Ο Πέτρος Μάρκαρης κάπνιζε την πίπα του και εξηγούσε, σε άπταιστα γερµανικά, τι συµβαίνει στην Ελλάδα της κρίσης και της απόγνωσης. Το πρόσωπο της συναδέλφου της Αυστριακής Ραδιοφωνίας που του έπαιρνε συνέντευξη είχε πάρει µια έκφραση που πηγαινοερχόταν από την έκπληξη στον τρόµο. Στη συνέχεια ανεβήκαµε στον δεύτερο όροφο της όµορφης ανακαινισµένης οικίας του 1850, στην οδό Αγίας Ειρήνης 17 στο Μοναστηράκι, όπου στεγάζονται πλέον οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης, προκειµένου να µιλήσουµε για την Περαίωση, ένα µυθιστόρηµα φοροδιαφυγής και τιµωρίας, το δεύτερο µέρος της µυθιστορηµατικής «Τριλογίας της Κρίσεως».
Ο συγγραφέας είχε επιστρέψει από την Ισπανία, όπου πήγε µε αφορµή την έκδοση των Ληξιπρόθεσµων δανείων , του πρώτου µέρους της τριλογίας, που κυκλοφόρησε πέρυσι. «Αυτό που είδα εκεί είναι πολύ κοντά σε αυτό που ζούµε. Τροµακτική ανεργία των νέων, φοβερή ύφεση, καµία εµπιστοσύνη στο πολιτικό σύστηµα» µου είπε, φανερά προβληµατισµένος, ο δηµιουργός του αστυνόµου Χαρίτου.
Του λέω ότι µόνο ένας Ελληνας θα µπορούσε να γράψει ένα τέτοιο µυθιστόρηµα. «Και ένας Ιταλός ενδεχοµένως. Το πρόβληµα δεν είναι µόνο η φοροδιαφυγή, αλλά η διαπλοκή και η διαφθορά γύρω από αυτήν. Ανέκαθεν πίστευα ότι η φοροδιαφυγή είναι ο πυρήνας όλης της υπόλοιπης διαφθοράς µας. ∆ιότι, όταν θεωρείς ως πολίτης ότι δεν οφείλεις τίποτε στο κράτος και ότι είναι ηθικά θεµιτό να το κλέψεις, µετά είναι πανεύκολο να επωφεληθείς από το διεφθαρµένο πελατειακό κράτος. Είναι διαπιστωµένο πάντως: όπου υπάρχει µεγάλη φοροδιαφυγή, υπάρχει και µεγάλη διαφθορά».
Τα πράγµατα δεν ήταν πάντα έτσι. «Ο ∆ηµητράκος (σ.σ.: το λεξικό του οποίου συµβουλεύεται ο Χαρίτος στο µυθιστόρηµα) πήρε το Βραβείο Ακαδηµίας Αθηνών το 1953. Σε αυτό το λεξικό οι λέξεις “φοροφυγάς” και “φοροδιαφυγή” δεν υπάρχουν. Υπάρχει µόνο η λέξη “φοροµπήχτης”. Εποµένως το φαινόµενο είναι σχετικά πρόσφατο και, κατά τη γνώµη µου, έχει την αφετηρία του σε µια περίοδο που άρχισε λίγο µετά τη χούντα αλλά εξελίχθηκε ραγδαία από την είσοδό µας στην ΕΕ και µετά. Σε έναν πολύ µεγάλο βαθµό τις επιδοτήσεις της ΕΕ τις χειριστήκαµε σαν µαύρο χρήµα. Η πολιτεία όχι µόνο τα µοίρασε χωρίς να απαιτήσει ανταλλάγµατα σε παραγωγικότητα και επενδύσεις, αλλά µε τη λογική της µαύρης οικονοµίας. Στα µετεµφυλιακά χρόνια, όσο κι αν η χώρα ήταν χωρισµένη σε δύο µέτωπα, είχε ορισµένες αρχές διαπαιδαγώγησης. Από ένα σηµείο και µετά αυτό έπαψε να υπάρχει» εξηγεί ο Μάρκαρης, που αποκαλεί την περίοδο από το 1981 ως το 2009 «εποχή των ψευδαισθήσεων».
Στο προηγούµενο βιβλίο ο δολοφόνος αποκεφάλιζε ανθρώπους του τραπεζικού συστήµατος µε ένα σπαθί. Στην Περαίωση ο «εθνικός φοροεισπράκτορας» δολοφονεί φοροφυγάδες και ευνοηµένους του συστήµατος, επίσης µε αρχαία όπλα: κώνειο (σε ενέσιµη µορφή), τόξο και βέλος. Ακολούθως αφήνει τα θύµατά του σε αρχαιολογικούς χώρους.
Τον ρωτώ αν σήµερα κάποιος που καλείται να πληρώσει ένα έκτακτο χαράτσι πρέπει να τηρήσει τη στάση του Σωκράτη. «Είναι δύσκολο να σας απαντήσω. Οι αρχαίοι ηµών δεν ήξεραν µόνο να φτιάχνουν πολιτισµό και να πολεµούν όταν χρειάζεται. Ηξεραν και να τιµωρούν όταν έπρεπε. Ο δολοφόνος παραπέµπει στην ατιµωρησία που επικρατεί στην Ελλάδα. Εδώ κανένας δεν τιµωρεί κανέναν, επειδή κανείς δεν αναλαµβάνει την ευθύνη αφενός και αφετέρου επειδή η εκάστοτε τιµωρία θα συνεπάγετο έναν τέτοιον κύκλο ενόχων που κανείς δεν τολµά να τον αγγίξει. ∆είτε τις εξεταστικές επιτροπές, για παράδειγµα, στη Βουλή, που κοροϊδεύουν τον κόσµο».
Επιπλέον «τα εννέα στα δέκα εγκλήµατα παγκοσµίως γίνονται λόγω υπέρβασης των ορίων του ατόµου. Κανείς από εµάς δεν γεννιέται δολοφόνος. ∆εν ξέρουµε όµως τι είναι ικανός ένας άνθρωπος να κάνει αν υπερβεί τα όριά του. Το επικίνδυνο αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα είναι ότι σπρώχνεται ένας ολόκληρος λαός στην υπέρβαση των ορίων του. Και αυτό δεν ξέρουµε πού µπορεί να τον οδηγήσει. Αυτό είναι που µε ανησυχεί» λέει, τονίζοντας ότι τα πράγµατα παίρνουν επικίνδυνη τροπή, καθώς «δεν διαφαίνεται καµία προοπτική εξόδου» από την κρίση: «∆εν φταίµε µόνο εµείς, φταίνε και οι Ευρωπαίοι, µη γελιόµαστε».
«∆εν κάναµε ποτέ στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης το άλµα από τη θεσµική στην ποιοτική δηµοκρατία» εκτιµά ο Μάρκαρης. «∆εν έχουµε όλοι τις ίδιες ευθύνες, έχουµε όµως όλοι ένα µερίδιο της ευθύνης διότι συµµετείχαµε σε αυτή την ιστορία µε την ψήφο µας. Ποιος άραγε µας υποχρέωσε τα τελευταία 35 χρόνια να ψηφίζουµε δύο οικογένειες; Το κάναµε και, ως φαίνεται, δεν κατανοήσαµε τι σηµαίνει να καταργήσουµε τη µοναρχία αλλά να διατηρήσουµε την οικογενειοκρατία».
Επειτα φτιάχτηκε µια κοινωνία θυλάκων. «Εδώ ο κάθε θύλακος υποστηρίζει τα δικά του συµφέροντα και δεν ενδιαφέρεται αν ο διπλανός θα υποστεί ζηµιά. Αυτό έγινε επειδή αφήσαµε να καταρρεύσει η κοινωνική συνοχή. Σε αυτό βέβαια συνέβαλαν πρωτίστως οι κυβερνήσεις. Ενα κράτος που δηµιουργεί πελατειακές σχέσεις ευνοουµένων και µη ευνοουµένων ρίχνει την πρώτη αξίνα στο γκρέµισµα του κοινωνικού ιστού».
Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι πεπεισμένος ότι το οικονομικό πρόβλημα του τόπου είναι δημιούργημα του πολιτικού συστήματος, ότι το δεύτερο έσπρωξε τους πολίτες στην ευκολία και στη διαφθορά. «Είναι αφημένος στην τύχη του ο νομοταγής πολίτης στην Ελλάδα, ακριβώς γιατί είναι ανυπεράσπιστος από τους θεσμούς. Δεν αντιτίθεται στους θεσμούς επειδή είναι υπέρ της κατάργησής τους, αλλά επειδή αισθάνεται ότι δεν τον προστατεύουν. Δεν γίνεται να μην εξασφαλίζουμε καμία θεσμική προστασία στον πολίτη και μετά να απαιτούμε από αυτόν να υπερασπίζεται και να σέβεται τους θεσμούς. Δείτε τις συζητήσεις με αφορμή τα επεισόδια της 28ης Οκτωβρίου! Ολοι ζητούν από τους πολίτες να σεβαστούν θεσμούς που δεν τους παρέχουν καμία προστασία! Πρόκειται για μια καταστροφική αντίφαση!».
Στο τρίτο μέρος της τριλογίας του βάζει στο «μικροσκόπιο» τη γενιά του Πολυτεχνείου. Μια γενιά που ξέχασε το πρόταγμά της για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» όταν ήρθε στην εξουσία και με τους χειρισμούς της οδήγησε στο να χαθούν «αισιόδοξα μιλώντας, δύο γενιές Ελλήνων».
Ο συγγραφέας µιλάει στο «Βήµα» για τη νεοελληνική παράνοια και αναρωτιέται πού µπορεί να οδηγήσει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ