ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times
Οδηγούμενη σε μια όλο και χειρότερη δίνη από την ευρωζώνη και την ίδια της την κυβέρνηση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα δύο επιλογές, αμφότερες οδυνηρές: ή θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, ή θα κηρύξει στάση πληρωμών και θα εξέλθει από την νομισματική ένωση.
Κάθε δρόμος παρουσιάζει δυσκολίες και αβεβαιότητες, αλλά μακροπρόθεσμα δεν υπάρχει αμφιβολία πως η στάση πληρωμών, και η επιστροφή στην δραχμή, προσφέρει τις καλύτερες πιθανότητες για οικονομική ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης.
Η παραμονή στο σημερινό μονοπάτι – το οποίο, παρά την αλλαγή κυβέρνησης, παραμένει το μόνο σχέδιο που διαθέτει η Ελλάδα – σημαίνει συνέχιση της λιτότητας και της υψηλής ανεργίας για το ορατό μέλλον. Οι νέοι και όσοι διαθέτουν ιδιαίτερες επαγγελματικές δεξιότητες θα φύγουν στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους έναν γηρασμένο, λιγότερο παραγωγικό και με μεγαλύτερες ανάγκες πληθυσμό, ο οποίος θα κληθεί να αντέξει το βάρος ενός συνθλιπτικού χρέους. Στο μεταξύ, όλες οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις θα λαμβάνονται στο Παρίσι, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.
Αντιθέτως, μια στάση πληρωμών με πρωτοβουλία της Ελλάδας θα επέτρεπε στην Ελλάδα να επηρεάσει το πεπρωμένο της. Η διαδικασία αυτή θα κυριαρχείται από τήν ελληνική νομοθεσία, όχι από τις ιδιωτικές συζητήσεις μεταξύ της γερμανίδας καγκελάριου και του γάλλου προέδρου, κι έτσι θα οδηγήσει σε ένα πολύ πιο βιώσιμο φορτίο χρέους.
Λόγω των προβλημάτων στην χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων, η στάση πληρωμών είναι πιθανό να οδηγήσει σε αποχώρηση από το ευρώ. Αυτό έχει ένα καλό, ότι θα δώσει στην Ελλάδα τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής. Κάτι πολύ σημαντικό σήμερα, που ο τραπεζικός δανεισμός και η ρευστότητα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ιδίως στον ζωτικής σημασίας κλάδο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, καθώς η «νέα δραχμή» θα υποτιμηθεί, τουρισμός και εξαγωγές θα ενισχυθούν, ενώ οι εισαγωγές θα μειωθούν, καθιστώντας την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική.
Γιατί λοιπόν οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες είναι τόσο κολλημένοι με το ευρώ; Εν μέρει, αυτό οφείλεται στον φόβο που προκαλεί η ιδέα μιας στάσης πληρωμών και αποχώρησης από το ευρώ μετά από μια δεκαετία στην ευρωζώνη. Ενώ όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόστος, στην πραγματικότητα θα είναι μια σχετικά ευθεία και απλή διαδικασία, ιδίως αν οι προετοιμασίες έχουν ήδη ξεκινήσει στο παρασκήνιο.
Για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι μέρες που οι τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν κλειστές, η απόφαση για την μετάβαση στη νέα δραχμή πρέπει να ληφθεί Παρασκευή. Οι τραπεζικές καταθέσεις και το εγχώριο χρέος πρέπει να μετατραπούν αμέσως σε νέες δραχμές, με βάση την αρχική ισοτιμία του ευρώ. Μετά θα είναι δουλειά των ελληνικών δικαστηρίων να αποφασίσουν αν θα συμβεί το ίδιο και με το δημόσιο χρέος προ του 2010, αλλά δεν υπάρχει λόγος να σκεφτεί κανείς ότι θα υπάρξει διαφοροποίηση μεταξύ δημόσιου και εγχώριου χρέους.
Τα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα παραμείνουν πιθανότατα σε ευρώ. Αυτό είναι πρόβλημα, διότι μόλις η Ελλάδα φύγει το ευρώ λογικά θα ενισχυθεί – και άρα η αξία των δανείων σε δραχμές θα αυξηθεί ανάλογα. Δεδομένου όμως ότι και τα εισοδήματα θα μειωθούν, αν η χώρα παραμείνει στην ευρωζώνη οι πραγματικοί, παραγωγικοί πόροι που θα χρειαστεί να ξοδέψει η χώρα για να εξυπηρετήσει το χρέος της δεν θα διαφέρουν και πολύ.
Πέρα από αυτά τα άμεσα μέτρα, η μετάβαση θα χρειαστεί χρόνο. Ίσως απαιτηθούν μήνες έως ότου τυπωθούν αρκετές νέες δραχμές για να υποστηρίξουν τις εγχώριες συναλλαγές, και στο διάστημα αυτό τα ευρώ θα παραμείνουν στην κυκλοφορία. Οι τράπεζες επίσης θα χρειαστούν χρόνο για να προσαρμόσουν τις λογιστικές μεθόδους τους, τους υπολογιστές τους και τα αποθεματικά τους. Αν αφήσουμε όμως κατά μέρος μερικές λεπτομέρειες, που αφορούν αποκλειστικά το ευρώ, η διαχείριση της μετάβασης από το ένα νόμισμα στο άλλο είναι γνωστή και κατανοητή διαδικασία: η νομισματική αλλαγή που ακολούθησε την διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας, για παράδειγμα, ολοκληρώθηκε μέσα σε μερικές εβδομάδες και κατά γενική ομολογία πήγε καλά.
Είναι αλήθεια πως μια τέτοια κίνηση θα απέκλειε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων, αφήνοντας τον διμερή διακρατικό δανεισμό μοναδική επιλογή για την Ελλάδα. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ανησυχητικό όσο νομίζουν μερικοί, καθώς σύντομα η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο με τη σειρά του θα κάνει εφικτό τον εσωτερικό δανεισμό.
Αρχικά, το ξένο συνάλλαγμα θα είναι δυσεύρετο, και ως αποτέλεσμα η εισαγωγή αναγκαίων αγαθών θα είναι δυσκολότερη. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, η Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει τις εκροές ξένων κεφαλαίων – μια επιθετική, αλλά διόλου ασυνήθιστη πρακτική. Το ιδιωτικό, υπολογισμένο σε ευρώ εξωτερικό χρέος των τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων θα πρέπει επίσης να υποστηριχθεί μέσω κυβερνητικών εγγυήσεων.
Μερικά από αυτά τα βήματα ίσως μοιάζουν τρομακτικά, αλλά δεν είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα πριν την υιοθέτηση του ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές που ακολουθούνται ως τώρα έχουν αποδεδειγμένα αποτύχει. Προσωπικά πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει πρώτα να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, και μετά να προχωρήσει στην έξοδο από την ευρωζώνη. Όσο νωρίτερα προκύψει αυτή η μετάβαση, τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα για όλους
* Ο κ.Στέργιος Σκαπέρδας είναι καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια (UCLA), στο Ιρβάιν