Η πρώτη κόρνα ακούστηκε τρία αυτοκίνητα πίσω. Ακόμη και για τα δεδομένα της ανυπόμονης, υστερικής κίνησης στα στενά της Νέας Φιλαδέλφειας, σε μια τεντωμένη από τα νεύρα και μονίμως μποτιλιαρισμένη προολυμπιακή Αθήνα, ήταν μια δικαιολογημένη κόρνα. Στο κάτω κάτω το πράσινο είχε ανάψει ήδη τρεις φορές και το μπροστινό αυτοκίνητο δεν είχε κινηθεί. Ο εκνευρισμός όμως δεν ήταν τόσο έντονος στα πρώτα δύο αυτοκίνητα, σε αυτά που οι οδηγοί τους είχαν άμεση οπτική επαφή με την αιτία των χαμένων φαναριών. Οι κινήσεις άλλωστε εκτυλίσσονταν μπροστά τους, αργά, χαλαρά, σχεδόν κινηματογραφικά: πρώτα άνοιξε η πόρτα της μπορντό Mercedes, μετά με τελετουργικές κινήσεις ο οδηγός βγήκε έξω ξεδιπλώνοντας το βαρύ δίμετρο σώμα του και σιγά σιγά, χωρίς να δει τίποτε το ενοχλητικό γύρω του, απολαμβάνοντας τη σιωπή του εκτοπίσματός του, κινήθηκε προς το κοντινότερο περίπτερο. Το πρώτο φανάρι πέρασε κάπως έτσι. Ακολούθησε μια συναλλαγή, περισσότερο μια λεκτική συνδιαλλαγή, με τον περιπτερά να δίνει ένα πακέτο πούρα χωρίς να πάρει κάτι πίσω ως αντίτιμο και έπειτα ξεκίνησε η αργή επιστροφή προς την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Το δεύτερο φανάρι πέρασε έτσι καθώς ο ψηλός επιβλητικός τύπος προχωρούσε κουτσαίνοντας ελαφρώς από το αριστερό πόδι. Στο τρίτο φανάρι, την ώρα που ακούστηκε η θρασύτατη κόρνα που προκάλεσε ένα ενοχλημένο βλέμμα από την αιτία του μποτιλιαρίσματος, το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Οι οδηγοί των δύο πρώτων αυτοκίνητων, αυτοί που είχαν οπτική επαφή με το συμβάν, δεν εκνευρίστηκαν από την καθυστέρηση. Δεν ήταν οργή αυτό που ένιωθαν. Πιο πολύ ένιωθαν φόβο για τις συνέπειες μιας – υπό κανονικές συνθήκες – λογικής αντίδρασής τους, όπως μια κόρνα ή μια παρατήρηση στον αδιάφορο τύπο. Αυτό ήταν το συναίσθημα: φόβος μπροστά στην αύρα του Μάκη Ψωμιάδη την ώρα που παραλαμβάνει τα πούρα του. Δεν ήταν οι μόνοι που φοβήθηκαν. Ολη αυτή η σκηνή μοιάζει με μια μικρή λεπτομέρεια φόβου σε μια ζωή γεμάτη περίεργα περιστατικά. Αλλά ο διάβολος είναι γνωστό ότι κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Ο φόβος ήταν πάντα εκεί. Μαζί με τα πούρα, την αγκράφα με μια μεγάλη κορόνα στη ζώνη, τα κοστούμια, το βλέμμα που αν εστίαζε πάνω σου ένιωθες τα σωθικά σου να αδειάζουν. Χωρίς τον φόβο, η προβληματική ιστορία του Μάκη Ψωμιάδη θα είχε λυθεί πολύ καιρό πριν. Αλλά για ένα όνομα που ακούστηκε για πρώτη φορά σε ελληνικό δικαστήριο το 1975 και εν έτει 2011 πλανιέται ακόμη, κάτι μεταξύ καρικατούρας και βγαλμένης γλώσσας στο σύστημα, η ιστορία έχει κρατήσει πολύ. Και δεν είναι τόσο διασκεδαστική όσο μια ταινία με εγκλήματα, δίκες, κοστούμια και δικηγόρους. Γιατί σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορείς να πατήσεις το «Stop» και να επιστρέψεις στην πραγματική ζωή. Ο σουρεαλισμός συνεχίζεται δίπλα σου, σε μια χώρα που έχει κάνει την ανομία τρόπο ζωής. Τουλάχιστον επιλεκτικά.
Η ιστορία ξεκινά την εποχή της Μεταπολίτευσης. Στις 26 Αυγούστου του 1975, στη δίκη του ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο μάρτυρας Ιωάννης Κοντός κατήγγειλε πως ένας βασανιστής κατά τη διάρκεια της χούντας κυκλοφορούσε ντυμένος με ράσα γύρω από το Πολυτεχνείο αλλά δρούσε και στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ο μάρτυρας κατονομάζει τον βασανιστή ως Πολύκαρπο Ψυχογιό. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης, ο αρχιβασανιστής της χούντας και κατηγορούμενος στο δικαστήριο Μιχάλης Πέτρου δήλωσε: «Τον γνωρίζω, δεν είναι παπάς, είναι ψευτοπαπάς, γιος του ιερέα του ναού της Νέας Φιλαδέλφειας. Ονομάζεται Μάκης Ψωμιάδης». Το μπλέξιμο με τα ονόματα συνεχίζεται για λίγους μήνες, ποτέ κανείς όμως δεν απέδειξε τίποτα, έμειναν μόνο οι αναμνήσεις των βασανισμένων για έναν νεαρό ψηλό τύπο που τους ανάγκαζε να προσεύχονται στα κρατητήρια προτού ξεκινήσει τη διόλου ευλογημένη δουλειά του. Ο καιρός περνάει, η ιστορία δεν εξιχνιάζεται ποτέ και νομοτελειακά ξεχνιέται. Για λίγο.
φόβος είναι πάντα εκεί και οι μικρές λεπτομέρειες τον εμφανίζουν σε κάθε περίπτωση. Μικρές διηγήσεις φόβου: Τον Απρίλιο του 2002 – ειρωνικά στις 21 του μηνός, στην επέτειο του πραξικοπήματος του 1967 – ο Ολυμπιακός παίζει με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ έναν αγώνα που μοιάζει με τελικό πρωταθλήματος. Οποιος κερδίζει, παίρνει τον τίτλο. Ο Μάκης Ψωμιάδης, ιδιοκτήτης της ΑΕΚ εκείνη την εποχή, κάθεται μόνος του σε μια άδεια – για λόγους ασφαλείας – εξέδρα. Δίπλα του είναι μόνο πέντε-έξι από τα «παιδιά», τα μέλη της προστασίας του. Η είσοδός του στο γήπεδο μοιάζει με σόου: περπατά αργά σε μια άδεια εξέδρα του ΟΑΚΑ γνωρίζοντας την αποθέωση από την Original που έβλεπε τότε στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που οδηγεί την ομάδα τους ψηλά. Τουλάχιστον για λίγο. Το παιχνίδι τελειώνει, ο Ολυμπιακός κερδίζει με 4-3 και ουσιαστικά παίρνει το πρωτάθλημα. Μετά τη λήξη στους διαδρόμους των αποδυτηρίων του γηπέδου μια ομάδα χαμηλόβαθμων αστυνομικών έχει λάβει σαφείς και αυστηρές εντολές: «Δεν περνάει κανείς προς τα αποδυτήρια». Η σκηνή στη συνέχεια θυμίζει γουέστερν: ο συννεφιασμένος από την ήττα Μάκης Ψωμιάδης μαζί με τα «παιδιά» προχωρούν προς τα αποδυτήρια. Οι αστυνομικοί, τελετουργικά, σαν χορευτική ομάδα, παραμερίζουν σιωπηλά με σεβασμό για να περάσει ο ζοχαδιασμένος Ψωμιάδης και τα «παιδιά», προτού κλείσουν τον δρόμο για τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Λίγο αργότερα, ο διαιτητής της αναμέτρησης Κύρος Βασσάρας δέχεται φραστική επίθεση από τον ιδιοκτήτη της ΑΕΚ. Μια εβδομάδα αργότερα, στο ίδιο γήπεδο ήταν πιο ευδιάθετος. Η ομάδα του κατακτά το Κύπελλο, ο ίδιος κάθεται θεσμικά δίπλα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο και μόλις ο Μιχάλης Κασάπης, τότε αρχηγός της ομάδας, πάει να σηκώσει την κούπα, ο (τυπικά) πρόεδρος της ομάδας και ξάδερφος του Μάκη Χαρίλαος προσπαθεί να του το πάρει από τα χέρια «για να το σηκώσει πρώτα ο πρόεδρος». Δεν τα καταφέρνει τελικά, η αθλητική χαρά είναι πολύ δύσκολο να νικηθεί ακόμη και από τον φόβο. Τότε η όλη ιστορία ήταν μια διασκεδαστική διήγηση της καρικατούρας ενός αθλητικού παράγοντα που δρα κόντρα σε κάθε λογική και νόμο. Μόνο που ποτέ δεν ήταν μόνο αυτό.
Στις αρχές Ιουλίου ο Κώστας Βαξεβάνης παρουσίασε στην εκπομπή του «Το Κουτί της Πανδώρας» ντοκουμέντα από τη ζωή του Μάκη Ψωμιάδη. Σε ένα ανατριχιαστικό απόσπασμα μιας συνομιλίας που είχε γίνει χρόνια πριν, ο Μάκης Ψωμιάδης ακούγεται να φωνάζει «θα έχεις τον θάνατο της αλεπούς» προς κάποιον συνεργάτη του ονόματι Σταύρο, σε έναν απροσδιόριστο τύπο που θεώρησε ότι προσπάθησε να τον ρίξει σε κάποια «μπίζνα» όπως αποκαλεί ο ίδιος τις δουλειές. Λίγο μετά, τα ουρλιαχτά του συνεργάτη του κάνουν την υπόθεση να μην έχει τόσο πλάκα πια.
Ο Κώστας Βαξεβάνης εξηγεί: «Ο Μάκης Ψωμιάδης δεν είναι ένας γραφικός παράγοντας του ποδοσφαίρου όπως πιστεύουν πολλοί, ούτε ένας επιχειρηματίας που ισορροπεί ανάμεσα σε νομιμότητα και παρανομία. Εναντίον του έχουν εκδοθεί εντάλματα της Ιντερπόλ, έχει κατηγορηθεί για λαθρεμπορία χρυσού, απαγωγές, συκοφαντία, έχει καταδικαστεί, αλλά δεν έχει κάνει ούτε μια μέρα φυλακή.
Ακόμη και στην αντιδικία του με τον ισχυρό άντρα της κυβέρνησης Κώστα Λαλιώτη, τον οποίο συκοφάντησε με δημοσιεύματά του, η υπόθεση τελεσιδίκησε έπειτα από έξι χρόνια. Κατάφερνε να πάρει ψεύτικες ιατρικές βεβαιώσεις για να αναβάλλονται οι δίκες. Ενας άνθρωπος είναι νεκρός εξαιτίας αυτής της υπόθεσης.
Ο Μάκης Ψωμιάδης συμμετέχει στην κοινωνική ζωή της χώρας, εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης επιχειρήσεων που δεν είναι στο όνομά του, υποδαυλίζει έναν μύθο που τον εμφανίζει πίσω από σημαντικά πράγματα. Οταν όμως έρχεται η ώρα της κρίσης, ο ίδιος δεν υπάρχει πουθενά. Μόνο μέλη της οικογένειάς του.
Το 2001 κάποιοι έβαλαν τον Ψωμιάδη να κάτσει δίπλα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εν αγνοία του στον αγώνα του Κυπέλλου. Ο Ψωμιάδης διασώζεται συνεχώς, υπερπηδώντας καταγγελίες και πολλές φορές εισαγγελικές έρευνες. Από την εποχή που ακόμη και ο ίδιος παραδεχόταν σχέση με τη χούντα. Ενα ισχυρό επιτελείο δικηγόρων ανακαλύπτει τα νομικά παράθυρα από τα οποία ο Ψωμιάδης αποδρά, αφήνοντας πάντα καταδικασμένη την ανθρώπινη και τη νομική νοημοσύνη. Οχι, ο Ψωμιάδης δεν είναι γραφικός. Είναι η εικόνα της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση ως τώρα. Της Ελλάδας της διαπλοκής, της ατιμωρησίας, της Δικαιοσύνης χωρίς δικαιοσύνη και της πολιτικής χωρίς ντροπή. Μη σας ξεγελούν το μουστάκι και το πούρο».
Το μουστάκι, το ίδιο μουστάκι που στις αρχές των 90s είχε κάνει την Ιντερπόλ να τον περιγράψει σαν «έναν θηριώδη τύπο με φουντωτό μουστάκι με κόκκινες αποχρώσεις», ήταν πάντα εκεί. Από την εποχή που εμφανίστηκε στα δημόσια πράγματα, ξεκινώντας από την πυγμαχία. Ο νεαρός γιος του ιερέα της εκκλησίας που ήταν πίσω από τη «σκεπαστή» της Νέας Φιλαδέλφειας γράφτηκε στο τμήμα μποξ της ΑΕΚ. Εκεί γνωρίστηκε με τον θρυλικό πρόεδρο της ομάδας Λουκά Μπάρλο και τέθηκε στις υπηρεσίες του. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 επανεμφανίστηκε στα αθλητικά πράγματα ως επιχειρηματίας απροσδιορίστων επιχειρήσεων και μέσα σε μια νύχτα αγόρασε την ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ. Είχε ορέξεις και μεγάλα όνειρα όπως πάντα. Το μεγάλο όνομα της εποχής τότε ήταν ο Νάσος Γαλακτερός. Ο θρύλος λέει πως μια μέρα τηλεφώνησε στο «Δωματιάκι», το club της Original κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, και είπε στον αρχηγό των οργανωμένων οπαδών της ΑΕΚ Δημήτρη Χατζηχρήστο πως θέλει να κάνει την ΑΕΚ πρώτη. Εκείνη την ώρα ο Χατζηχρήστος διάβαζε τον «Φίλαθλο», είδε τη φωτογραφία του απλησίαστου σουπερστάρ Νάσου Γαλακτερού και τον προκάλεσε να τον αγοράσει. Λίγες ημέρες μετά ο Γαλακτερός υπέγραφε στην (μέτρια αγωνιστικά τότε) ΑΕΚ. Μαζί του και ένα σωρό άλλοι σουπερστάρ, όπως και ο Ντάνι Βρέινς, ένας αμερικανός παίκτης του ΝΒΑ, ένας ευσεβής μορμόνος που η μοίρα τον έφερε στην Αθήνα.
Η διήγηση της ιστορίας είναι δική του, λίγα χρόνια πριν στην εφημερίδα «Salt Lake Tribune»: «Οταν ήρθε η ώρα για να πάρω τα πρώτα χρήματα ο πρόεδρος μου έδωσε έναν σάκο. Πάνω πάνω υπήρχαν μπανάνες και από κάτω αρκετά δολάρια. Αργότερα ανακάλυψα ότι αυτά τα χρήματα ήταν “βρώμικα”. Λίγο καιρό μετά, ενώ είχαν καθυστερήσει οι πληρωμές, ήμουν με έναν ελληνοαμερικανό φίλο μου ονόματι Κωνσταντίνο στο γραφείο του όταν εισέβαλαν κάποιοι άνδρες και τον απήγαγαν. Την επόμενη ημέρα άρχισα να δέχομαι απειλητικά τηλεφωνήματα, στα οποία μου έλεγαν: “Αν δεν παίξεις, δεν θα ξαναδείς τον φίλο σου. Θα τον βρεις σε πλαστική σακούλα (body bag)”». Ο Βρέινς έπαιξε ένα ακόμη παιχνίδι, ο φίλος του απελευθερώθηκε και λίγο μετά πήρε όλη του την οικογένεια και διέγραψε για πάντα μια μικρή άναρχη χώρα στη Μεσόγειο.
Τι συνέβη ενδιάμεσα όμως; Πώς έγινε και το ψηλό παιδί δίπλα στον Λουκά Μπάρλο εμφανίστηκε σαν επιχειρηματίας με πολλά μετρητά; Στις 23 Φεβρουαρίου του 1989 ο «Ριζοσπάστης» έγραψε ότι ο ανακριτής της Γενεύης Μπάρμπι Καπόλ εξέδωσε στις 6.9.1987 ένταλμα σύλληψης του Μάκη Ψωμιάδη για απάτη και πλαστογραφία τίτλων. «Παρακαλούμε να αναζητήσετε με σκοπό τη σύλληψη και έκδοση στη χώρα μας τον έλληνα υπήκοο Ψωμιάδη Χρυσόστομο. Χαρακτηριστικά: Υψος περίπου 2 μέτρα, σωματώδης (περίπου 130 κιλά), μαλλιά μαύρα, μεγάλο μουστάκι με κόκκινες ανταύγειες» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο ένταλμα σύλληψης. Ο Μάκης Ψωμιάδης κατηγορείται συνολικά για έξι εγκλήματα, ένα από τα οποία είναι η διακίνηση κλεμμένων και ακάλυπτων επιταγών. «Ο Ψωμιάδης αγόρασε από την εταιρεία Decafin ποσότητα 165 κιλών χρυσού, για την οποία πλήρωσε ένα μέρος σε μετρητά και το υπόλοιπο σε 160 επιταγές στο όνομα τρίτων, συνολικού ποσού 1.691.054 δολαρίων ΗΠΑ. Οι 160 επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες είτε γιατί είχαν σημανθεί σαν κλεμμένες είτε γιατί ήταν πλαστές ή ακάλυπτες» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο ένταλμα σύλληψης της Ιντερπόλ. Η υπόθεση επανέρχεται στις 17.2.1989 από την εφημερίδα «Το Ποντίκι», που αποκάλυψε πως ο 34χρονος τότε πρόεδρος της ερασιτεχνικής ΑΕΚ κατηγορείται «για συμμετοχή σε κύκλωμα λαθρεμπορίας και πώλησης χρυσού, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος και λαθρεμπόριο βίντεο».
λα αυτά γίνονται με ιεροτελεστία. Με συνήθειες, λεπτομέρειες και κωμικές αγκυλώσεις. Ο Μάκης Ψωμιάδης είναι παραδοσιακός τύπος. Είναι παντρεμένος με τη Λένα, τον άνθρωπο που σέβεται, φοβάται και εμπιστεύεται περισσότερο από κάθε άλλον. Εχει δύο παιδιά, τη Χριστίνα – «Μπουμπού» τη φωνάζει χαϊδευτικά – η οποία διατηρούσε σχέσεις με τον μπασκετμπολίστα Γιάννη Μπουρούση (το όνομα του οποίου ενεπλάκη στις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες με το θρυλικό «Κύριε Μάκη, μου τελείωσε το φάρμακο») και τον Σταύρο ο οποίος φυλακίστηκε για λίγες ημέρες λόγω των πρόσφατων ποδοσφαιρικών αποκαλύψεων. Οταν αποφυλακίστηκε δήλωσε: «Το όνομα της οικογένειάς μας “πουλάει”, γι’ αυτό μας κυνηγάνε». Ο Μάκης Ψωμιάδης, υπό κανονικές συνθήκες, όταν δεν είναι εξαφανισμένος, εκκλησιάζεται τακτικά, φοράει πάντα την αγκράφα με το βασιλικό στέμμα – μια υπόμνηση της ιδεολογίας του –, καπνίζει πάντα τα μεγαλύτερα πούρα της αγοράς και στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου του υπάρχει πάντα μια κούτα με το αγαπημένο του ακριβό ουίσκι γιατί μπορεί εκεί όπου θα πάει να μην υπάρχει. Στις παλιές καλές εποχές σύχναζε στη Βαλαωρίτου, παράγγελνε έναν θηριώδη εσπρέσο στον οποίο εμβάπτιζε το κέικ που σερβιρόταν δίπλα του, μιλούσε λίγο και έπαιζε πολύ με ένα κομπολόι λίγο μικρότερο από το επικών διαστάσεων πούρο. Ξέρει από ποδόσφαιρο, μπορεί να μιλάει επί ώρες για τακτική και ποιότητα παικτών, δυσκολεύεται με την προφορά των ονομάτων των ποδοσφαιριστών και όταν πληρώνει το κάνει πάντα cash. Οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ, του Ατρόμητου και της Καβάλας θυμούνταν ακόμη τις μαύρες σακούλες με τις δεσμίδες που μοιράζονταν στα αποδυτήρια και ο αστικός μύθος με μια επιταγή που κάποτε χρωστούσε σε κάποιον και την κατάπιε μπροστά του για να κάνει σαφές πως δεν θα την πληρώσει, έχει κυκλοφορήσει τόσο πολύ που έχει δεκάδες πρωταγωνιστές και αυτόπτες μάρτυρες.
O Βασίλης Σαμπράκος, αθλητικός συντάκτης και συγγραφέας τού «Σκίσε το Manual», του μυθιστορήματος που έναν χρόνο πριν από την αποκάλυψη της πλήρους διαφθοράς του ελληνικού ποδοσφαίρου την είχε παρουσιάσει με ελαφρώς αλλαγμένα ονόματα –, ξέρει καλά τον Μάκη Ψωμιάδη. Τον παρακολουθεί από την εποχή που κάλυπτε το ρεπορτάζ της ΑΕΚ και ήταν από τους πρώτους που έγραψαν εναντίον του, πολύ καιρό προτού αποκαλυφθεί πως είχε χρεώσει – για καφέδες – κάποια εκατομμύρια ευρώ την ΠΑΕ. Ο Βασίλης Σαμπράκος ξέρει καλά ότι: «Η υπόθεση του Ψωμιάδη, εφόσον κανείς την ερευνήσει από τον πρώτο καιρό της εμφάνισής του στη ζωή του αθλητισμού ως σήμερα, δίνει μια εξήγηση για το σημερινό κατάντημα της Ελλάδας. Δεν συζητούμε απλώς για έναν τύπο που κατάφερνε, διαχρονικά, να παρανομεί, αλλά για μια περίπτωση ανθρώπου που διαφήμιζε ότι είναι άτρωτος και που, το λιγότερο, συντηρούσε τον μύθο ο οποίος τον ήθελε ικανό να έχει πρόσβαση στους υψηλότερους ορόφους και στα πιο ιδιαίτερα διαμερίσματα των αρχών του τόπου και να κατορθώνει όχι απλώς να αποφεύγει τις συνέπειες παράνομων πράξεών του, αλλά και να ανταλάσσει χειραψία με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μπροστά στον Μάκη, ο ταλαντούχος κ. Ριπλεϊ είναι παιδί…
Ο Ψωμιάδης δεν νικήθηκε ούτε από κυβερνητικό στέλεχος, ούτε από καταδικαστικές αποφάσεις, ούτε από αστυνομική δίωξη, ούτε από φορολογικό έλεγχο. Το δίδαγμα κάθε ιστορίας, της οποίας υπήρξε πρωταγωνιστής, διαχρονικά, ήταν ότι αν έχεις το θράσος, η Ελλάδα όχι απλώς δεν θα σε τιμωρήσει, αλλά θα σε επιβραβεύσει. Οι περισσότερες ιστορίες σε αφήνουν με την εντύπωση ότι προστατεύεται από τους πιο ισχυρούς παράγοντες του τόπου στη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών».
Η ιστορία έχει δεκάδες παρακλάδια, εκατοντάδες μικρές διηγήσεις παρανοϊκής ανομίας. Από ιδιοκτήτες καταστημάτων που προμήθευαν τα νυχτερινά μαγαζιά του και δεν πληρώνονταν ποτέ έπειτα από επισκέψεις των «παιδιών» ως έναν ιδιοκτήτη καταστήματος κοντά στην οδό Αμερικής που μια Δευτέρα πρωί βρήκε την υπόγεια αποθήκη του χτισμένη, καθώς μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο χτίστηκε μια επέκταση ενός νυχτερινού μαγαζιού. Οταν το κατήγγειλε στην αστυνομία, οι αξιωματικοί τον συμβούλεψαν να «το ξεχάσει» προτού «τα παιδιά» εμφανιστούν για να του θυμίσουν πως η μνήμη του έχει κενά.
Αντίπαλοι πάντα υπήρχαν. Είτε ήταν ισχυροί όπως ο Κώστας Λαλιώτης και ο Ντέμης Νικολαΐδης, είτε ήταν κάποιοι δημοσιογράφοι που προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά, είτε ήταν χαμηλόβαθμοι και συνεπείς κρατικοί υπάλληλοι, κατά καιρούς εμπόδια εμφανίστηκαν στον δρόμο του Ψωμιάδη. Ολοι εξουδετερώθηκαν και έμειναν μακριά από τον στόχο τους, να τιμωρηθεί η πρωτοφανής ανομία. Ο καθένας με διαφορετικό τρόπο.
Η περίπτωση του Κώστα Λαλιώτη είναι χαρακτηριστική. Τον Φεβρουάριο του 1995, εποχή που ο Μάκης Ψωμιάδης εκδίδει την εφημερίδα «Το όνομα», σε ένα από τα πρωτοσέλιδα κατηγόρησε τον τότε υπουργό ΠΕΧΩΔΕ ότι δωροδοκήθηκε με 4,5 δισ. δρχ. για να αναθέσει την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων σε γερμανική εταιρεία. Τον Ιούνιο του 2001 στο δικαστήριο αποδεικνύεται η πλαστογραφία του εγγράφου που παρουσίασε και καταδικάζεται σε φυλάκιση τριών χρόνων για συκοφαντική δυσφήμηση και 26 μηνών για ψευδή καταμήνυση. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ο Ψωμιάδης έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και έμεινε ελεύθερος εξαγοράζοντας το υπόλοιπο της ποινής.
Τον Οκτώβριο του 2002 κάθεται εκ νέου στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αυτή τη φορά με την κατηγορία της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βάρος του Δημοσίου. Καταδικάζεται σε κάθειρξη 12 ετών, αλλά ούτε και αυτήν τη φορά περνάει την πόρτα των φυλακών Κορυδαλλού. Επικαλούμενος προβλήματα υγείας νοσηλεύεται για λίγες ημέρες φρουρούμενος στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Την ίδια μέρα, η ΑΕΚ παίζει με τη Ρεάλ Μαδρίτης στη Νέα Φιλαδέλφεια για το Champions League. Το γήπεδο είναι μισοάδειο, καθώς τα εισιτήρια ξεκινούν από 80 ευρώ έπειτα από μια παρανοϊκή απόφασή του και χρέη προέδρου της ομάδας εκτελεί ο τότε 19χρονος Σταύρος Ψωμιάδης. Ειρωνικά η ΑΕΚ κάνει ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της ιστορίας της και αποσπά ισοπαλία με 3-3 από τη Ρεάλ του Ζιντάν. Την επομένη ο Μάκης Ψωμιάδης αποφυλακίζεται – με ένα πούρο στο στόμα – καθώς το Εφετείο αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής του, δεχόμενο ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, από τα οποία υπάρχει κίνδυνος να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη ο ίδιος και η ΠΑΕ ΑΕΚ. «Για να είναι έξω έχουν συνεργήσει και γιατροί και λειτουργοί της Δικαιοσύνης» δηλώνει ο Κώστας Λαλιώτης. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας γιατρός που κατηγορήθηκε για παράβαση του όρκου του Ιπποκράτη για μια συγκεκριμένη πλαστή βεβαίωση προς τον Μάκη Ψωμιάδη και ο οποίος στη συνέχεια εκδιώχθηκε από το «Ωνάσειο», βρισκόταν νεκρός. Είχε αυτοκτονήσει.
Οι ιστορίες είναι χιλιάδες. Για ποδοσφαιριστές που αρνήθηκαν να υπογράψουν συμβόλαιο με την ΑΕΚ και είδαν το αυτοκίνητό τους να ανατινάζεται, για τιμολόγια καφέδων στην ΠΑΕ ΑΕΚ αξίας εκατομμυρίων ευρώ, για ξενοδοχεία στη Λήμνο που αγοράζονται και αφήνονται να μαραζώσουν για άγνωστους λόγους, για πυροβολισμούς στον γλουτό έξω από την Αίγλη Ζαππείου, στους οποίους οφείλεται το ασταθές περπάτημά του: φήμες, φόβος και βιασμός της λογικής.
Ο τελευταίος βιασμός της λογικής έγινε τον Σεπτέμβριο όταν συνελήφθη έπειτα από αναζήτηση τριών μηνών και ο ανακριτής Γιώργος Κασίμης έκρινε ότι ο συλληφθείς έπειτα από τρεις μήνες αναζήτησης Ψωμιάδης είναι μεν ένοχος, αλλά όχι ύποπτος φυγής. Μετά την αποφυλάκισή του, εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση…
Λίγες ημέρες πριν από την τελευταία εξαφάνισή του, αδυνατισμένος και αξύριστος, σε μια από τις ελάχιστες φορές που δεν εμφανίζεται περιποιημένος, δήλωνε μετά τη σύλληψή του στις κάμερες έξω από τα δικαστήρια: «Είμαι πολιτικός κρατούμενος». Οι περισσότεροι γέλασαν. Κακώς. Ελάχιστοι σκέφτηκαν πως αφού για μια ζωή έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, θα φοβηθεί να λέει ό,τι θέλει; Σε αυτήν την ιστορία, άλλωστε, πάντα οι άλλοι φοβούνται.