Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επανέρχονται, σύμφωνα με τη Le Monde, τα εναλλακτικά σχέδια σωτηρίας του ευρώ και των «αδύναμων κρίκων» του όπως η Ελλάδα. Η γαλλική εφημερίδα αναφέρει σε σημερινό (ανυπόγραφο) άρθρο της ότι το «σχεδίο Β» θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη διχοτόμηση της ευρωζώνης σε Βόρειους και Νότιους, τη μαζική «κοπή» ευρώ από την ΕΚΤ αλλά και την εισαγωγή νέων εθνικών νομισμάτων για εσωτερική χρήση από τα μέλη της (διασπασμένης) ευρωζώνης. Σχέδια σαν αυτά «θα μπορούσαν να αποτρέψουν την κατάρρευση της ευρωζώνης», αναφέρει στον Monde ο Ζαν-Πιερ Βεσπερινί, μέλος του γαλλικού Συμβούλιο Οικονομικών Αναλύσεων (CAE) το οποίο επέχει ρόλο ειδικού συμβούλου στον εκάστοτε γάλλο πρωθυπουργό. Το συγκεκριμένο Συμβούλιο καθώς και άλλοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το «σχέδιο Β» θα πρέπει να διέπεται από τις ακόλουθες πέντε αρχές:
1. Ριζική αλλαγή νομισματικής πολιτικής «Η καλύτερη λύση για να σωθεί το ευρώ είναι να μετατραπούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε ευρώ όλα τα χρέη των κυβερνήσεων, να «κόψει» χρήμα δηλαδή η ΕΚΤ και να αναλάβει την πληρωμή όλων των ομολόγων των εθνικών κυβερνήσεων που ωριμάζουν», εξηγεί στον Monde ο Βεσπερινί. «Με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί δραστικά η ισοτιμία του ευρώ, με στόχο να ισορροπήσει γύρω από τα 1,15 δολάρια, εξέλιξη που θα επέτρεπε την έξοδο από την κρίση», προσθέτει ο γάλλος οικονομολόγος. Οπως σημειώνει η εφημερίδα, πρόκειται για μια τακτική στην οποία ελάχιστα έχει καταφύγει η ΕΚΤ, τουλάχιστον 10 φορές λιγότερο από όσο η αμερικανική Fed.
Ο συνάδελφος του Βεσπερινί, Αντουάν Μπρινέ, θεωρεί ότι δεν αρκεί μόνο η μείωση των επιτοκίων και η «ευρωποίηση» των κρατικών χρεών. «Απαιτούνται μαζικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, κατά το πρόσφατο επιτυχές παράδειγμα της Τράπεζας της Ελβετίας», εξηγεί. Και προσθέτει ότι για να συμβούν όλα αυτά προαπαιτείται μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση που θα εξουσιοδοτήσει την ΕΚΤ να προχωρήσει σε μια παρόμοια στροφή 180 μοιρών σε ό,τι αφορά τη νομισματική της πολιτική.
2. Ευρώ του Βορρά και ευρώ του Νότου Η στροφή αυτή της νομισματικής πολιτικής θα τερματίσει αναμφίβολα την οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση στη ζώνη του ευρώ, εκτιμούν οι ειδικοί του CAE. Αλλά θα ανακύψει ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα που θα πρέπει να ρυθμιστεί: οι οικονομικές αποκλίσεις από χώρα σε χώρα της ευρωζώνης. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να μετατραπεί το ευρώ από «ενιαίο νόμισμα» σε «κοινό νόμισμα» – δεδομένου ότι η υιοθέτηση ενός ενιαίου νομίσματος απαιτεί μια ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή της Γερμανίας, που θα διαθέτει μηχανισμούς μεταφοράς κεφαλαίων από το ένα ομόσπονδο κρατίδιο στο άλλο.
Οι ερευνητές του CAE σημειώνουν ότι ανάλογη λύση θα έδινε και η έκδοση από την ΕΚΤ ευρωομολόγου, «μιας πρότασης, στην οποία αντιτίθεται σθεναρά το Βερολίνο».
Σημειώνει ο Αλέν Γκραντζάν: «Το ευρώ λειτουργεί σήμερα ως νόμισμα της Γερμανίας. Η στρατηγική αυτή δεν αποδίδει στους κόλπους της Ευρώπης. Η σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας της Βόρειας Ρηνανίας και της Πελοποννήσου μέσω της μισθολογικής και δημοσιονομικής λιτότητας αποτελεί μια μέθοδο που αγγίζει τα όριά της. Για να αποκατασταθούν οι ισορροπίες μεταξύ των οικονομιών πρέπει οι χώρες αυτές να υιοθετήσουν νομίσματα διαφορετικής ισχύος. Κάτι που προϋποθέτει τη διάσπαση του ευρώ σε ευρώ του Βορρά και σε ευρώ του Νότου».
Να σημειωθεί ότι ο Βεσπερινί θεωρεί ότι «η Γαλλία σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να υιοθετήσει το ευρώ του Βορρά».
3. Από το «ενιαίο» στο «κοινό» νόμισμα Τα δύο ευρώ θα υφίσταντο ανηλεείς κερδοσκοπικές επιθέσεις στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος. Το ευρώ του Νότου θα δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις και θα υφίστατο μια βίαιη υποτίμηση και οι δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις των χωρών που θα το υιοθετούσαν θα κινδύνευαν με στάση πληρωμών. Για να αποτραπούν οι συστημικές επιπτώσεις της αλλαγής, οι οικονομολόγοι προτείνουν την υιοθέτηση ενός νέου συστήματος καθορισμού των επιτοκίων στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
«Με δεδομένες τις τεράστιες διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και των χωρών του Βορρά, θα πρέπει να υιοθετηθεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης ένα σύστημα σταθερών πλην καθοριζόμενων ισοτιμιών μεταξύ των κρατών-μελών. Αυτό προϋποθέτει την επανεισαγωγή εθνικών νομισμάτων ελεγχόμενων από την κάθε χώρα και την παράλληλη «κυκλοφορία» ενός «εσωτερικού» και ενός νομίσματος «εξωτερικού»».
Οι χώρες-μέλη θα έχουν δηλαδή το εθνικό τους νόμισμα και ταυτόχρονα ένα κοινό νόμισμα (άλλο οι Βόρειες και άλλο οι Νότιες), που θα μοιάζει με την παλαιά Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα (ΕCU). Θα μπορούν να καθορίζουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματός τους έναντι του «κοινού».
«Προφανώς το κοινό νόμισμα δεν θα έχει καθημερινή χρήση, αλλά θα επιτρέψει στην προοδευτική επανεξισορρόπηση των οικονομιών, χωρίς να αναγκαστούν οι εθνικές κυβερνήσεις να προχωρούν σε μαζικές υποτιμήσεις της νέας δραχμής, του νέου εσκούδο, της νέας πεσέτας κλπ», αναφέρουν οι ειδικοί.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, βεβαίως, από τις προτάσεις των ειδικών είναι πάμπολλα. Και μένουν μοιραία αναπάντητα, καθώς οι επιστήμονες του CAE που μιλούν στον Monde δεν υπεισέρχονται σε τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν το εξωτερικό εμπόριο της… διπλής ευρωζώνης, τις συναλλαγματικές σχέσεις, τη δυνατότητα υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων έναντι του ευρώ του Νότου και του ευρώ του Νότου έναντι του ευρώ του Βορρά… Και οι ίδιοι αναγνωρίζουν, άλλωστε, σε πολλές αποστροφές του λόγους τους ότι υπάρχουν πολλά και κεντρικής σημασίας ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν και ζητήματα που θα πρέπει να ρυθμιστούν.
«Το νέο διπλό νομισματικό σύστημα δεν θα λύσει ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα», αναφέρουν. Εξάλλου, «για να λειτουργήσει και να αποδώσει προϋποθέτει την πραγματοποίηση μαζικών επενδύσεων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ – προϋπόθεση απαραίτητη και για την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών».
4. Ας αφήσουμε τα «γεράκια» να απογειωθούν Οι (περίπου 30 τον αριθμό) ερευνητές του CAE θυμίζουν ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν προβλέπει την έξοδο κάποιας χώρας από το ευρώ. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που κάποια χώρα, όπως η Ελλάδα, αποφάσιζε να διαλέξει να φύγει ανάμεσα στα δύο δεινά (στην παραμονή ή στην έξοδό της), εκείνες που θα ζημιώνονταν περισσότερο θα ήταν οι οικονομικώς και δημοσιονομικώς «καλοστεκούμενες» χώρες. Με την προτεινόμενη λύση οι χώρες που θα υιοθετήσουν το ευρώ του Βορρά θα έχουν τη δυνατότητα να το αφήσουν να ανατιμηθεί, ώστε να κατεβάσουν ακόμη περισσότερο το κόστος των εισαγωγών τους.
Οι χώρες αυτές μπορούν να είναι, εκτός από τη Γερμανία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Εσθονία, όπως σημειώνει ο Βεσπερινί. Οι υπόλοιπες θα υιοθετούσαν το ευρώ του Νότου. Βεβαίως η διάλυση του γαλλογερμανικού «ζευγαριού» θα προκαλούσε πολύπλοκα προβλήματα και σύγχυση σε διεθνές επίπεδο. Ομως, οι ειδικοί του CAE θεωρούν ότι το κόστος θα ήταν μικρότερο από την επέκταση της κρίσης σε όλες τις πιο εύθραυστες, συγκριτικά, οικονομίες, και από τις οικειοθελείς αποχωρήσεις από το ευρώ που ενδεχομένως θα προκύψουν στην περίπτωση αυτή.
Ο Βεσπερινί σημειώνει τέλος ότι «η νοσταλγία της γερμανικής κοινής γνώμης για το γερμανικό μάρκο και η άρνησή της να στηρίξει τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες» ευνοούν τη λύση αυτή του CAE. Η ουσιαστική έξοδος της Γερμανίας από την «ευρωζώνη των Νοτίων» θα επέτρεπε στην ανατίμηση του νομίσματός της και θα απέτρεπε τη συσσώρευση εμπορικών πλεονασμάτων με τους εταίρους της στην ευρωζώνη. Αλλά προϋποθέτει «να δεχθεί το Βερολίνο την υιοθέτηση από την ΕΚΤ μιας νομισματικής πολιτικής εκ διαμέτρου αντίθετης με τις αρχές της Bundesbank».