι τον Μπρεχτ, του οποίου διασκέυαζαν το «Alabama Song (Whisky Bar)», και τούς, τρόπον τινά νονούς τους, Ουίλιαμ Μπλέικ και Αλντους Χάξλεϊ μιας και εντόπισαν στα γραπτά τους το όνομα «The Doors»!

Αλλά ήταν και μπερδεμένος συνάμα καθώς δεν μπορουσε να μαντέψει το κατά πόσο αυτή η πρόστυχη πλήν λάγνα τσαπατσουλιά ήταν δυνατόν να συμμαζευτεί αρχικά στα αυλάκια ενός δίσκου και να προσελκύσει στην συνέχεια το αγοραστικό κοινό…

Η ετυμηγορία του Ρότσιλντ ήταν άμεση και συντριπτική: με το που τα καλόπαιδα κατέβηκαν από την σκηνή άκουγαν με το στόμα ανοιχτό την, λίαν γενναιόδωρη για την εποχή εκείνη, πρόταση της Elektra: συμβόλαιο για επτά άλμπουμ με τα έξοδα ηχογράφησης τους καλλυμένα, 5% ποσοστό επί των πωλήσεων και μια προκαταβολή ύψους 5.000 δολλαρίων! Αν και οι Τζίμ Μόρισον, Ρόμπι Κρίγκερ, Ρέι Μάνζαρεκ και Τζόν Ντέσμορ τα είχαν ήδη κάνει απο την χαρά πάνω τους, καθώς κανείς άλλος δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την αφεντιά τους, είπαν να το σκεφτούν λιγάκι … [σημ. Η Columbia, η πρώτη που τους τύλιξε σε μια κόλλα στρατσόχαρτο, τους είχε, από τον προηγούμενο Απρίλιο, αποδεσμεύσει, μετά απο ενα εξάμηνο πλήρους αδιαφορίας απο μέρους της· προφανώς ακόμα το φυσάει αλλά πώς είναι δυνατόν να κρυώσει κάτι τέτοιο;]

Λίγες ημέρες αργότερα λοιπόν τα δύο μέρη υπέγραψαν ενα προσωρινό συμφωνητικό, αλλά χρειάστηκε να φτάσουν αι ειδοί του Νοέμβρη, σαν σήμερα δηλαδή πριν από 45 χρόνια ακριβώς, ώστε να πέσουν οι τζίφρες στο κανονικό συμβόλαιο με τους παραπάνω προσυμφωνημένους όρους και, με την βοήθεια μιάς προσεκτικά σχεδιασμένης προωθητικής καμπάνιας, να γεννηθεί ένας ακόμα ροκ μύθος!

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λίγες μόλις μέρες μετά την εκπλήρωση και της τελευταίας των υποχρεώσεων που απέρρεαν απο το εν λόγω συμβόλαιο, ο Μόρισον την έκανε προς Παρισίους μεριά για να καταλήξει τελικά στα θυμαράκια αυτών υπο συνθήκες μάλλον μυστηριώδεις· αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι, για κάποια άλλη φορά…

* Ο Νίκος Πετρουλάκης αγοράζει, ακούει και παίζει δίσκους. Κάθε τρίτη Τρίτη του μήνα όμως, διηγείται και δυο-τρία πράγματα που γνωρίζει γι’ αυτούς και εκείνους που τους φτιάχνουν…