Η αναμενόμενη «ψήφος εμπιστοσύνης» δόθηκε τελικά από τις αγορές στην Ιταλία αλλά με… ακριβό αντίτιμο καθώς η σημερινή δημοπρασία τίτλων κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο δανεισμού για την τρίτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης τα τελευταία 14 χρόνια.
Το ιταλικό δημόσιο πούλησε τίτλους πενταετούς διάρκειας αντλώντας 3 δισ. ευρώ με επιτόκιο 6,29% (το υψηλότερο μετά το 1997) σε μεγάλη απόκλιση από το 5,32% της τελευταίας δημοπρασίας ομολόγων τον περασμένο Οκτώβριο. Το κέρδος για την Ιταλία αντικατοπτρίζεται κυρίως στην υποχώρηση του κόστους δανεισμού σε σχέση με το ζενίθ της περασμένης εβδομάδας.
Ενδεικτική είναι η υποχώρηση του επιτοκίου των 10ετών ομολόγων της χώρας στο 6,2% από το ιστορικό υψηλό του 7,5% που είχαν φτάσει στα μέσα της περασμένης εβδομάδας. Αντιστοίχως το spread (διαφορά επιτοκίου με τα γερμανικά 10ετή ομόλογα) υποχωρεί σήμερα κάτω από τις 460 μονάδες βάσης ενώ τις προηγούμενες ημέρες κυμαινόταν άνω των 500 μονάδων.
Η υποχώρηση αυτή σε συνδυασμό με την αρχική άνοδο που σημειώθηκε στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια στο άνοιγμα των συνεδριάσεων ερμηνεύθηκε αρχικά ως το πρώτο δείγμα εμπιστοσύνης των αγορών σε έναν «δικό τους» άνθρωπο: τον νέο πρωθυπουργό της Ιταλίας Μάριο Μόντι.
Η «καλή μέρα» για τον οικονομολόγο (και σύμβουλο της Goldman Sachs), ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της χώρας διαδεχόμενος τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ξεκίνησε με το χρηματιστήριο του Μιλάνου που άνοιξε με θετικό πρόσημο, όπως άλλωστε και οι σημαντικότεροι χρηματιστηριακοί δείκτες στην Ευρώπη. Το ιταλικό χρηματιστήριο σημείωσε τις πρώτες ώρες άνοδο άνω του 1% αντίθετα με τα χρηματιστήρια σε Φρανκφούρτη. Λονδίνο, και Παρίσι τα οποία απώλεσαν γρήγορα την αρχική ώθηση υποχωρώντας σε σταθεροποιητικά έως και αρνητικά επίπεδα.
Τα δύσκολα πάντως ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει για την κυβέρνηση τεχνοκρατών που κυοφορείται στην Ρώμη. Η ευφορία των πρώτων ημερών εκτιμάται ότι θα εξανεμιστεί όταν το νέο σχήμα υπό τον Μόντι θα αρχίσει να εφαρμόζει τα σκληρά μέτρα λιτότητας που περιλαμβάνουν αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με πιο «χαλαρούς» όρους απόλυσης και προώθηση της μερικής απασχόλησης.