Τι σχιζοφρενής κατάσταση τελικά αυτό που λέγεται ελληνικός κινηματογράφος!
Αν το θέλει μπορεί να σε ενθουσιάσει, αν δεν το θέλει μπορεί να σε στείλει αδιάβαστο.
Και αυτά ακριβώς είναι τα συναισθήματα που νιώθω εφέτος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παρακολουθώντας τις παραγωγές του εγχώριου κινηματογράφου μας.
Τρανταχτό παράδειγμα αυτής της φοβερής αντίθεσης αποτελούν δυο ταινίες: ο «Αδικος κόσμος» του Φίλιππου Τσίτου και το «J.A.C.E» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη.
Ο «Αδικος κόσμος» (που ήδη χαίρει δάφνες εξωτερικού με δύο βραβεία στο φεστιβάλ του San Sebastian) είναι η απόλυτη περίπτωση ταινίας που πατά 1000% στα πόδια της και ξέρει προς τα πού βαδίζει.
Στην απέναντι όχθη, το «J.A.C.E.» (που επίσης επελέγη για φεστιβάλ του Τόκιο) είναι μια ταινία που βρίσκεται εντελώς στον αέρα, που είναι αδιανόητα φλύαρη, που θέλει να τα πει όλα και που εν τέλει, στα 153 λεπτά της, καταντά πάρα πολύ κουραστική.
Για να δούμε. Ο «Αδικος κόσμος» – όπου αναμφισβήτητα ο Αντώνης Καφετζόπουλος πετυχαίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του – είναι η ιστορία ενός αστυνομικού που άθελά του γίνεται δολοφόνος ακριβώς την εποχή που έχει αποφασίσει να προσφέρει μόνο το καλό υπηρετώντας την δικαιοσύνη. Στην ίδια ιστορία θα βρούμε εππίσης μια γυναίκα (Θεοδώρα Τζήμου), έναν συνάδελφο του αστυνομικού (πάντα υπέροχος ο Χρήστος Στέργιογλου),τον προϊστάμενό του (άψογο cameo από τον Αχιλλέα Κυριακίδη) και κάποια άλλα συμπληρωματικά πρόσωπα τα οποία θα αφήσουν το δικό τους λιθαράκι.
Μέσα σε αυτό το απλό πλαίσιο, ο Φίλιππος Τσίτος υποκλίνεται στην ήσυχη θεατρικότητα των ταινιών του φινλανδού Ακι Καουρισμάκι και ταυτόχρονα θυμάται τη δουλειά του ζωγράφου Εντουαρντ Χόπερ στήνοντας κάδρα τέτοιας εικαστικής αρτιότητας που σε κάνουν να τρίβεις τα μάτια σου. Ειλικρινά, βλέποντας τον «Άδικο κόσμο» δεν πίστευα ότι παρακολουθούσα ελληνική ταινία. Στην ταινία οι ήρωες λένε μόνον τα απαραίτητα ή μιλούν πάρα πολύ λίγο. Δεν μένει τίποτε σε εκκρεμότητα, το σουρεαλιστικό στοιχείο λειτουργεί αποτελεσματικά και η ευγένεια που επικρατεί καθ’ όλη την διάρκεια (118’) με μια λέξη, σε σκλαβώνει!
Πάμε τώρα στο «J.A.C.E.» του οποίου ακόμα και ο τίτλος είναι ένα μικρό αίνιγμα. Λοιπόν «J.A.C.E» σημαίνει Just Another Confused Elephant – Απλώς Ένας Ακόμα Συγχυσμένος Ελέφαντας. Είναι επίσης το όνομα ενός Αλβανού.
Ωπα. Εδώ είμαστε. Ηδη κάτι περίεργο τρέχει με την ταινία. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι οι ελέφαντες είναι το αγαπημένο ζώο ενός μικρού Αλβανού που έχει μείνει ορφανό επειδή οι γκάνγκστερ σκότωσαν τον πατέρα του (Χρήστος Λούλης). Ο,τι και να πούμε για τη σκηνή της εκτέλεσης θα είναι λίγο. Η Οδύσσεια του παιδιού που θα κατέβει στην Αθήνα όπου και θα μεγαλώσει, αρχίζει το 1989 και τελειώνει στις μέρες μας. Και είναι ένα χυμαδιό καταστάσεων και προσώπων, ένα σινεμά – λαϊκή αγορά. Ολα θα τα βρούμε σε αυτή την ταινία. Καλούς και διεφθαρμένους αστυνομικούς, παιδομάζωμα αλλοδαπών, αλβανική μαφία, τραβεστί, ομοφυλοφυλία, κλαμπ που γίνονται όργια, κοκαϊνη, αιμομιξία, αναμορφωτήρια, δολοφονίες εγκύων, δολοφονίες σχεδιαστών μόδας, αυτοκτονίες νονών του εγκλήματος, εν ψυχρώ μαχαιρώματα, ένα τσίρκο (άρα και έναν ελέφαντα), γιατρούς από τη Νότιο Αφρική ειδικούς στις πλαστικές επεμβάσεις, αφαίρεση οργάνων. Ουφ! Ουφ! Μπάστα!
Θα μου πείτε στα χέρια μιας ιδιοφυίας δεν θα μπορούσαν όλα αυτά να μπουν σε τάξη. Οχι. Κανένας δεν θα μπορούσε να βάλει σε τάξη τον αχταρμά που λέγεται «J.A.C.E.» Μπροστά σε αυτήν την ταινία ακόμα και το χειρότερο σενάριο του Νίκου Φώσκολου είναι καλύτερο γιατί εκεί, τουλάχιστον υπάρχει μια συνέπεια ακόμα και στην υπερβολή. Εδώ, η ταινία στάζει από μεγαλομανία, ασυναρτησία, αταξία και σπατάλη. Το τι χρήμα χρειάστηκε για να γυριστεί αυτό το φιλμ είναι αδιανόητο. Και όμως. Αν ο σκηνοθέτης (που είχε να γυρίσει ταινία 14 χρόνια μετά το εξίσου μεγαλεπίβολο φιάσκο «Βlackout») απογύμνωνε το «J.A.C.E» από το λίπος της αφάνταστης περιττολογίας, αν την έσφιγγε σε ένα καλό detective story με κοινωνικό χαρακτήρα, θα είχε κάνει κάτι πολύ πιο ανεκτό και ενδιαφέρον.
Τα μόνα θετικά στοιχεία αυτής της κολοσσιαίας αποτυχίας είναι η ερμηνεία του Μηνά Χατζησάββα στον ρόλο ενός ευαίσθητου αστυνομικού και το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας, για κάποιον λόγο, δεν μιλά. Γιατί αν μιλούσε κιόλας η ταινία θα διαρκούσε τέσσερις μέρες όχι δυόμιση ώρες. Εν ολίγοις μιλάμε για μια καθαρή περίπτωση ελληνικού «J.A.C.Μ»: Just Another Confused Movie/ – Μια Ακόμη Συγχισμένη Ταινία.